Κλαούδια Πινιέιρο
Μετάφραση: Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnivora 2020
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Η Έλενα ξέρει, γιατί η Έλενα είναι μητέρα και αγαπά με τον δικό της τρόπο. Η Έλενα είναι μια μητέρα χωρίς παιδί, άραγε υπάρχει όνομα για ένα τέτοιο πλάσμα; Πως λέγονται οι μανάδες που χάνουν τα παιδιά τους («είχα μια κόρη αλλά μου την σκότωσαν»), πως λέγονται εκείνες που εξαναγκάστηκαν να φιλοξενήσουν στα βιασμένα σπλάχνα τους ένα «παιδί που δεν υπάρχει;»
Ολόκληρη η ιστορία εκτείνεται στην κοπιώδη πορεία της Έλενας, μιας ώριμης γυναίκας που πάσχει από βαριά μορφή Πάρκινσον, προς το Μπουένος Άιρες προκειμένου να συναντήσει την Ισαμπέλ, την μοναδική γυναίκα που μπορεί να την βοηθήσει να εξιχνιάσει τον θάνατο της κόρης της. Γιατί η Ρίτα, η μεσήλικη κόρη της Έλενας, βρέθηκε ένα βροχερό απόγευμα κρεμασμένη στο καμπαναριό της εκκλησίας και ενώ αποφάνθηκαν όλοι πως επρόκειτο για αυτοκτονία, η Έλενα πιστεύει αντίθετα πως κάποιος την δολοφόνησε. Γιατί η Έλενα ξέρει πως η κόρη της δεν θα πλησίαζε ποτέ το καμπαναριό μέσα στην βροχή από φόβο προς τους κεραυνούς, δεν θα περνούσε ποτέ την θηλιά γύρω από τον λαιμό της ενώ είχε αφήσει την μητέρα της στο κομμωτήριο για γενικό καλλωπισμό.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη ισόποσα με τα τρία ημερήσια χάπια που βοηθούν την Έλενα να κάνει την παραμικρή κίνηση. Κυρίαρχες μορφές είναι οι γυναίκες, οι νεκρές γυναίκες: η πεθαμένη Ρίτα, η εγκλωβισμένη Έλενα μέσα σε ένα σαρκίο που καταρρέει και η Ισαμπέλ, που και αυτή αποτελεί με την σειρά της άδειο κέλυφος. Ακόμα και η αρρώστια της Έλενας, όπως κάθε ασθένεια, είναι γένους θηλυκού, είναι η Αυτή, όπως την αποκαλεί η ηρωίδα. Πρόκειται ευρύτερα για την γυναικεία φύση που δεν μπορεί παρά να είναι τραυματική σε όλες τις εκφάνσεις: η μητρότητα για παράδειγμα, η περίοδος, η μήτρα (ενδεικτική είναι η γυναικολογική εξέταση της εικοσάχρονης Ρίτας) γενικότερα αποτελούν δίκοπο μαχαίρι που παραπαίει από την αγάπη έως τον σαδισμό και αντίστροφα. Η σχέση της ‘Έλενας με την κόρη της Ρίτα είναι μια σχέση χωρίς τρυφερότητα, γεμάτη θυμό, απελπισία και αμφίδρομο σαδισμό. Και όμως, κάτω από αυτή την σκληρή επιφάνεια, υπάρχει αγάπη με τις δικές της ιδιόμορφες αποχρώσεις. Όταν λοιπόν η Ρίτα βρίσκεται κρεμασμένη στο καμπαναριό, η Έλενα εξεγείρεται απέναντι στην αυτοχειρία και πενθεί, γιατί – παρότι είχε προηγηθεί ο θάνατος του συζύγου της- ο χαμός της Ρίτας «ήταν ο αληθινός θάνατος». Καίει όλα τα ρούχα της νεκρής, γιατί είχαν την μυρωδιά της, πόνος αφόρητος αυτή η οσμή χωρίς την φυσική της παρουσία. Κρατά μόνο το μπιμπελό του θαλάσσιου ελέφαντα που προέβλεπε τον καιρό αλλάζοντας χρώμα. Το κοκκινωπό αιμορραγικό χρώμα εκείνης της αποφράδας μέρας της υπενθύμιζε πως έβρεχε και πως η Ρίτα θα φοβόταν να φτάσει ως το καμπαναριό για να βάλει τέλος στην ζωή της.
