«Listen to the tales and romanticize how we follow the path of the hero…», άρχισα να μουρμουρίζω καθώς κοίταζα την παγωμένη εικόνα έξω απ’ το παράθυρο του δωματίου. Πάντα μου έλεγε πως είχα ωραία φωνή, πάντα με συμπλήρωνε σ’ όσα τραγουδούσα. Μου έλειπε η κιθάρα μου εκείνο το πρωί, μου έλειπαν τα πράγματα μου, μου έλειπαν πολλά. Όμως είχα τον πόνο. Εκείνον τον πόνο που μου θύμιζε πως η ζωή δεν είχε τελειώσει.
Είχα καταδικαστεί από ένα δικαστήριο που δεν αναγνώριζα για ένα έγκλημα που ούτε ξέρω πότε τέλεσα, ούτε και ποιος νόμος το τιμωρεί. Η απόφαση πάρθηκε σε μία και μόνη στιγμή. Απαίσιες οι αναμνήσεις μου, παρέμεναν εκεί για να μου θυμίζουν τα όσα αρνιόμουν να αποδεχτώ. Φώτα, στρίγκλισμα ελαστικών, κάποιον να φωνάζει «όχι» κι έπειτα σκοτάδι. Αποσπασματικές εικόνες. Παγωμένη άσφαλτος. Μια γεύση από σίδηρο. Πόνος με κάθε εισπνοή. Κατάρρευση. Σειρήνα ασθενοφόρου. Κανείς για μένα.
Μουρμουράω την μελωδία. Πα πα πα παμ. Πα πα πα παμ. Πα πα πα παμ. Πα πα πα παμ. Σαν στρατιωτικό εμβατήριο ένα πράγμα. Ακούω τους μυστήριους ήχους με τον νου μου. Ταξιδεύω μακριά. Σε άλλες εικόνες, σ’ άλλες εποχές. Σε βλέπω με το μάτι της φαντασίας μου να μου χαμογελάς από μακριά. «Τhis little light of mine, a gift you passed on to me…», ψιθυρίζω σαν να ψέλνω κι έπειτα γυρνάνε οι εικόνες στο μυαλό μου. «Σκατά!», ουρλιάζω άηχα και κάνω να σηκωθώ. Παλεύω να κερδίσω τον πόνο. Δεν κερδίζεται. Τον έχω σε κάθε ανάσα. Μια νοσοκόμα μπαίνει στο δωμάτιο. Προσπαθεί να με ηρεμήσει. Μου μιλάει, μα δεν καταλαβαίνω τί λέει. Έχω ξεχάσει και πως με λένε και τι γλώσσα μιλάω. Μου χαμογελάσει γαλήνια. Βγαίνει από μέσα ο καλός μου εαυτός. Χαλαρώνω. Μου δένει τα χέρια στο κρεβάτι. Σφίγγω τα μάτια μου απ’ τον πόνο, προσπαθώ να μιλήσω, δεν θυμάμαι τίποτα, παρά σπασμένα τραγούδια που συντροφεύουν γλυκές και βάρβαρες εικόνες. Το κομμάτι συνεχίζει να παίζει στο μυαλό μου. Βάζω τα κλάματα. Πονάω οικτρά. Αποκοιμιέμαι.
Χαράματα και κάτι, με ξυπνάει ήχος βροχής και αστραπές. Βουκολικό το σκηνικό έξω από το παράθυρο, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τίποτα κι όμως βλέπω τις τριανταφυλλιές να χτυπιούνται μεταξύ τους αλύπητα και το παγκάκι να δέρνεται από την βροχή. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και πονάω. Δεν πέθανα, αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη ανακούφιση, να γλιτώσω από πόνο και αναμνήσεις. Δεν έχει έρθει να με δει κανένας τόσες μέρες, ή εγώ δεν αναγνωρίζω όσους μπαίνουν στο δωμάτιο. Μόνο αυτή η νοσοκόμα είναι καλή. Έχει πλάκα. Χαμογελάει, λέει τα δικά της, ξέρει ότι δεν την καταλαβαίνω, αλλά συνεχίζει. Για κάποιο λόγο επιμένει. Όπως επιμένω κι εγώ να αποδεχτώ πια πως δεν έχω πεθάνει.
