Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης
Από συστάσεως σχεδόν του δείμου του πολίτη (εν έτει 2006-2007 περίπου) αντιληφθήκαμε κάποιοι ιστολόγοι ότι υπήρχαν πολλοί Έλληνες που έγραφαν και ήθελαν να έχουν ένα βήμα να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, να εκτεθούν λογοτεχνικά στα μάτια φίλων και αγνώστων. Χωρίς δεύτερη σκέψη στήσαμε μία σειρά εκδηλώσεων αφιερωμένων στην ποίηση, όπου απαγγέλλονταν ποιήματα, καθημερινών ποιητών, εραστών της ποίησης που προσπαθούσαν να πλησιάσουν την μαγική Πόρτα της Ποίησης με τα δικά τους αντικλείδια, όπως σημειώνει και ο Παυλόπουλος.
Με τα χρόνια, η ανάγκη αυτή ενισχύθηκε, το κοινό μεγάλωσε, η δημιουργία αυξήθηκε γεωμετρικά. Δίπλα σε ποιήματα προχειρογραμμένα, όμως, έβρισκες εκατοντάδες μικρά διαμάντια (αρκεί να κοιτούσες με ελπίδα και αγωνία) και -όχι σπάνια- μοναδικές ποιητικές ικανότητες με πολυεδρική γραφή. τοβιβλίο.net, ήρθε να καλύψει μια τέτοια ανάγκη, να λειτουργήσει ως ένας χώρος καλλιτεχνικός, να δώσει βήμα σε όποιον το αναζητά.
Βλέπετε, οι εκδοτικοί οίκοι -όχι όλοι ευτυχώς- στην προσπάθεια για υπερπαραγωγή έργων λειτουργούν περισσότερο σαν επιχειρήσεις παρά σαν συνεργάτες καλλιτεχνών ή άνθρωποι που αγαπούν και προωθούν νέα καλλιτεχνικά κινήματα και τάσεις, προσφέροντας βήμα ανανέωσης στην ίδια την Τέχνη. Έτσι, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου βλέπουμε να εκδίδονται έργα που δεν προωθούν την καλλιτεχνική ανανέωση, αλλά ουσιαστικά αναμασούν τα ήδη υπάρχοντα ρεύματα με δόσεις προσωπικού ύφους.
Ωστόσο, υπάρχουν πάντα εκείνοι που έχουν μία εσωτερική δυναμική στη γραφή τους, αλλά αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές απαιτήσεις ενός εκδοτικού οίκου για παραγγελία εκδόσεων. Κάτι τέτοιο το βίωσα κι εγώ και πολλοί φίλοι, ειδικά σε συνθήκες κρίσης και όταν κανονικά έπρεπε οι εκδότες να «ρίχνουν» τις τιμές τους στο πλαίσιο ανταγωνισμού…
Στην περίπτωσή μου η μεταφορά στην αυτοέκδοση ήταν πολύ εύκολη. Με γνώσεις πληροφορικής, φιλόλογος ων, διορθωτής κειμένων επί πολλά έτη μαθητών ή κειμένων σε εφημερίδες και δημοτικά έντυπα (και αρθρογράφος πολιτικών κειμένων) μου ήταν εύκολο να στήσω ένα βιβλίο (επιμέλεια κειμένων, σελιδοποίηση, επιμέλεια εξωφύλλου κλπ), όσα κάνει ένας εκδότης πριν το τυπογραφείο. Μάλιστα στο πλαίσιο της αυτοέκδοσης έχω όλο τον έλεγχο του έργου μου, χωρίς μεσολαβήσεις άλλων, και αν ακόμα κοστολογούσα τη δουλειά μου, έφτανα σε ένα επίπεδο ανεκτό οικονομικά (με άμεση επαφή με το τυπογραφείο).
