Φέρνω στη μνήμη μου τα πρώτα μαθητικά χρόνια και σταματώ με απορία και ερωτηματικά για το είδος της τιμωρίας που μηχανεύονταν ορισμένοι δάσκαλοι (όχι όλοι ευτυχώς), για να τιμωρήσουν τον άτακτο μαθητή. Εκείνη η βέργα, η καλογυαλισμένη και ανθεκτική, απλωμένη σε όλο της το μάκρος πάνω στο τραπέζι της έδρας, ήταν ο φόβος και ο τρόμος, ο εφιάλτης να πω καλύτερα, των παιδιών όλων. Δεν το ’χε σε τίποτα ο δάσκαλος που του άρεσε το σπορ, να σου κάνει τις χούφτες μαβιές από το κτύπημα, που ο πόνος του απλωνόταν και στην ψυχή σου. Σκανδαλιά πραγματική ή και της φαντασίας του δασκάλου έπρεπε να τιμωρηθεί, πάει και τέλειωσε. Πέρα από το ρεζίλεμά σου μπροστά στους συμμαθητές, εκείνο το «άνοιξε τα χέρια σου», ακουγόταν σαν λεκτική λαιμητόμος, έτσι όπως ο «δήμιος» σου σακάτευε το χέρι. Η λέξη «σακάτευε» δεν εμπεριέχει υπερβολή. Όντως υπήρξαν παιδικά χεράκια που σακατεύτηκαν από αγράμματους δασκάλους που έβγαζαν όλα τα απωθημένα ζωώδη ένστικτα που υπάρχουν στον άνθρωπο, πάνω στις τρυφερές σάρκες, γεμίζοντας τις ψυχές με άσβεστο μίσος. Η νοοτροπία «το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» ήταν και το άλλοθί τους, το στήριγμά τους και με την ανοχή των γονέων μάλιστα, που το ρεζίλεμα του παιδιού έφτανε μέχρι τον καφενέ, όπου ελλείψει συνταρακτικών νέων γινόταν το κύριο θέμα των συμπαιχτών της πρέφας και της ξερής και των ταβλαδόρων κηδεμόνων, που επικροτούσαν και επαύξαναν και με τη δική τους προσωπική τιμωρία, σαν επιβράβευση του δασκάλου δεσμώτη.
Τα χρόνια δύσκολα και η ζωή ό, τι χειρότερο είχε να επιδείξει μετά τη φρίκη ενός παγκόσμιου και ενός ακόμη χειρότερου εμφυλίου πολέμου. ΙΣΩΣ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΗΛΠΙΖΕ ΟΤΙ ΘΑ ΕΙΧΕ ΚΑΤΑΛΑΓΙΑΣΕΙ ΜΈΣΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΤΟ ΑΙΜΟΒΟΡΟ ΘΗΡΙΟ που γίνεται ακόμη πιο άγριο από αυτό της ζούγκλας, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν. Μα αλλοίμονο ο άνθρωπος δεν αλλάζει εύκολα συμπεριφορές.
Θυμάμαι τη Διευθύντρια του Δημόσιου Δημοτικού Σχολείου, χαρακτηριστικό τύπο εκπαιδευτικού της εποχής, μια ανδρογυναίκα, φόβος και τρόμος δασκάλων και βέβαια μαθητών. Παρά την εφιαλτική αύρα που απέπνεε η παρουσία της και μόνον από το γραφείο της (σπάνια δίδασκε η ίδια) η ζωηράδα και η εφευρετικότητα στα είδη της παιδικής σκανδαλιάς καλά κρατούσε. Δεν τιθασεύεται καθόλου εύκολα η ζωηράδα, η ελευθερία και το δίκαιο του μαθητή. Την τιμωρία που ελλόχευε και που την ήξεραν, απλώς τη μετέφεραν στο πίσω μέρος της κεφαλής τους. Επί του παρόντος το κύριο μέλημά τους ήταν η απόλαυση αυτής καθ’ εαυτής της σκανταλιάς που θα τη συγχωρούσε μόνο ο όποιος δάσκαλος ήταν ευλογημένος από τη φύση, με καλής ποιότητας χιούμορ, για να την παραβλέψει, κάνοντας τα στραβά μάτια.