Μυστήριο πράγμα το μυαλό, κλείνει αντί να καταρρεύσει. Κατεβάζει ρολά και δεν μας αφήνει να δούμε όσα θέλουμε. Ζούμε μόνο όσα αντέχουμε, γιατί όσα δεν αντέχουμε έρχονται μόνο όταν έχουμε αποκτήσει την απαιτούμενη αντοχή για να τα ζήσουμε. Εγώ δεν ξέρω πού έκανα λάθος και ήρθαν όλα τόσο στραβά. Αρνείται το μυαλό μου να θυμηθεί και ξέρω πως είναι στραβή η κατάσταση γιατί μ’ έχουν δέσει σε κρεβάτι νοσοκομείου.
Κλείνω τα μάτια και παλεύω με τον λογισμό μου. Όμορφο χαμόγελο, δειλό. Ναι, αυτό το θυμάμαι. Κόκκινα μάγουλα, εκδηλωτικό άτομο, αλλά ντροπαλό ταυτόχρονα. Ποτέ δεν καταλάβαινε το χιούμορ μου. Το άλλαξα. Για κάποιο λόγο που αδυνατώ τώρα να θυμηθώ, κοιμόμασταν μαζί. Σ’ ένα στρώμα στο πάτωμα ενός μικρού δωματίου. Αγκαλιασμένοι σφιχτά. Ένα βράδυ ή κάθε βράδυ; Νομίζω κάθε βράδυ. Μυστήρια μυρωδιά. Σαν εσπρέσο και φρεσκοψημένα μπισκότα κανέλας. Πιασμένο το μαλλί αλογοουρά για να μην μ’ ενοχλεί στον ύπνο. Ξυπνούσα για να δώσω ένα φιλί κι ύστερα έκλεινα τα μάτια. Θυμάμαι την κιθάρα μου πεντακάθαρα. Θυμάμαι πως έπαιζε ντραμς. Κάναμε διασκευές για να περνάει η ώρα μας. Γι αυτό κοιμόμασταν στο στρώμα. Έπρεπε να χωρέσουν τα ντραμς στο δωμάτιο.
Γιατί μέναμε μαζί; Νομίζω πως υπήρχε κι ένα αγέννητο παιδί στην μέση, μα σ’ εκείνη την σκονισμένη γωνιά του μυαλού μου, έχει μπει μια τεράστια πόρτα μ’ αμπάρες και το λιγοστό φως που προσπαθώ να ρίξω μέσα δεν αρκεί για να δω καθαρά. Θυμάμαι όμως συζητήσεις, τις γυροφέρνω για να δω πόσα θα καταφέρω να ανακαλύψω. Σαν να μαθαίνω τον κόσμο απ’ την αρχή.
«Τι θα κάνουμε, Θάνο;»
«Τι θέλεις να κάνουμε;»
«Θα το κρατήσουμε;»
«Έχουμε επιλογή;»
«Πολλές επιλογές και το ξέρεις»
«Μονόδρομος είναι, Ελπίδα. Μονόδρομος»
«Σταυροδρόμι είναι ακόμη»
«Τις απόψεις μου τις ξέρεις. Παραμένω εδώ με παιδί ή χωρίς παιδί»
«Θέλω χρόνο, Θάνο. Χρόνο»
«Όσο θες»
«Έχω κάνει λάθη…»
«Πέρασε πια. Ξέχασέ το»
Και εκεί μουδιάζει το μυαλό, χάνεται η ανάμνηση, σβήνουν τα φώτα και μένω στο σκοτάδι. Ποια ήταν τα λάθη και τί έπρεπε να ξεχαστεί; Δεν μπορώ να το καταλάβω. Ανατέλλει ο ήλιος κι ακόμη βρέχει έξω. Δεν μπορώ να καταλάβω ούτε τί εποχή έχουμε. Παγωμένη η ψυχή μου, το ίδιο μου κάνει αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι. Ο πόνος έχει κάπως υποχωρήσει, δεν με τσακίζει η κάθε μου ανάσα. Κοιμάμαι για μερικές ώρες. Ξυπνάω μεσημέρι. Τρώω με το ζόρι την άθλια σούπα. Μ’ εκνευρίζει η νοσοκόμα που δεν μ’ αφήνει να φάω με την ησυχία μου. «Άσε με κοπέλα μου, μπορώ να το πιάσω το κουτάλι και να φάω», μου έρχεται να της πω, αλλά δεν βγαίνει η φωνή απ’ το λαρύγγι.
