– Τι είναι τούτη, βρε! Το μισό δρόμο έκλεισε η γυναίκα!
– Α, η χοντρή Βαγγελιώ είναι!
– Μόνο χοντρή; Δεν έχω δει τόσο κρέας πάνω σε άνθρωπο! Έτσι ήταν πάντα;
– Έτσι τη θυμάμαι. Χρόνια τώρα την τρέχει ο έρμος ο άντρας της…
– Πού την τρέχει;
– Στους γιατρούς, να χάσει κιλά.
– Καλύτερα να τη ντύνει αυτήν, παρά να την ταΐζει.
– Κι αν τον δεις εκείνον, μια μπουκιά αντράκι είναι ο Χαραλάμπης! Μικροκαμωμένος και φτενός. Ένα κεφάλι κάτω απ’ αυτήν!
Περνούσε με αργό, λιτανείας βηματισμό ο θηλυκός Βούδας. Το εκτόπισμά της τεράστιο, πληθωρικά τα κυβικά της. Τους δύο άντρες που έπιναν τον καφέ τους στο μπαλκόνι και τη σχολίαζαν χαμηλόφωνα δεν τους αντιλήφθηκε. Συνέχισε ανυποψίαστη τη χελωνίσια περπατησιά της.
Σχεδόν κάθε απόγευμα έπαιρνε το δρόμο για το μπακάλικο να ξεσκάσει λίγο! Έφτανε εκεί κατά τις τέσσερις και μισή. Μόλις άνοιγε για απόγευμα το μαγαζί. Άραζε για καμιά ωρίτσα, όσο δεν είχε κίνηση. Μετά έφευγε, γιατί ο κόσμος που ψώνιζε τη “σχολίαζε” με το βλέμμα και το ένιωθε…
Ζητούσε μια κρύα γκαζόζα με καλαμάκι. Την έπινε αργά –αργά και ξαπόσταινε. Δυο τετράγωνα δρόμος ήταν, ωστόσο αρκετά κοπιαστικός. Το περίσσιο βάρος την κούραζε πολύ. Σκλάβα στο ίδιο της το σώμα, κουβαλούσε τις αλυσίδες της σαν κατάδικος εδώ και εικοσιπέντε χρόνια. Πενηντάρα πια είχε χτυπήσει εκατόν εξήντα κιλά.
Η κακή κληρονομιά έμεινε από τη δεύτερη γέννα της. Έκανε δύσκολα τ΄ αγόρι της κι έμεινε έξι μήνες στο κρεβάτι με γυναικολογικές επιπλοκές. Δεν έλεγε να αναλάβει. Μέχρι που είπαν θα πεθάνει η καημένη η Βαγγελίτσα. Όταν πια άρχισε να συνέρχεται, όλοι ανακουφίστηκαν. Τον είχε κερδίσει τον πόλεμο. Το μόνο που θύμιζε τις δύσκολες μέρες ήταν αυτά τα καταραμένα πάχη που κόλλησαν πάνω της. Τα όμορφα χαρακτηριστικά της, ωστόσο, δεν είχαν χαθεί. Μαύρα κατσαρά μαλλιά και μαύρα μάτια, με φρύδια γαϊτάνια και καλοσχηματισμένα χείλη. Ήταν ομορφονιά, ακόμα και τώρα που είχε ανακατέψει τα μεγέθη.
Τα κιλά της δεύτερης εγκυμοσύνης της όχι μόνο δεν έφυγαν, αλλά έφεραν άλλα τόσα μέσα σε ένα χρόνο. Το σώμα της έγινε πύργος. Χυτή από τους ώμους ως κάτω στα πόδια. Πάνω στο χοντροχτισμένο σβέρκο στεκόταν ένα κεφάλι δυσανάλογα μικρό για τέτοιο θεόρατο σώμα.
Παχύσαρκη είχε γίνει, αλλά κομπλεξική ποτέ! Ο αυτοσαρκασμός της ήταν ανελέητος! Τα σχόλιά της για το πάχος της έκλειναν πάντα με ένα τρανταχτό γέλιο και έκλειναν τα στόματα των κακεντρεχών. Ετοιμόλογη και ντόμπρα, δεν άφηνε απλήρωτο όποιον την προσέβαλε!
