Η Ζωή είχε το ξανθό φως στα μαλλιά στα σύνορα τ’ ουρανού. Στην ποδιά της μάζευε τ’ αστέρια να τους πει ένα παραμύθι χωρίς λόγια, που γι’ αυτό ποτέ δεν άκουσα. Μα μάζευα την ασημόσκονη των αστεριών κι έπλαθα μ’ αυτήν το δικό μου παραμύθι. Ο αποχωρισμός από ‘κείνη ήταν ο αποχωρισμός από τη ραχοκοκαλιά της… ζωής. Πάντα ζωγράφιζε η Ζωή, μα όταν τη ρωτούσε ο πατριός της τι μπορούσε να κάνει με τις ζωγραφιές της, εκείνη απαντούσε «τίποτα!». Ο κόσμος δεν άλλαζε, όσο κι αν τον ζωγράφιζε εκείνη όμορφο. Από τότε που σχεδίαζε λουλουδάκια στα μαθητικά τετράδια ως τους πίνακες της Σχολής Καλών Τεχνών κι αργότερα, τίποτα δε γινόταν, τίποτα…
Από τότε που η Ζωή έφυγε, το σπίτι μας απέμεινε άδειο και δυο φορές έρημο. Τώρα ερχόταν σπάνια, σαν επισκέπτρια. Σπάραζα κάθε φορά που το «επισκεπτήριο» τελείωνε κι απέμενα μόνη στο σπίτι που χωρίς την παρουσία της ήταν φυλακή. Όμως τα «σημάδια» της αδερφής μου υπήρχαν ακόμη κι απέπνεαν αισιοδοξία και διάθεση για ζωή. Πήρα το δωμάτιο που άδειασε εκείνη και κάθε φορά που τράβαγα την κουρτίνα, μια φατσούλα, μια ζωγραφιά στο τζάμι μου χαμογελούσε. Κι ένα λουλουδάκι πιο κει, κι άλλο… Είχε φάει μπόλικο ξύλο απ’ τον πατέρα μου για το τόλμημά της αυτό η Ζωή. Μα η μπογιά ήταν ευτυχώς ανεξίτηλη! Έτσι το «κακό» δε διορθώθηκε κι είχα ένα χαρούμενο παράθυρο!
Όταν τα διάβαζε η Ζωή τρόμαζε. Ήταν αποκρουστικά! Γιατί έπρεπε να γράφω ματωμένα ποιήματα; Στο συννεφάκι της δε χώραγε το βουβό μου δάκρυ, αφού σε λίγους μήνες θα περπατούσε πια με τ’ όνειρο αγκαλιά. Το κοριτσάκι της με τ’ όνομα Λήδα, σαν τη μυθική και πανέμορφη μητέρα της ωραίας Ελένης!
Ο Γιώργος, που είχε άποψη για όλα, όπως, ας πούμε, για το «μούλικο» της Ζωής, θυμωμένος που του ξέφευγε ο έλεγχος της κατάστασης μου είπε:
«Τι χαίρεσαι; Που έχεις ανίψι; Δεν είν’ αδερφή σου αυτή!»
«Γιατί;»
«Γιατί…; Έχετε τον ίδιο πατέρα;»
Ήμουν σε φάση που μισούσα την πλειοψηφία των ανθρώπων, τον πατέρα μου όμως ιδιαίτερα. Και είπα μέσα μου: «Δεν είν’ αδερφή μου, ε; Μωρέ, θα σε κάνω εγώ να φτύσεις το γάλα της μάνας σου, που στο ‘δινε τρία χρόνια, πουστόγερε!»
Κι ένα βράδυ, στο σπίτι της Ζωής, έμαθα αυτό που θα ‘κανε το μίσος μου να λάμψει ως τόσο δικαιολογημένο: «Έλα να κάνουμε αυτό που κάνω με τη μαμά σου…» της έλεγε. Το μυαλό μου πήρε φωτιά: «Θα τον τσακίσω τον κωλόγερο…!»
Ορκίστηκα μέσα μου να τον πολεμήσω με κάθε τρόπο και μέχρι τελικής πτώσης! Με ποιο τρόπο; Άγνωστο… Τίνος την πτώση; Αδιάφορο…
_
γράφει η Κλεοπάτρα Θανοπούλου
0 Σχόλια