Της κάνω νόημα με τα μάτια να μ’ αφήσει στην ησυχία μου. Παράξενος μορφασμός. Σφίγγει τα χείλη, κοκκινίζουν τα μάγουλά της, υγραίνονται τα μάτια της, κάτι μου λέει, δεν το καταλαβαίνω. Βροντάνε αμπάρες στο μυαλό μου. Θυμάμαι έναν καυγά, μα όχι την αιτία του. Πρώτο χτύπημα στην πλάτη. Οξύς πόνος, μου κόπηκε η ανάσα, δεν μπορούσα ούτε να φωνάξω. Δεύτερο χτύπημα. Το πρώτο πράγμα που έπιασε ήταν μια γόβα στιλέτο παρατημένη δίπλα απ’ το κρεβάτι. Προσπαθώ να γυρίσω για να αμυνθώ. Υγρά μάτια, σφιχτά χείλη, βλέμμα μίσους. Τρίτο χτύπημα. Θολούρα. Αντεπίθεση. Γροθιά στον τοίχο για να μην χτυπήσω άνθρωπο. Φωνές. Τρέμουλο. Κλάμα. Παρακάλια. «Μην φεύγεις». Έφυγα. Δεν θυμάμαι που πήγα, αλλά έφυγα. Κλείνουν οι πόρτες του μυαλού, επιστρέφω στην πραγματικότητα. Κοιτάζω την νοσοκόμα απέναντί μου.
«Άντε γαμήσου Ελπίδα! Ειλικρινά, σάλτα ρε και γαμήσου! Μαλακισμένο, που έχεις το θράσος να με ταΐσεις κιόλας! Σήκω φύγε από δω μέσα και μην ξαναπατήσεις το πόδι σου!»
«Ρε συ Θάνο…»
«Τι θα μου πεις Ελπιδάκι;», την κόβω μέσα στον πόνο μου και το λαχάνιασμα, «Άλλη μια συγνώμη; Θα μου ζητήσεις άλλη μια ευκαιρία, θα κάνουμε πάλι την ίδια συμφωνία και θα καταλήξω πάλι να είμαι ένας σάκος του μποξ για να ξεσπάς τα νεύρα και τις καύλες σου; Όχι. Να μου λείπει. Εξαφανίσου»
Ήταν τέτοιες οι φωνές που πλάκωσε κόσμος στο δωμάτιο. Η Ελπίδα έφυγε. Ποτέ δεν ρίσκαρε να κάνει καυγά σε κοινή θέα. Μια κοπέλα, γύρω στα τριάντα, με γκρι ρόμπα μου έπιασε την πάρλα. Της ζήτησα να περπατήσω και να κάνω ένα ρημαδοτσίγαρο. Γέλασε μαζί μου. Πιάσαμε την κουβέντα στον ενικό. Βγήκαμε στην αυλή. Καθίσαμε κάτω από ένα μεταλλικό υπόστεγο και με κέρασε τσιγάρο. Κάναμε και πλάκα.
«Θύμα εγκατάλειψης τροχαίου… Τί ωραίο που ακούγεται;», της είπα κάποια στιγμή με πίκρα στη φωνή και μου έγνεψε καταφατικά, κρυφογελώντας.
«Θυμάσαι τίποτα; Θέλεις να το συζητήσουμε;»
«Δυνατά φώτα, μούγκρισμα μηχανής, κάποιον να φωνάζει κι ύστερα το απόλυτο μηδέν. Τίποτα. Τον βρήκανε;»
«Δυστυχώς… Θάνο… Στις τρεις το χάραμα σ’ άδειο δρόμο σε χτύπησαν, ούτε το αυτοκίνητο δεν άκουσαν οι περίοικοι. Μόνο το χτύπημα ακούστηκε…»
«Που με βρήκαν;»
«Στα προσφυγικά…»
«Τι διάολο έκανα στα προ…», μουρμούρισα όταν ήρθε μια εικόνα μπροστά μου. Μαύρο αυτοκίνητο με σβηστά φώτα κάτω από ένα φανοστάτη. Αναμμένη η μηχανή. Το παρατήρησα καθώς έστριβα στην Κλειούς για να κατέβω κέντρο· έπεσε μηχανικά το μάτι πάνω του ενώ άναβα τσιγάρο. Στενός δρόμος, πίτα στα παρκαρισμένα κι αυτό το μικρό, μαύρο κουβαδάκι, στεκόταν εκεί. Μόνο του. Παράταιρο.