Στη λαϊκή κάποιος αγενής είχε πει μεγαλόφωνα:
– Βγήκαν οι νταλίκες και φράκαραν το δρόμο!
– Ναι, τρέξε να σωθείς! Θα πατήσουν τα γαϊδούρια σαν εσένα, είχε πει εκείνη.
Ο αγενής άνοιξε βήμα κι εξαφανίστηκε, καθώς τον αποπήρανε και δυο περαστικοί.
Η Βαγγελιώ μετρούσε τις αντιδράσεις όσων την αντίκρυζαν! Δεν ήταν «αφασία». Οι πιο συγκρατημένοι έπαιρναν το αμήχανο βλέμμα τους από πάνω της προσποιούμενοι τους αδιάφορους. Άλλοι, αντίθετα, κολλούσαν το μάτι πάνω της και δεν έκρυβαν την αλγεινή εντύπωσή τους. Υπήρχαν κι οι ανάγωγοι που ψιθύριζαν κάτι προσβλητικό και μειωτικό στην υπέρβαρη γυναίκα! Νεότερη ξεσπούσε σε κλάματα, δεν μπορούσε να τα διαχειριστεί αυτά. Τώρα, είχε περάσει στην αντεπίθεση.
-Σ’ όποιον αρέσουμε, σκεφτόταν.
Τα χρόνια εκείνα, δεκαετία του εβδομήντα, τα «θαύματα» της σύγχρονης βαριατρικής δεν είχαν εμφανιστεί, η απώλεια τόσου παθολογικού πάχους ήταν σχεδόν αδύνατη. Απελπισμένη, είχε κάποτε αποπειραθεί να θέσει τέρμα στη ζωή της παίρνοντας είκοσι ηρεμιστικά μαζί, αλλά το ομολόγησε πανικόβλητη στο Χαραλάμπη. Την έτρεξε εκείνος και σώθηκε. Αποφάσισε να ζήσει για τα παιδιά της κι ας κορόιδευε η κοινωνία τα χάλια της! Στο κάτω κάτω ήταν γλυκιά η ζωή ακόμα και με τις αλυσίδες του πάχους.
-Κάνε κάτι , Βαγγελιώ, της έλεγαν με ευκολία διάφοροι. Μην τρως, να χάσεις λίγο.
Όλοι έδιναν πρόθυμα τις συμβουλές τους! Την πλήγωνε η ευκολία των αζήτητων προτροπών και ιδίως η ύπουλη περιφρόνηση που έκρυβαν, με πρόσχημα το ενδιαφέρον για την υγεία της.
Η μπακάλισσα όμως ήταν προσεκτική. Ένιωθε πόσο χαλούσε τη γυναίκα το θέμα των κιλών της. Καμιά φορά ερχόταν και σ΄ αυτό το επίμαχο θέμα η κουβέντα τους. Τότε από μόνη της η Βαγγελιώ αναφέρονταν στον άνισο αγώνα της με την πείνα. Όλα όμως τέλειωναν με γέλιο, αφού το χιούμορ της έδινε ρέστα.
-Ψάχνω να βρω την πόρτα να το σκάσω, αλλά είναι κλειδωμένη. Από την κλειδαρότρυπα , δε χωράω, Αναστασία μου!
Με το Χαραλάμπη πάλι έπαιζε κρυφτούλι. Τάχα κέρβερος εκείνος, τάχα στη δίαιτα εκείνη. Κάθε πρωί της άφηνε την παρακαταθήκη του το αντράκι.
-Φεύγω, το νου σου! Κράτα όρεξη να φάμε σαν άνθρωποι το μεσημέρι, τρυφερά τη μάλωνε.
-Ένα μήλο κι ένα γιαούρτι, Χαραλάμπη μου! Να, μα το Θεό! Κι έκανε ένα μεγάλο σταυρό πάνω στο ατέλειωτο μπούστο της!
-Κι αντέχεις ως το μεσημέρι; Δύσκολο μου φαίνεται, Βαγγελιώ μου!