Σιγά σιγά ήρθαν φίλοι και ζήτησαν τη βοήθειά μου (επιμέλεια, σελιδοποίηση, εξώφυλλα, ιδέες/σκηνοθεσία παρουσίασης, προώθηση στο διαδίκτυο κλπ). Και όταν ακόμα ζητούσα μια κάποια αμοιβή, το κόστος για το συγγραφέα έμενε παρέμενε λιγότερο από το μισό. Δυστυχώς, στο σωρό των εκδοτικών επιχειρήσεων, δεν είναι λίγοι εκείνοι που πωλούν φύκια ή ακόμα και μεταξωτές κορδέλες όταν εμείς αναζητούμε στήριξη για την έκδοση ενός έργου (που το βλέπουμε κακά τα ψέματα ως ένα ακόμα παιδί μας).
Φυσικά και υπάρχουν καλοί εκδότες που αγωνιούν για νέους ανθρώπους και νέες δημιουργίες, που στηρίζουν τους συγγραφείς και τους προωθούν. Ωστόσο, το συνηθισμένο φαινόμενο περιλαμβάνει επιχειρηματίες που απλά τοποθετούν το λογότυπό τους στο εξώφυλλο (ανεβάζοντας το δικό μας πρεστίζ, κακά τα ψέματα, σε φίλους και γνωστούς) και μετά μας εγκαταλείπουν, υποχρεώνοντάς μας να τρέχουμε μόνοι για παρουσιάσεις κλπ.
Και σε τέτοιες περιπτώσεις, οι παρουσιάσεις κρίνονται αναγκαίες ώστε να βγει ένα μέρος των εξόδων. Τι γίνεται όμως όταν το κόστος είναι υπέρογκο; Και μάλιστα σε τέτοια περίοδο; Μήπως τελικά πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους ώστε να μειώσουμε το κόστος; Μήπως πρέπει να αναζητήσουμε άλλες διεξόδους για να βγει το έργο μας από το συρτάρι και να αναγνωριστεί η προσπάθειά μας;
Πόσο δίκιο έχετε!! να ξέρετε πόση απογοήτευση έχει εκείνος που θέλει η γραφή του να αποκτήσει υπόσταση αν αξίζει…!!!μακάρι να βρεθεί λύση για το πρόβλημα..!!
Λύσεις πάντα υπάρχουν. Άνθρωποι που μπορούν να βοηθήσουν υπάρχουν…
Αγαπητέ συνάδελφε, παρακολουθώντας την πορεία που περιγράφεις , συμφωνώ απόλυτα μαζί σου. Για εμένα όλοι οι ποιητές , ακόμα και οι εγκλωβισμένοι Δον Κιχώτες , σηματοδοτούν το πάθος μέσα στην γενικευμένη πλαδαρότητα της προωθούμενης ομοιομορφίας, είναι οι αναγωγείς, με τα ελάχιστα ως τα μεγάλα ταλέντα ενός μυστηριώδους πλέγματος ενστίκτου, συγκίνησης ,πάθους και αγάπης.
Ο κάθε ποιητής μέσα από την γραφή του αφήνει πετραδάκια ή κοσμήματα για να τα βρουν οι επόμενοι, ένα κομμάτι πρόσθεσης στον ποιητικό θησαυρό ή παλμούς που σβήνουν με το πέρασμα του χρόνου.
Βέβαια όπως και κάθε άλλη ελεύθερη κίνηση , ρέει και αποκαλύπτει, διαβρώνει και καυτηριάζει, παιχνιδίζει με τα αισθήματα και τη λογική , το παράλογο και το παράδοξο και ως πνευματικό οπλοστάσιο μπορεί να εκραγεί, διαλύοντας και τον ίδιο τον ποιητή ή καλύτερα, τον παρά-ποιητή.
“Μήπως τελικά πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους ώστε να μειώσουμε το κόστος; Μήπως πρέπει να αναζητήσουμε άλλες διεξόδους για να βγει το έργο μας από το συρτάρι και να αναγνωριστεί η προσπάθειά μας;”
Και βέβαια πρέπει, Δήμο μου. Το χρωστούμε τόσο στον εαυτό μας όσο και στους φίλους μας, που θέλουμε και θέλουν να γίνουν κοινωνοί των σκέψεων και των συναισθημάτων μας – ένα δικαίωμα που φυλακίζεται και στραγγαλίζεται από την αντι-συγγραφική πολιτική των εκδοτικών οίκων.