«…σφύ…», τραύλισα μια συλλαβή καθώς συνειδητοποιούσα πως το ήξερα εκείνο το αυτοκίνητο. Το είχα ξαναδεί κάπου, μα το μυαλό μου με δυσκόλευε στην αναζήτηση. Όπως ήξερα και το άτομο που το οδηγούσε. Ίσως και να είχαμε ταξιδέψει κάπου μ’ αυτό. Θυμάμαι και την μάρκα. Νομίζω.
Γύρισα στη γιατρό που με κοίταζε μ’ απορία. «Μαύρο Renault Clio».
«Είσαι σίγουρος;»
«Απόλυτα»
Ήπιαμε κι ένα καφέ ψεύτικο, χωρίς καφεΐνη, στο πόδι και μιλήσαμε για όσα θυμόμουν. Δεν υπήρχε κάποια εγκεφαλική βλάβη που δικαιολογούσε εκείνη την παροδική αμνησία. Εγώ αρνιόμουν να αποδεχτώ την πραγματικότητα.
Τρεις μήνες ταμπουρωμένος στο σπίτι. Ούτε δουλειά, ούτε φίλοι, ούτε τίποτα. Αγκαλιά με την κιθάρα μου. Που και που έβλεπα τη Θάλεια. Είχαμε γίνει φιλαράκια με την γιατρό. Ερχόταν στο σπίτι κάνα δυο φορές την εβδομάδα και αράζαμε. Ήταν μια διέξοδος από την καθημερινότητά μου. Είχε μαζέψει όλα της τα πράγματα η Ελπίδα και είχε εξαφανιστεί. Μόνο τα ντραμς μου είχε αφήσει, εκείνα που κάποτε της είχα αγοράσει εγώ.
Συζητήσεις επί συζητήσεων. Με έπεισε να γυρίσω στην δουλειά, μου απέδειξε πως η ζωή έχει και όμορφη πλευρά και πως έπρεπε να την πάρω στα χέρια μου γιατί πραγματικά μου άξιζε. Άρχισα να της μαθαίνω μουσική. Ξυλιασμένα τα δάχτυλά της πάνω στην ταστιέρα. Εκστασιάστηκε όταν κατάλαβε πως οι λεπτές και συντονισμένες κινήσεις τους παράγουν ήχους που θέλουν να εκφράσουν κάτι. Της έδωσα την κιθάρα ένα απόγευμα την ώρα που έφευγε από το σπίτι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά της την εμπιστεύτηκα. Κι αυτό, για κείνη, σήμαινε πάρα πολλά.
Πύκνωσαν οι συναντήσεις μας. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο, στέλναμε μηνύματα, τρώγαμε μαζί, ερχόταν απ’ το σπίτι και παίζαμε μουσική. Ξημερώσαμε συζητώντας στο μπαλκόνι την τελευταία νύχτα του Απρίλη. Βαρέθηκε να γυρίσει σπίτι, μας γονάτισε η νύστα κι αποφασίσαμε να την πέσουμε. Ξημέρωνε αργία. Στριμωχτήκαμε σ’ εκείνο το παλιό στρώμα που ήταν ριγμένο στο πάτωμα του δωματίου. Εγώ με την πλάτη στον τοίχο κι εκείνη να χαμογελάει μέσα στο χασμουρητό της λέγοντας πως της άρεσε να την προσέχουν.
Με ξύπνησε ένα μυστήριο άγγιγμα στο χέρι. Τινάχτηκα σαν το ελατήριο απ’ το στρώμα με σκοπό να αρχίσω στις μπουνιές αυτόν που με άγγιξε. Θολούρα. Μου πήρε μερικές στιγμές για να καταλάβω πως δεν κοιμόμουν μόνος, πως η Θάλεια ήταν δίπλα μου, πως δεν υπήρχε κάποιος κίνδυνος. Ακανόνιστη η ανάσα μου, απελπιστικά γρήγορος ο ρυθμός της καρδιάς μου.
«Θάνο;»
«Θα μου περάσει…»
«Εφιάλτης;»
«Φοβίες»
«Θέλεις να το συζητήσουμε;»
«Όχι. Κοιμήσου. Θα φτιάξω λίγο καφέ να συνέλθω».