-Φεύγει χτες ο Χαράλαμπος, πιάνω το μήλο και το γιαούρτι, Αναστασία μου! Λες και τα πέταξα στο γκρεμό! Το στομάχι δεν πήρε πρέφα! Άδειο ήταν κι άδειο έμεινε.
-Με κάνεις να γελώ, έτσι που τα λες, Βαγγελίτσα μου! Αχ, να είσαι καλά με τα αστεία σου!
-Ως τις δώδεκα πάλευα. Μου ήρθε μια ζάλη, λες κι ήμουν άλλη! Τρέμουλο! Πείνα και νηστικάδα! Αντέχεται; Με τίποτα! Μύρισε και της γειτόνισσας το τηγάνι και με ξελίγωσε, πανάθεμά την!
Βάζω τηγάνι, Αναστασία μου! Θα ψήσω τους κεφτέδες, λέω! Τι τώρα, τι σε δυο ώρες; Ούτε ένα, ούτε δύο… αλλά πέντε! Τα κεφτεδάκια έγιναν όνειρο! Ρίχνω και πέντε αυγουλάκια στο λάδι κι εκείνη την ωραία φέτα που πήρα χτες. Μοσχοβόλησε το σπίτι. Λιανίζω και μια ντοματοσαλάτα. Παίρνω παραμάσχαλα και το ψωμάκι! Μισή φραντζόλα και βάλε!
-Βαγγελιώ, το Θεό σου δεν έχεις, αν το μάθει ο άντρας σου… αυτός νομίζει…
-Έ, άσε τι νομίζει! Σιγά μην τον αφήσω εγώ να μάθει. Ήρθε ο φουκαράς στις τρεις νηστικός και λέει
– Βάλε , Βαγγελιώ να φάμε! Θα βάλω εγώ το ουζάκι για μένα και για σένα! Με τέτοιους κεφτέδες αμαρτία να τρώω εγώ κι εσύ να κοιτάς! Θα το πιούμε κι ένα ουζάκι σήμερα!
Εμένα τίγκα το στομάχι ως το λαιμό πάνω! Δεν έπαιρνε μπουκιά παραπάνω.
– Μωρέ Χαραλάμπη μου, δεν κάνει, θα με βλάψει!
-Άντε, μια στις τόσες δεν πειράζει! Φέρε το πιάτο. Πείνασα πολύ σήμερα, παιδεύτηκα στον Καραπάγγο! Όλα τα ξήλωσα κι έβαλα καινούργια στο μαγαζί του. Έχω μια λόρδα, άλλο πράμα!
– Τρώγε εσύ, εγώ δεν πεινάω σήμερα! Δεν περνούσα βρύσες, βλέπεις!
– Σώπα μωρέ! Κάτσε να το φχαριστηθούμε! Πατριωτικά το πήρες, μου φαίνεται. Εσένα ποτέ δε σου κόπηκε η όρεξη.
-Σήμερα μου κόπηκε, θαρρώ!
-Έλα, άνοιξε το στοματάκι σου, αυτό τον κεφτέ από τα χεράκια μου!
– Ουφ, τι έχω, δεν κατεβαίνει μπουκιά! Μη με ζορίζεις… Θα με κάνεις να ξεράσω, μη με ζορίζεις, Χριστιανέ μου!
– Είπαμε να το ράψεις το ρημάδι, αλλά γιαβάς γιαβάς, βρε αδερφέ! Απότομα, θα πάθεις τίποτα! Έλα και μια πατατούλα, άνοιξε το στόμα σου!
– Χαράλαμπε, ανακατεύομαι… Ή άρρωστη είμαι ή θ΄ αρρωστήσω! Ααααχ!
-Αμάν, η γυναίκα μου δε θέλει να φάει! Έλα, μην κάνεις τσαλίμια! Πάρε και λίγη φέτα να μου κάνεις παρέα.
Και δώσ΄ του να με μπουκώνει ο άνθρωπος. Δεν ήξερα πώς να ξεγλιστρήσω!