Το ταξίδι της Έλενας με το τρένο προς το σπίτι της Ισαμπέλ μοιάζει με Γολγοθά, τον οποίο ανεβαίνει στωικά με την βοήθεια χημικών ουσιών, καθώς το σώμα της δεν την υπακούει πια. Καταδικασμένη να βλέπει μόνο χαμηλά, μια και ένας αδρανοποιημένος μυς αδυνατεί να στηρίξει όρθιο το κεφάλι της, επιμένει να «βλέπει» τον θάνατο της κόρης της από το δικό της πρίσμα, γιατί αυτή «ξέρει», μια μητέρα πάντα «ξέρει». Όλα ωστόσο θα ανατραπούν στην μοιραία συνάντησή της με την Ισαμπέλ, μια γυναίκα που ζει εγκλωβισμένη στην ενοχική και κακοποιημένη φύση της.
Γυναίκες που έχουν μείνει άδεια κελύφη, γυναίκες με δανεικά κορμιά προς χρήση, νεκρές γυναίκες που γεννούν νεκρά παιδιά με τα οποία δένονται σε ισόβια δεσμά μιας καταστροφικής αγάπης. Κορμιά δέσμια της αρρώστιας, της κακοποίησης, του καθημερινού πόνου, σώματα που δεν ορίζονται από τον ιδιοκτήτη τους γιατί είναι δανεικά «προς χρήση». Μανάδες με καταδικασμένα παιδιά που πέθαναν ή απλά ποτέ δεν υπήρξαν και ας γεννήθηκαν από την ματωμένη και βιασμένη μήτρα τους. Αυτές λοιπόν είτε επιλέξουν τον θάνατο είτε την ζωή, η ενοχή τις στοιχειώνει σαν Ερινύα. Και όμως, το ένστικτο της επιβίωσης βρίσκει τον δρόμο για την ζωή βήμα προς βήμα, μέρα με την μέρα.
Το αριστουργηματικό αυτό έργο χωρίζεται σε τρία μέρη, όπως προαναφέρθηκε, είναι γραμμένο σε λιτή, ρεαλιστική γλώσσα, ενώ χρησιμοποιούνται με ιδιαίτερη έμφαση οι επαναλήψεις («η Έλενα ξέρει») και οι μεταφορές/ προσωποποιήσεις («Αυτή, η πουτάνα η αρρώστια»). Η ειλικρίνεια και η αυθεντικότητα της γραφής είναι σοκαριστικές, γιατί μέσα από απλή γλώσσα, χωρίς ίχνος υπερβολής, χτίζονται οι χαρακτήρες με άκρως σπαρακτικό τρόπο. Οι ηρωίδες του έργου είναι καθημερινές γυναίκες μέσης ηλικίας που μάχονται με άνισους αντιπάλους (όπως η ανίατη αρρώστια ή το πένθος), πλήρως ταυτόσημες με κάθε αναγνώστη. Ίσως αυτό να είναι το πιο ισχυρό στοιχείο του έργου, καθώς η Έλενα, η Ρίτα, η Ισαμπέλ είναι γυναίκες που αντιπροσωπεύουν την ρεαλιστική πραγματικότητας μιας χώρας, κάθε χώρας ανδροκατούμενης. Ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να βρει δικά του τραυματικά κομμάτια μέσα σε αυτά τα δανεικά κορμιά με τις ματωμένες μήτρες. Και όμως, όσο και να μπορεί κάποιος να βαδίσει το μονοπάτι προς τον αφανισμό του ένα βροχερό βράδυ, τόσο ισχυρή παραμένει η διάθεση για την όποια ζωή μπορεί να ζήσει κάποιος που μένει πίσω. «Εγώ, ξέρετε, θέλω να ζήσω, παρά τούτο το κορμί, παρά την νεκρή μου κόρη» δηλώνει η Έλενα γεμάτη ενοχές. Η απάντηση είναι ίσως κάτι πολύ απλό, όπως το χάδι στην πλάτη ενός γάτου που την κάνει να θέλει να συνεχίσει.
«Αυτό είναι όλο κι όλο σήμερα, να χαϊδέψει έναν γάτο. Ίσως αύριο, όταν ανοίξει τα μάτια και πάρει το πρώτο χάπι. Ή το δεύτερο. Ίσως.»
0 Σχόλια