Η λινή κουρτίνα στ’ ανοιχτό παράθυρο λικνίστηκε αιθέρια από τ’ ορμητικό αεράκι του δειλινού. Τέτοια ώρα, καθημερινά, όταν ο ήλιος έσκυβε να φιλήσει την θάλασσα, ο αέρας δυνάμωνε, μαρτυρώντας την αιώνια ένωσή τους. Το μισοσβησμένο τσιγάρο στα χείλη του μετρούσε τις τελευταίες του αναλαμπές. Για μια στιγμή, το βλέμμα του καρφώθηκε στα φτερά του αγριοπερίστερου που προσγειωνόταν στα καλώδια της ΔΕΗ. Τα ζήλευε αυτά
τα φτερά, ζήλευε το πέταγμά τους.
Μόρφασε… Αναζητούσε επίμονα μια σκέψη λευκή στον μαυροπίνακα του μυαλού του. Άναψε νευρικά άλλο ένα τσιγάρο, ρουφώντας με δύναμη τον καπνό. Δολοφονικός σύντροφος πάντα παρών και πρόθυμος να του δοθεί, έσβηνε στα χείλη του ξεχασμένος τις περισσότερες φορές. Περίμενε. Οι χτύποι της καρδιάς του αντηχούσαν ένα-ένα τα δευτερόλεπτα του ρολογιού. Ένιωσε πως ήταν όλος ένα ζευγάρι αυτιά.
Άκουσε το πόμολο της πόρτας να γυρίζει και τ’ απαλά βήματα εκείνης. Περίεργο το πώς αυτό το μικρό πόμολο σήμαινε επανεκκίνηση της μίζερης ζωής του. Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, τα τελευταία χρόνια, η ζωή του μετριόταν σε τετράωρα. Μέρες αφαιρετικές, συμπυκνωμένες σε ώρες λιγοστές που δονούνταν μ’ έντονο παλμό από την παρουσία της και μόνο.
Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που έσπαγε με τις ευλογίες του τον εκούσιο κλοιό της απομόνωσής του μετά το ατύχημα. Η μοναδική γυναίκα που αγάπησε. Έμπαινε στο δωμάτιο και τον έλουζε με το φως της. Είχε μια λάμψη εξωκοσμική, την παρομοίαζε με την Σελήνη. Η μισή πλευρά της αθέατη από εκείνον αφορούσε στην οικογένειά της. Η άλλη μισή ήταν μόνο δική του… Δική τους.
Τον πλησίαζε. Προπομπός του φιλιού που θ’ ακολουθούσε ήταν το άρωμά της. Αγίασμα στο κολασμένο δωμάτιο της ακινησίας του. Έσκυβε και του άφηνε ένα τρυφερό “σε νοιάζομαι” στο τραχύ του δέρμα με τα χείλη της. Του χάιδευε τα μαλλιά, τον άγγιζε στον ώμο… Οι κινήσεις της, ξόρκια πανάρχαια, διέλυαν την σκοτεινιά που τον πλάκωνε όλη μέρα.
Κι εκείνος σ’ αντάλλαγμα της χάριζε το πιο ακριβό του δώρο: το χαμόγελό του. Ποτέ της δεν θα μάντευε πόσο δύσκολη ήταν αυτή η σύσπαση των μυών γύρω από το στόμα του, πόσο εύκολη γινόταν για χάρη της. Ανυπομονούσε να την ακούσει να μιλά. Ένας πρώην πιλότος όπως αυτός, καταδικασμένος πια στα στενά όρια της αναπηρικής του καρέκλας, πετούσε μόνο μέσα από τις ιστορίες που κάθε βράδυ του διηγούνταν. Ιστορίες καθημερινές, αστείες, φανταστικές, εξωπραγματικές, που η ίδια σκαρφιζόταν.
Η φωνή της, βελούδινη, ήταν το μαγικό χαλί που πάνω του ταξίδευε σ’ όλο τον κόσμο.
Ίσως μια μέρα, σύντομα, να τολμούσε ν’ αντικρύσει κατάματα και μ’ αισιοδοξία τον ήλιο, την νέα του πραγματικότητα, την ζωή. Ένιωθε την ευεργετική επίδραση της παρουσίας της παντού: στα χάσματα μέσα του που μίκραιναν, στ’ αγκάθια του νου του που ξεριζώνονταν, στις πληγές της ψυχής του που έκλειναν. Κι ας μην είχαν γευτεί ούτε μια φορά τον σαρκικό έρωτα. Η αγάπη που του πρόσφερε απλόχερα είχε αυτή την μαγική
ιδιότητα…
Γιατί η Αληθινή αγάπη, όπως κι αν την ονομάσεις, όπου κι αν την κατατάξεις, έχει την δύναμη να Θεραπεύει.
–
γράφει η Σαντίνα Δεναξά
Η δύναμη της αγάπης … μαγική …!!! Πολύ όμορφο μπράβο σας!!!