Εκεί προς την Τετάρτη Τάξη και στην αρχή της σχολικής χρονιάς συνέβη το ανήκουστο τούτο γεγονός. Δύο από τα ζωηρά παιδιά των τελευταίων θρανίων και συνάμα φτωχών μαθητικών επιδόσεων, πιθανόν θέλοντας να εντυπωσιάσουν τον θηλυκό πληθυσμό, αφού σαν μαθητές ήταν σκράπες και δεν το μπορούσαν, άρχισαν να χαρίζουν αβέρτα μαθητικό υλικό, όπως τετράδια πολύφυλλα και ολιγόφυλλα, μολύβια, γόμες, ξύστρες, Τα κορίτσια, αποδέκτες τούτων των ουρανοκατέβατων προσφορών, κολακευμένα συνάμα, ναι μεν δίσταζαν να τα δεχτούν αλλά και χαζά δεν ήταν να αποποιηθούν την προσφορά. Σε μια εποχή που η αγορά ενός τετραδίου και μόνο, επηρέαζε τον οικογενειακό προϋπολογισμό, αυτή η προσφορά ήταν ουράνια. Ολόκληρο μολύβι faber δικό τους, τη στιγμή που έγραφαν με κάτι απολειφάδια μολυβιών που μόλις συγκρατούσαν τα δακτυλάκια τους; Ούτε στο ύπνο τους και τα κρυφά τους όνειρα.
Οι νεαροί δωρητές έγιναν, εν μια νυκτί που λένε, κάτι σαν οι πρίγκιπες του παραμυθιού, πράγμα που είχε ελπίσει και το πονηρό μυαλό τους, που στον τομέα αυτό κάθε άλλο παρά φτωχών επιδόσεων ήταν! Παιδιά εύπορων οικογενειών που σαφώς αγόραζαν άνετα το μαθητικό υλικό όλης της χρονιάς κι έτσι τα βλαστάρια τους είχαν απλωμένα μπροστά τους τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ μεν, αλλά που δεν τα έκαναν κέφι δε. Ενώ η υπόλοιπη πιτσιρικαρία γόγγυζε στην αγορά και μιας ξύστρας ακόμη και τα μολύβια ξύνονταν από τους έχοντες και κατέχοντες στο σχολείο, γιατί αν η μύτη έσπαζε στο σπίτι, χρέη ξύστρας έκανε η μάνα με ένα μαχαίρι! Οπότε οι «γαμπροί» αυτής της συνομοταξίας ήταν χαμένοι από χέρι.
Έβλεπε, ας πούμε ο Μανωλάκης, το κορίτσι του αφηρημένο και αδιάφορο, που δεν ήταν φτιαγμένο από τέτοια υλικά ώστε να λέει: «τον Μανωλάκη μου και μίαν καλύβα», και έλιωνε και μαράζωνε το αγόρι. Γιατί η Ελενίτσα του το ήξερε ότι τις είχε πια βαρεθεί τις καλύβες, τις μιζέριες και τους Μανωλάκηδες, κατάλοιπα των δύο φρικτών πολέμων. Όχι πως την Ελενίτσα την τραβούσαν τα βουτυρόπαιδα των τελευταίων θρανίων, τελευταίοι μαθητές και οι ίδιοι, αλλά θαύμαζε την απλοχεριά και το χάρισμα πολύτιμων αγαθών, ενώ σπίτι της η αγορά ενός τετραδίου και η γραφή σ’ αυτό έμοιαζε γιορτή.
Προσφορά λοιπόν. Εμ, πώς αλλιώς να ρίξουν τα κορίτσια βρε κουτό; Με την εξυπνάδα τους. ΔΕΝ τους ΠΕΡΙΣΣΕΥΕ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΦΑΝΕΡΟ. Μόνο με το μοίρασμα της σχολικής πραμάτειας, και στους γονείς τους θα έλεγαν απλά να αγοράσουν καινούρια.
Ο Μανωλάκης και οι συν αυτώ να πέσουν του θανατά. Τούτα τα δώρα δεν μπορούσαν να τα αντιπαλέψουν ούτε με μια ζωγραφιά τους, ούτε με ένα τους ποιηματάκι, ούτε με ένα λουλουδάκι ολόφρεσκο από τον κήπο του σπιτιού τους. Ίσως να περίμεναν και να ήλπιζαν ΑΡΝΗΣΗ των κοριτσιών να δεχθούν τους Αχαιούς και δώρα φέροντες. Μα αυτές τα δέχτηκαν και η πίκρα των Μανωλάκηδων τόσο μεγάλη και τόσο κραυγαλέα που έφτασε μέχρι τα αυτιά της κυρίας Διευθύντριας, που βέβαια άστραψε και βρόντηξε. Άλλοι είπαν ότι δεν τα άκουσε η ίδια, αλλά της τα σφύριξαν καλοθελητές, Αυτοί, πάντοτε υπάρχουν. Ποιος ξέρει; Μπορεί.
