Τα δύο τελευταία της βιβλία στάθηκαν η αφορμή, ο δοτικός και ανοιχτός χαρακτήρας της η αιτία να θέλουμε να μιλάμε μαζί της ξανά και ξανά. Η αγκαλιά που ανοίγει η Ελένη Γκίκα στους ανθρώπους είναι η αγκαλιά που ανοίγουν και τα βιβλία της για να μας κλείσουν και να μας ασφαλίσουν μέσα στις σελίδες τους. Ας την απολαύσουμε σε πρώτο πρόσωπο:
«Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ» το έγραψα όταν…
ήθελα να αδειάσω απ’ ό,τι δικό μου. Για να διαπιστώσω ότι από τα δικά μου, τελικά, και πάλι φαντάσματα στοιχειωνόμουνα. Ήταν μια ιστορία που μου χαρίστηκε από τον τίτλο της. Ένα καλοκαίρι στην παλιά πόλη της Ρόδου. Περίμενα φίλο μου που είχε αργήσει. Αντί να παραγγείλω καφέ, αναζήτησα παγωτό σαν κλασικά λαίμαργη και βρήκα το πιο δελεαστικό με σοκολάτες, φράουλες, αμύγδαλα, μπισκότα και σημαίες! «Μπολερό» έγραφε και, φυσικά, δεν ήταν του Ραβέλ. Τον τίτλο τον κράτησα. Κατόπιν βρήκα και όλο το σκηνικό. Σ’ ένα παλιό ξενοδοχείο στην Πάρο, το σπίτι της Εκάτης. Στα Χαριά της Μάνης, το πυργόσπιτο του Σεμπάστιαν. Στην Πύλη του Άδη, τον πρώτο μου…. φόνο. Ε ο Μπόρχες υπήρχε από πάντοτε μέσα μου. Όπως και η Άλεφ στο Golem. Στήθηκε εντελώς σαν ζοφερό οικοδόμημα. Ένα τετράδιο για το μπερδεμένο τους γενεαλογικό δέντρο. Ένα άλλο για τους αρχαιολογικούς τόπους, τα μαντεία και τους νεκρότοπους όπου θα διεξάγονταν οι φόνοι. Ένα άλλο για τις παρτιτούρες. Κατόπιν τους έβαλα στη σκακιέρα και περίμενα να δω τις κινήσεις τους. Ο Μπόρχες ήταν και πάλι ο λαβύρινθος και ο μίτος τους. Και εκείνοι οι δραπέτες που, τελικά, δεν δραπέτευσαν ποτέ τους. Ό,τι φοβόμαστε επιδιώκουμε με μένος.
Κάθε φορά που τελειώνω ένα βιβλίο…
αισθάνομαι κάπως μετέωρη. Χάνω το βήμα, το σύμπαν, τη σταθερή πανοπλία μου. Ευτυχώς αυτό το παράλληλο σύμπαν πια ξέρω και δεν το εγκαταλείπω ποτέ μου.
Το πιο αγαπημένο δικό μου βιβλίο …
υπάρχει αγαπημένο βιβλίο μας άραγε; Και αν υπήρχε θα ξαναγράφαμε; Το αγαπημένο μας γράφουμε και ξαναγράφουμε. Μήπως και βρούμε κάποια στιγμή κάποτε το όντως «αγαπημένο».
Η Λίλιθ αγαπήθηκε τόσο, νομίζω, επειδή…
είμαστε όλοι μας: Είναι η ερωτευμένη αποστολέας των επιστολών και ο πανίσχυρος παραλήπτης της. Είναι εκείνη η αλλόκοτη ενδιάμεση. Είναι ο μύθος και είναι και η πραγματικότητα. Είναι τα όσα ζήσαμε και όλα όσα ζούμε. Είναι τα βιβλία που αγαπήσαμε και μας διαμορφώσανε. Όλοι τους είναι δημιουργοί και ταυτοχρόνως το δημιούργημα: της εποχής και του έρωτα, της αναγνωστικής πείνας και του τρόμου που μας δημιουργεί η ενδεχόμενη απώλεια, του εαυτού τους, των άλλων. Είναι ο χαμένος παράδεισος. Τον διασώζουμε γράφοντας όλα τα αγαπημένα, τα περασμένα. Γίνονται ιστορία που αντέχει κι έτσι αντέχουμε. Η Λίλιθ υπήρξε, κατά κάποιον τρόπο, η κιβωτός μου. Όσα αγάπησα κι όπου πάτησα. Ό,τι διάβασα, ό,τι μου παραδόθηκε, όσα ήλπισα κι όσα φοβήθηκα. Όσα επιδίωξα και όσα δεν θέλω ποτέ να ξεχάσω. Η λύση στο αίνιγμα που αίνιγμα, εν τέλει, παρέμεινε. Πήρα μια γεύση του. Ενδεχομένως να πήρε μιαν άλλη ο καθένας. Είναι λιγάκι ένα βιβλίο- κινούμενη άμμος. Σα μαγική εικόνα ή ο καθρέφτης μας. Παραμυθένιο γι’ άλλους, ερωτικό για κάποιους, για μένα υπαρξιακό θρίλερ. Παζλ, η ζωή που έζησα και δεν έζησα, ο καθρέφτης που αλλάζει το πρόσωπό μου και όλα τα πρόσωπα γύρω μου με τον χρόνο. Το βιβλίο που θα διαβάζω όταν ξεχάσω, για να θυμάμαι. Ό,τι ποτέ, ενδεχομένως, και να μην υπήρξε. Έστω εκείνο που κατασκεύασα. Ναι, θα μπορούσα με την Λίλιθ να κάνω φινάλε.
Οι φίλοι μου…
είναι η οικογένεια που επέλεξα. Ό,τι με κάνει αστεία, παράτολμη, ανθεκτική και γενναία. Έχω φίλους ζωής, μαζί μεγαλώνουμε, περνάμε τα όμορφα μαζί, μαζί και τις μπόρες. Είμαι εδώ για κείνους και εκείνοι για μένα. Όπως είναι και όπως μας κάνει ο χρόνος. Χαιρόμαστε, κλαίμε, δεν κάνουμε τίποτα, ταξιδεύουμε, διαβάζουμε, αποχαιρετούμε μαζί τους αγαπημένους. Χωρίς τους φίλους μου δεν θα είχα καν πρόσωπο.
Ό,τι φοβόμαστε επιδιώκουμε με μένος.
0 Σχόλια