Χειμώνιασε ξανά. Το ρίξαμε στην συγκατοίκηση με την Θάλεια, γιατί για σχέση δεν πήγαινε. Δεν ένιωθα έτοιμος, δεν ήθελα να δεσμευτώ συναισθηματικά. Φοβόμουν πως θα ζούσα τα ίδια. Ξανά και ξανά και ξανά. Εκείνη πάλευε να πάρει την ειδικότητα, εγώ βαρούσα διπλά μεροκάματα όποτε κι αν μπορούσα για να είμαστε άνετοι. Είχαμε χωρίσει και τα πράγματα. Τα δικά μου, δικά μου, τα δικά της, δικά της. Ξεκάθαρη και συνειδητοποιημένη συμβίωση. Ενίοτε βγαίναμε και με κοινές παρέες. Μας δούλευαν όλοι. Μας έλεγαν πως δεν παραδεχόμαστε στους εαυτούς μας πως φοβόμαστε. Ένα χρόνο μόνος και δεν ήθελα να το ξεπεράσω. Χειρότερα η Θάλεια. Όταν πιάναμε το θέμα σχέσης κλεινόταν στο καβούκι της και δεν μιλούσε. Είχε γίνει πια μέρος της καθημερινότητάς μου. Μια όμορφη ρουτίνα με πολλές ελλείψεις και από τις δύο μεριές.
Πέρναγε ο καιρός χωρίς να συμβεί τίποτα ιδιαίτερο. Φτιάξαμε κι ένα μικρό σχήμα με δυο φίλους, κιθάρα, μπουζούκι, φωνή και παίζαμε τα σαββατοκύριακα σ’ ένα τσιπουράδικο. Ερχόταν και η Θάλεια όποτε μπορούσε και τραγουδούσε. Στην αρχή ντρεπόταν, μετά το συνήθισε, κατέληξε να της αρέσει. Έσκαγαν μύτη και οι φίλοι για να μας δουν κι άρχιζαν την καζούρα. «Δεν το βλέπεις το κορίτσι που λιώνει ρε τυφλέ;», έλεγαν οι δικοί μου. «Άντε μωρή που του κάνεις την δύσκολη, βασίλισσα σ’ έχει!», έλεγαν οι δικές της. Τους ακούγαμε και γελούσαμε. Δεν καταλάβαιναν πως δεν θα δούλευε κάτι μεταξύ μας, επειδή δεν τους εξηγούσαμε τον λόγο. Την αιτία που αρνούμασταν εμείς οι ίδιοι να παραδεχτούμε πως υπάρχει. Τους φόβους μας και τα βιώματά μας.
Ένα τέτοιο Σάββατο, μετά την μουσική και την τσιπουροκατάνυξη γυρίσαμε στο σπίτι γελώντας. Είχαμε ξεχάσει τα παράθυρα ανοιχτά το πρωί και η μεσημεριανή βροχή είχε κάνει το σαλόνι λίμνη. Μούσκεψαν τα βιβλία που δεν διάβαζα ποτέ· μόνιμα παρατημένα στη βιβλιοθήκη. Η Θάλεια έπιασε την σφουγγαρίστρα κι εγώ να βάλω τα βιβλία να στεγνώσουν. Μέσα στο χαμό βρήκα κι ένα άλμπουμ με φωτογραφίες που είχα ξεχάσει πως βρισκόταν στην κατοχή μου. Το άνοιξα σαν ένα παράθυρο στο παρελθόν.
«Θες να με δεις πιτσιρικά;», τη ρώτησα κι ήρθε με την σφουγγαρίστρα στο χέρι. Καθίσαμε για λίγο όρθιοι, γελώντας με τις φωτογραφίες. Από μπόμπιρας στο δημοτικό, απ’ το γυμνάσιο στο στρατό. Της κόπηκε το γέλιο όταν μ’ είδε με ξυρισμένο κεφάλι και σκουλαρίκι· θα ‘μουν είκοσι τότε. «Θες καφέ;», με ρώτησε και της έγνεψα. Έφυγε για την κουζίνα. Γύρισα σελίδα. Η μία και μοναδική φωτογραφία που είχα βγάλει με τον αδερφό μου ήταν ακόμη εκεί. Καρμπόν ήμασταν, ξυρισμένα κεφάλια και σκουλαρίκι στο αυτί. Το μόνο που μας ξεχώριζε ήταν μια χαρακιά στο ένα του φρύδι· τρόπαιο από καυγά, από έναν από τους εκατοντάδες καυγάδες που είχε μπλέξει. Δίδυμοι, ίδιοι στην εμφάνιση, μα τόσο διαφορετικοί άνθρωποι. Εγώ έτρεχα στο ωδείο και ο Μήτσος στην ασφάλεια. Εγώ διάλεξα να μην κάνω καριέρα και να ασχοληθώ μ’ αυτό που αγαπάω κι εκείνος καριερίστας στη νύχτα και το νταλαβέρι.