Θυμάμαι ήρθαν στο Σχολείο μας οι γονείς των… Αχαιών(!), παρατάχθηκαν μπροστά στην έδρα με τον δήμιο ανάμεσά τους και οι μαθητέςν σαν βρεγμένες γάτες, περίμεναν την ετυμηγορία του ανώτατου δικαστηρίου που ήξεραν εκ των προτέρων ποια θα ήταν. Εδώ οι ποινές ήταν εξοντωτικές με παραπτώματα αστεία μπροστά στο δικό τους σκάνδαλο. Τους αναγγέλθηκε το ένα σκέλος της τιμωρίας που ήταν να γράψουν μέχρι την επόμενη ημέρα και να φέρουν στο σχολείο 200 φορές τη φράση: «Δε θα ξανακάνω ποτέ μια τέτοια πράξη». Το επόμενο σκέλος έλαβε χώρα, άμα τη αναχωρήσει των γονέων, για να απολαύσει καλύτερα ο θύτης, χωρίς διαμαρτυρίες πιθανόν το δράμα. Είκοσι βεργιές σε κάθε χέρι και δυνατές. ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΣΤΗ 18Η, ΟΤΑΝ ΟΙ ΧΟΥΦΤΕΣ ΕΙΧΑΝ ΜΑΤΩΣΕΙ ΠΙΑ. Και όταν τελείωσε το θεάρεστο έργο της, διέταξε να σταθούν στη γωνία της αίθουσας ανάποδα στον τοίχο τα παιδιά. Η τέλεια ξεφτίλα, ούτε εγκληματίες να ήταν. Θυμάμαι ότι δέχτηκαν τα παιδιά την τιμωρία τους χωρίς να κάνουν ένα αχ και αυτό θαρρείς ερέθιζε περισσότερο την κυρία δήμιο. Ο άφατος πόνος των παιδιών και η σιωπή τους μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα μας είχε όλους συγκλονίσει και θυμάμαι έναν συμμαθητή μας που ορκίστηκε ενώπιον όλων μας να εκδικηθεί μια μέρα.
Εβδομήντα χρόνια φεύγα από το δραματικό τούτο γεγονός και το θυμάμαι θαρρείς και έγινε πρόσφατα. ΤΟΣΗ ήταν η έντασή του.
Ο νεαρός συμμαθητής μας που ορκίστηκε εκδίκηση άλλο πια δεν είχε στον νου του. Δεν ονειρευόταν σαν όλους μας να γίνει αστροναύτης, ακροβάτης, ηθοποιός, αλλά εγκληματίας με μόνο ένα και μοναδικό θύμα στην καριέρα του, την απαίσια αυτή γυναίκα. Μηχανευόταν νύχτα μέρα τρόπους εξόντωσής της και κανέναν δεν τον εύρισκε αντάξιο της τιμωρίας της. Το. παιδί, είχε ανάγκη βοήθειας ιατρικής πια, αλλά εκείνη την εποχή ο ψυχολόγος ήταν γνωστός μόνο στις ντίβες του αμερικάνικου σινεμά. Άγνωστος αυτός ο κλάδος της Ιατρικής ακόμη και στα Πανεπιστήμιά μας.
Ιδού, λοιπόν, τα αποτελέσματα μιας κακής συμπεριφοράς εκπαιδευτικού, γεννά εγκληματίες.
Το σχέδιο που εξύφαινε στο αγανακτισμένο μυαλό του ήταν το εξής και δεν το είχε κρυφό. Θα έστηνε έναν καλά τεντωμένο διαφανή σπάγκο από τις δυο μεριές του δρόμου που σίγουρα τον περνούσε καθημερινώς μετά το κλείσιμο του σχολείου, εκεί γύρω στις 6 το απόγευμα που τον χειμώνα ήταν ήδη σκοτάδι, και έτσι άτσαλα, ατσούμπαλα και γρήγορα που βάδιζε η Διευθύντρια θα έπεφτε πάνω του και θα έσπαζε την χοντροκομμένη κεφάλα της, που σκεπτόταν μόνο το κακό αθώων πλασμάτων, που τραυμάτιζε όχι μόνο το σώμα μα και την ψυχή τους, κυρίως αυτήν.
Η δυσκολία έγκειτο στο γεγονός της ύπαρξης ή μη και άλλων διαβατών την κρίσιμη στιγμή. Και αυτό ήταν το σημείο που επεξεργαζόταν «Να την δω, θεέ μου, να σκάει σαν καρπούζι και να ξεβρακώνεται η χοντροκωλάρα της και άλλο τίποτα δεν επιθυμώ στη ζωή μου», προσευχόταν σε έναν δικό του θεό, όποιας θρησκείας δεν τον ένοιαζε, αρκεί να συμφωνούσε με τα εκδικητικά του σχέδια. «Να την δω να κλαίει από πόνο, να τον γνωρίσει επιτέλους, μπας και συμμορφωθεί και απαλύνει το μένος της, κατά άκακων αμνών που θεωρεί όχι απλά ποίμνιό της αλλά και απόλυτο άρχοντα επί της κεφαλής τους, που υποτίθεται η πολιτεία την είχε τάξει να μορφώσει». Και συνέχιζε: «Και αν τελικά γίνει γνωστή η πράξη μου από κάποιον σας, που θα με προδώσει και υποστώ την χειρότερη τιμωρία που θα σκαρφιστεί η κεφάλα της, δεν θα είναι τίποτα μπροστά στη χαρά που θα νιώσω με το να πετύχω το ξεβράκωμά της. Σκέφτεστε ρε να μη φοράει λέει και βρακί, τι τρόμο θα πάρουν τα μυρμήγκια από κάτω της!!! Χα χα χα χααααα».
