Πρωτομηνιά σήμερα. Κοντεύει να του φύγει το κεφάλι. Αντί να καλωσορίσει το μήνα με χαμόγελο και αισιοδοξία, κάθε τέτοια μέρα πνίγεται. Με βαριά καρδιά σηκώνεται πρωί-πρωί και πάει. Πού πάει; Όπου παν τα πόδια του, γιατί η διαδρομή, του είναι γνωστή. Οι περισσότεροι που συναντά στο δρόμο, δεν είναι και αυτοί μες στα τρελά κέφια. Άλλος παραμιλάει, άλλος παραπατάει, άλλος πάει και δεν πάει. Σέρνοντας λοιπόν τα βήματά του, φτάνει στον αρχικό προορισμό του. Εδώ, πρέπει να πληρώσει τις φρέσκιες δόσεις, που έβαλε τον προηγούμενο μήνα, αγοράζοντας λίγες στιγμές ευτυχίας. Δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Μπάφιασε από τις δυσάρεστες σκέψεις. Πήρε τα πάνω του, για λίγο, βρε αδερφέ. Άλλαξε η ψυχολογία του. Βρήκε τη διάθεση, πήγε μια βόλτα, πήρε μια ανάσα.
Χαλάλι, τα χρήματα που έδωσε. Άξιζε τον κόπο. Τελειώνοντας με αυτή την υποχρέωση, συνέχισε για τη δεύτερη δόση. Είναι αλήθεια, ότι το παράκανε αυτόν το μήνα. Αγόρασε και λίγο γέλιο. Όχι τίποτε άλλο, αλλά για να διακωμωδήσει λίγο την κατάστασή του. Γέλασε με την ψυχή του, γέλασε με το χάλι του. Ένα γέλιο που πήγαζε από τα εσώψυχά του. Ένα γέλιο, λίγο νευρικό, λίγο πικρό, λίγο ξεκαρδιστικό, λίγο παιδιάστικο. Λίγο απ’ όλα δηλαδή. Αγόρασε, που αγόρασε τόσα, πήρε και λίγη καλοσύνη. Εννοείται με δόσεις. Η ζωή τον σκλήρυνε και είχε ξεχάσει τι θα πει καλοσύνη. Ο λόγος του γλύκανε, έβγαλε μια ευγένεια που ούτε ο ίδιος φανταζόταν πως είχε.
Τις περισσότερες δόσεις τις πλήρωνε για την υγεία του και ευτυχώς εξελισσόταν καλά. Προσπάθησε να είναι τυπικός στις υποχρεώσεις του, για να απολαμβάνει και αυτά τα λίγα, από το να τα στερείται και να μην τα γεύεται καθόλου. Ακόμα και το φαγητό για τον ίδιο, ήταν μπελάς. Είχε φτάσει στο σημείο να αποφεύγει να περνά από τα μπακάλικα της γειτονιάς του. Οι δόσεις τον είχαν βάλει μέσα. Ζούσε με κάτι ξεροκόμματα που μάζευε από τους κάδους των απορριμμάτων και τρεφόταν με ένα μικρό κοτοπουλάκι που είχε αγοράσει την τελευταία φορά και το έτρωγε δόσεις-δόσεις. Ένα μπούτι τον ένα μήνα, άλλο ένα τον άλλον και πάει λέγοντας.
Είχε συνηθίσει τώρα πια σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής και δεν του πολυκακοφαινόταν. Εδώ που τα λέμε, εάν το σκεφτεί κανείς, δεν περνούσε και τόσο άσχημα. Άλλοι βρίσκονταν σε χειρότερη μοίρα, μη μπορώντας να μπουν καν στη διαδικασία των δόσεων.
Μια ωραία μέρα που λέτε, του καρφώθηκε να αγοράσει και λίγη επιπλέον γνώση. Στάθηκε αδύνατον. Φοβόντουσαν μήπως δε μπορεί ν’ ανταποκριθεί και το αίτημά του δεν έγινε δεκτό. Καταφαρμακώθηκε. Πόσο μα πόσο ήθελε να διευρύνει τους ορίζοντές του. Στο κάτω-κάτω θα πλήρωνε… “με δόσεις”. Τέτοιος ήταν ο πόθος του που βρήκε μέχρι και εγγυητή. Τίποτα και πάλι δεν έγινε.
Για τα υλικά αγαθά δεν πολυνοιαζόταν, εκτός από ένα αυτοκίνητο που είχε απωθημένο ν’ αγοράσει από μικρό παιδί. Τα έφερε από εδώ, τα έφερε από κει, τα κατάφερε. Τώρα πια δεν του έλειπε πραγματικά τίποτα. Καθημερινά, καμάρωνε το αυτοκίνητό του, που βρισκόταν μονίμως παρκαρισμένο στο απέναντι πεζοδρόμιο, γιατί για να μετακινηθεί χρειαζόταν καύσιμα και αυτή τη δυνατότητα δεν την είχε. Πήγε στο βενζινάδικο. Δόσεις δεν έκαναν. Έτσι συνέχισε να το καμαρώνει και μόνο.
Ευελπιστούσε ότι θα άλλαζαν τα πράγματα και θα έρχονταν καλύτερες μέρες. Οι δόσεις όμως δεν είναι εύκολη υπόθεση, και σ’ αυτή τη ζωή, τίποτα δε χαρίζεται.
_
γράφει η Βάσω Καρλή
ευρηματική η κάθε τόσο μικροαγορά του ήρωά σου Μια απορία όμως την έχω, βρε Βάσω μου που να πάρει Πώς και διατηρούσε εκείνο το κοτόπουλο και δεν του βρόμιζε να πάθει και καμιά δηλητηρίαση να τρέχει στα νοσοκομεία κι’ εκεί να τον καμάρωνα πού θα τα εύρισκε τα χρήματα για φακελάκια …τι φακελάκια ; ε καλά τώρα πού ζεις;
Είτε του βρόμιζε είτε όχι, αυτό ήταν. Σε ευχαριστώ για το πέρασμά σου, Λένα μου.
Αγόρασε, που αγόρασε τόσα, πήρε και λίγη καλοσύνη. Εννοείται με δόσεις. Η ζωή τον σκλήρυνε και είχε ξεχάσει τι θα πει καλοσύνη.
Πολύ δυνατό το κείμενό σου Βάσω μου…αυτή είναι η εποχή μας, όλα σε δόσεις και όλα με δόσεις!!!!!Την καλημέρα μου.
Δύσκολες εποχές διανύουμε, αλλά θα το παλέψουμε. Χαίρομαι πάρα πολύ για τα θετικά σχόλιά σου, κάθε φορά Σοφία μου, να είσαι πάντα καλά.