«Ρε τον Μήτσο…», αναφώνησα αναστενάζοντας καθώς θυμόμουν τις αμέτρητες φορές που είχα βρεθεί μπλεγμένος λόγω ομοιότητας. Έκανε τη βλακεία ο Μήτσος, έβρισκαν εμένα, έτρωγα το ξύλο της αρκούδας, πήγαινε ο Μήτσος για αντίποινα. Κόψαμε σχέσεις κι επαφές όταν κατηγορήθηκα, αδίκως, για ξυλοδαρμό κι ο Μήτσος εξαφανίστηκε. Μέχρι και στη μάνα μου απαγόρευα να μου αναφέρει το όνομά του.
«Σου ‘χω πει ποτέ για τον Μήτσο;», ρώτησα την Θάλεια που ήταν στην κουζίνα, αλλά αντί απαντήσεως άκουσα τον ήχο που έκανε το κουτάλι καθώς ανακάτευε τον καφέ σε μια κούπα. Ήρθε στο σαλόνι και μου την έδωσε στο χέρι χαμογελώντας μυστήρια. «Έχω δίδυμο αδερφό. Άσχετα αν έχουμε χρόνια να μιλήσουμε», της είπα δείχνοντας της την φωτογραφία με τα μάτια. Σάστισε. Γύρισε και με κοίταξε κι επέστρεψε στη φωτογραφία. Δεν πρόλαβα να πιω την πρώτη γουλιά καφέ. Μου χτύπησε τόσο δυνατά το χέρι που χύθηκε πάνω μου, κάηκα, κι έριξα την κούπα στο πάτωμα.
«Είσαι τρελή;», σκέφτηκα, μα δεν πρόλαβα να το ξεστομίσω. Έβαλε τα κλάματα. Έπεσε στο πάτωμα. Έσπασε την κούπα και μακέλεψε τα χέρια της. Προσπάθησα να την σηκώσω, μα ήταν νεκρό βάρος. Με το ζόρι κατάφερα να την πάω μέχρι τον καναπέ. Έμοιαζε μ’ ένα μικρό και πληγωμένο παιδί, που σπάραζε απαρηγόρητο στην αγκαλιά μου για κάποιο λόγο που αρνούνταν πεισματικά να μου πει. Ώρες αργότερα, η Θάλεια συνέχισε να τραυλίζει συγνώμη μέσα στο κλάμα της. Όσες προσπάθειες κι αν έκανα να την ηρεμήσω και να την κάνω να μιλήσει, δεν απέδωσαν καρπούς.
«Θέλεις να πάμε να ξαπλώσουμε;»
«Όχι…»
«Θέλεις να σε αφήσω μόνη να ηρεμήσεις;»
«Θέλω να με συγχωρήσεις»
«Για ποιο πράγμα; Τί έκανες και πρέπει να στο συγχωρήσω;»
«Θάνο… Εγώ…»
«Εσύ;», την παρότρυνα χαμογελώντας γιατί είχε αρχίσει να τραυλίζει. Της σκούπισα τα δάκρυα κι έριξε το βλέμμα της στο πάτωμα. «Εγώ… Εγώ σε χτύπησα με το αυτοκίνητο…»
Μούδιασα. Σταμάτησε να δουλεύει το μυαλό μου. Δεν το είχα ακούσει αυτό, αποκύημα της φαντασίας μου ήταν. Το ήξερα το αυτοκίνητο, ήμουν σίγουρος πως ήξερα κι αυτόν που το είχε, άσχετα αν δεν βρέθηκαν ποτέ οδηγός και αυτοκίνητο. Η λογική μου προσπέρασε τις εικόνες, τον πόνο, τις ερωτήσεις και τα γιατί. Προσπάθησα να δέσω τα όσα ήξερα και τα όσα είχα δει.
«Ο Μήτσος…», μουρμούρισα κι η Θάλεια πάγωσε.
«Συγνώμη» τραύλισε ξανά.