Ένα παιδί δέκα μόλις χρόνων, από τα πλέον ήσυχα και διαβαστερά, είχε καταφέρει μια άχρηστη δασκάλα να το κάνει να εξυφαίνει δολοφονικά σχέδια. Απίστευτο.
Ήμουν η κολλητή του φίλη και γνώριζα τα πάντα για τις προθέσεις του και τις κινήσεις του. Η θέση μου πολύ δύσκολη. Αν συναινούσα στα δολοφονικά του σχέδια θα έφερα και την ευθύνη που δεν απέτρεψα ένα παιδόπουλο από το να καταστρέψει την άγουρη ζωή του, πριν καν αρχίσει να τη ζει. Ήμουνα η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος και κατά κανέναν τρόπο δεν ήμουν άμοιρη ευθυνών άλλης αιτιολογίας.
Τώρα πια σκέπτομαι ότι κάπως έτσι ενεργούν όλοι οι αδικημένοι της γης, τρομοκράτες, κουκουλοφόροι και μη. Θεωρούν σαν μιαρά ορισμένα άτομα και υποχρέωσή τους να απαλλάξουν την κοινωνία από την θλιβερή παρουσία τους. Μα πώς να πείσεις και αυτούς τους φανατικούς ότι κανείς πέραν του αξιότιμου Χάροντα αλλά και αυτού κατόπιν άνωθεν εντολής δεν έχει το δικαίωμα αφαίρεσης μιας ανθρώπινης ύπαρξης; Γίνονται μικροί Θεοί και με μπροστάρη το μίσος αφαιρούν ζωές.
Κοίτα όμως τώρα μια συνωμοσία που μετήλθε το Σύμπαν με τους συνωμοσιολόγους του, παίρνοντας στους δικούς του ΩΜΟΥΣ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΟΣΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ.
Ένα σούρουπο που ο φίλος μου έκρινε ως ιδανικό, τοποθετήθηκε το νήμα το αόρατο, πατέντα που θα την ζήλευε η κόζα νόστρα ή τα τσιράκια του Αλ Καπόνε. Μόνο που η μουστακαλού Διευθύντρια δεν έπεσε πάνω σ’ αυτό, αλλά σκόνταψε ένα μέτρο μακριά του, πάνω σε μια κοτρώνα που δεν είδε, ή που το Σύμπαν έκανε να μη δει, κουτρουβαλιάστηκε, έσπασε τη λεκάνη της, εκτός της κεφαλής της, και έμεινε ξερή.
Και άκουσον άκουσον ήταν ο φίλος μου τελικά που την έσωσε ειδοποιώντας το 166 και κερδίζοντας χρόνο άμεσης αντιμετώπισης του τραυματισμού της, γιατί, όπως είπαν οι γιατροί, αν δεν ειδοποιούσε ο μικρός, πριν είναι αργά, θα είχε επέλθει το μοιραίο πριν μπορέσουν να τη βοηθήσουν οι γιατροί.
Ο μικρός μαθητής είχε ονειρευτεί να τη δει να υποφέρει.
Και τώρα θα υπέφερε μα όχι εξαιτίας του, υπάρχει διαφορά.
Τι δεν καταλάβατε βρε παιδιά;
–
γράφει Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
Λένα μου, μήπως να μαζεύαμε όλες τις ιστορίες των μαθητικών μας χρόνων με τις τιμωρίες, τους αυστηρούς δασκάλους και τα αντίποινα των μικρών μαθητών σε ένα βιβλίο; Πλούσιο σε ιστορίες θα ήταν. την ιστορία σου την απόλαυσα. Καλό μεσημέρι!
Χριστινάκι δεν σού κρύβω ότι την αφορμή για να γράψω τούτο το κείμενο μού την έδωσε η δική σου ιστορία πριν λίγο καιρό. ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ καθόλου κακιά ιδέα να γραφτεί ένα τέτοιο βιβλίο και ας το είπες χαριτολογώντας εσύ. Για να το σκεφτούμε λίγο Σουλελάκι μου.
Πρόταση στο βιβλιονετ για έναν νέο τίτλο σπουδής ή μιας καινούργιας δράσης: “Τα χρόνια τα μαθητικά”.
Ευχαριστούμε για την πρόταση Χριστίνα!