Τι να κάνω, να φανερώσω πως κατέβασα τον αγλέορα μόλις δυο ωρίτσες μπροστά;
Πού να φανταστεί ο καημενούλης την αιτία;
-Τον ξεγελάς το Χαραλάμπη μια χαρά. Αχ, να σε δω μέχρι πότε!
-Κι εγώ το ίδιο λέω! Μέχρι πότε θα ξεγελώ και τον εαυτό μου και το Χαραλάμπη! Δε βαριέσαι, χορτάτη θα πάω!
Όλοι στη γειτονιά έλεγαν, η χοντρή θα “πάει” στον ύπνο, η καρδιά θα την προδώσει. Χήρο θα τον αφήσει τον υδραυλικό! Σε πείσμα όλων, ο λεπτός και σβέλτος Χαραλάμπης έφυγε πρώτος για τη γειτονιά των αγγέλων. Να φτιάχνει τα υδραυλικά στον Παράδεισο και να πίνει ουζάκι με τον Άγιο Πέτρο.
Η Βαγγελιώ έζησε άλλα είκοσι χρόνια. Έφυγε στα ογδόντα της χορτάτη!
_
γράφει η Θεοπούλα Γκαϊντατζή
Το ευχαριστήθηκα πάααααραααα πολύ το κείμενο σας! Μου αρεσε που ήταν πληθωρικό και αληθινό…σαν τη Βαγγελιώ!
Χαίρομαο πολύ που σας άρεσε! Ευχαριστώ για το θετικό σχόλιο!
Θα συμφωνήσω με την Ειρήνη. Πληθωρικό και αληθινό σαν τη Βαγγελιώ! Απολαυστικό σε διαλόγους και περιγραφές.
Να είστε καλά, με χαροποιεί που σας άρεσε!
<3
Να είσαι καλά!
Ζωντανοί διάλογοι που κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη καθ’όλη τη διάρκεια! Εύγε!
Ευχαριστώ πολύ!
Διαβάστηκε μονορούφι!!
Πόσο χαίρομαι!
Απολαυστικότατο , τρυφερό, γλαφυρό, ζωντανό και ανθρώπινο!
Να είστε καλά!
με γύρισε χρόνια πίσω κ μου θύμησε άλλες εποχές πιο αληθινές κ αυθεντικές όπως αυθεντική είναι κ η γραφή!!!μπράβο στη Βαγγελιώ,μπράβο κ στη συγγραφέα!!!
Thanks so much!
Καταπληκτικό Θεοπούλα, πάντα τέτοια να μας γράφεις!!!!!!!
Ευχαριστώ θερμά, Λίλα!
Εύγε! Πολύ απολαυστικό❣
Να είστε καλά για ντο θετικό σχόλιο!
Υπέροχος γλαφυρός λόγος!
Χαίρομαι ιδιαίτερα, αγαπητή μου!
πολυ ωραια γραφη που σε τραβαει και σε κραταει.!!!!!!!!!!!!!!!
Εκτιμώ πολύ τη θετική απήχηση, αγαπητή!
Εύγε!
Να είστε καλά!
Συγχαρητήρια!!!!! Πολύ καλό!!!!!!
Συγχαρητήρια!!!!! Μπράβο!!!!!
Μου άρεσε, το απήλαυσα!
πολύ ζωντανό κείμενο! Όλοι οι διάλογοι πλούσιοι, μεταφέρουν τον αναγνώστη στο σκηνικό! και το λεξιλόγιο πολύ καλό
Πολύ ωραίο Θεοπούλα μου…γράφε. ..
Μπράβο πολύ όμορφο κείμενο! Επέχει μια νοσταλγική διάθεση που σε μεταφέρει σε άλλες εποχές! Η περιγραφή των χαρακτήρων τόσο απολαυστική… Ένιωσα σαν να τους εχω γνωρίσει από κοντά! Ευχαριστούμε πολυ Θεοπούλα!!!!
Η Βαγγελιω και τρώει και….ψεύδεται ! Μπραβο μου άρεσε πολυ….
και εις ανώτερα κ.Θεοπούλα ..στους 1000 πόντους παίρνετε απόχη για pokemon 😉
Μπράβο Θεοπούλα, πολύ μου άρεσε!