«Για λέγε…», αναστέναξα και την είδα να γνέφει αρνητικά. «Θάλεια; Ζητάς συγχώρεση για κάτι που έκανες. Θεωρώ πως έχω κάθε δικαίωμα να μάθω το λόγο που με πήρες σβάρνα και με σακάτεψες. Μέχρι ένα σημείο, μπορώ να σου δώσω δίκιο. Αλλά χωρίς να ξέρω τί βλακεία σκέφτηκε το αδερφάκι μου και την έκανε πράξη πάνω σου, δεν μπορώ να σε συγχωρήσω»
Παραληρηματική η αφήγησή της για το βιασμό. Για το σοκ. Για τον φόβο και τον τρόμο. Για τα βράδια που δεν κατάφερνε να κοιμηθεί. Για τις τύψεις και την αυτοτιμωρία. Για την προσπάθεια να ξεπεράσει τα τραύματά της. Για την έλλειψη δικαιοσύνης. Για κάποιο μεσημέρι που μ’ είδε, τυχαία, στο δρόμο, να ‘μαι ξυλιασμένος και μουσκεμένος και προσφέρθηκε να με πετάξει μέχρι το κέντρο. Για τις νύχτες που ξόδεψε για να βρει ποιος είμαι, που μένω, με τί ασχολούμαι. Για όσες φορές στήθηκε σ’ εκείνο το στενό και περίμενε να με δει. Για τις στιγμές που λυπήθηκε να πατήσει το γκάζι και μ’ άφηνε να φύγω. Για τις εμμονές. Για τη μέρα που βρήκε το θάρρος να με πάρει σβάρνα και να μ’ αφήσει αιμόφυρτο στην άσφαλτο. Για το μετέπειτα σοκ όταν με πρωταντίκρισε στο νοσοκομείο. Για το αυτοκίνητο που φτιάχτηκε και πουλήθηκε λίγες μέρες αργότερα. Για τις αμφιβολίες της όταν μιλήσαμε για πρώτη φορά. Για την μεταμέλεια. Για τη θολούρα όταν είδε την φωτογραφία. Για το δηλητήριο που έριξε στον καφέ.
«Για το δηλητήριο δεν θα σχολιάσω. Αλλά, στην θέση σου, θα έκανα και όπισθεν», απάντησα γαλήνια όταν είχε πια σωπάσει.
«Όπισθεν;»
«Να βεβαιωθώ ρε παιδί μου πως την έκανα τη δουλειά αποτελεσματικά», αστειεύτηκα. Βούρκωσε ξανά. Της χάιδεψα το μάγουλο. «Έχω σταματήσει από χρόνια να πιστεύω την καλή πλευρά των ανθρώπων. Έχω σταματήσει να ελπίζω πως όλοι, κάπου βαθιά μέσα τους, είναι καλοί. Η ελπίδα, Θάλεια, πέθανε κάπου στη μέση του ταξιδιού μου. Νεκρή θα παραμείνει γιατί είναι ναρκωτικό απ’ τα πιο σκληρά…»
«Με συγχωρείς;»
«Δεν σου κρατάω καν μούτρα. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για σένα».
«Και τώρα;»
«Τώρα θα κάνω αυτό που κάνω κάθε φορά που σε πιάνουν οι στεναχώριες σου», μουρμούρισα χαμογελώντας καθώς σηκωνόμουν απ’ τον καναπέ. Την πήρα απ’ το χέρι και πήγαμε στο δωμάτιο. Βούτηξα την κιθάρα, κάθισα στο στρώμα, κάθισε κι εκείνη δίπλα μου. Γνωστό το τραγούδι για μένα και λατρεμένο, αλλά ποτέ δεν το είχε ακούσει η Θάλεια. Ανήκε σε μια άλλη εποχή που είχα πια ξεχάσει. Έριξε το κεφάλι της στον ώμο μου καθώς άκουγε την μελωδία.
«Listen to the tales and romanticize how we follow the path of the hero…», άρχισα να σιγοτραγουδάω, χωρίς καμία νοσταλγία. Χωρίς καμία ανάμνηση. Χωρίς καμία ελπίδα.
_
γράφει ο Αλέξανδρος Κουτρούλης
Γίνεται να ζεις χωρίς ελπίδα; Πολύ δυνατή ιστορία… μπράβο σας!
Υπάρχουν άνθρωποι που, σε κάποιο σημείο της ζωής τους, συνειδητοποίησαν πως τρέφοντας φρούδες ελπίδες, παραμένουν δέσμιοι του παρελθόντος…
Σας ευχαριστώ πολύ