Αμέριμνες, μοναχικές βραδιές,
π’ αρπάζονται με τις πρώτες συγκινήσεις…
Αχτένιστες, κατσουφιασμένες αναμνήσεις,
που ξεπηδούν σαν τα βατράχια απ’ το χθες.
Κάποιες απρόσμενες, τυχαίες αναφορές…
Μια παρέα φοιτητών που χωρατεύοντας τα πίνουν,
δυο άγνωστοι περαστικοί τα χέρια δίνουν·
κ’ εγώ χαζεύω το καϊμάκι που ’χει ο καφές.
Σάββατο βράδυ στην πλατεία του αϊ-Νικόλα,
καλοκαιράκι μόλις που χάνεται ο ήλιος…
Όσα τηλέφωνα κι αν πήρα, ούτ’ ένας φίλος,
δυο κατοστάρικα στην τσέπη όλα κι όλα.
Μα είχα στα μάτια μου τη φλόγα ακόμα
τον ενθουσιασμό, της άγνοιας το θράσος
―ένα δεντράκι ήμουν, που θα γινόμουν δάσος―
και τη βροχή που αναγεννά το χώμα.
Είχα στην πλάτη μου ένα δισάκι όνειρα,
που όσο περνάει ο καιρός όλο κι αδειάζει·
τώρα η απόγνωση τις νύχτες μου φωνάζει
πως στένεψαν της ζωής τα περιθώρια!
Αρνιότανε η καρδιά το φόβο,
καθ’ αφορμή γινότανε κ’ αιτία,
μία καλώς εννοούμενη αλητεία,
τώρα ωριμάσαμε ―λένε― με τον χρόνο…
Μια σκέψη αποζητάει τον άνθρωπο της…
«Και τι δε θα ’δινα να ξαναζήσω αυτά τα χρόνια!»
τότε που ήθελαν να ’ρθουν τα χελιδόνια,
τώρα συνήθισε η ψυχή το μαρασμό της.
«Παλιά μου χρόνια, πόσο σας έχω επιθυμήσει!»…
Φοιτητής, επαρχιώτης, στην Αθήνα…
Τώρα τα βράδια μου δε μοιάζουν σαν εκείνα·
τη μοναξιά σας την έχω νοσταλγήσει…
Φαίνεται από τότε μου ’γινε συνήθεια
να βγάζω τον εαυτό μου έξω βόλτα,
σαν τότε που χαράζαμε τη ρότα,
μιας ζωής που δεν μας είπε την αλήθεια!
Τώρα τίποτα πια δε με θυμίζει
στη μοναξιά μου την ηθελημένη,
μια μαριονέτα από κλωστή δεμένη
απόμεινε στις πλατείες να γυρίζει…
Εύγε!!