Το μονοπάτι ήταν κατηφορικό και δύσβατο.
Περπατούσα όσο πιο αργά μπορούσα, αφήνοντας πνιχτές ανάσες συντροφιά για κάθε βήμα που θα με έφερνε κοντά του.
Ήταν αρκετά χρόνια πριν, τότε που περπάτησα για τελευταία φορά αυτό το μονοπάτι έχοντας στόχο μακρινό και άπιαστο. Ήταν τότε που έφυγα από τον τόπο μου για άλλες πολιτείες. Παρασυρμένος από της νιότης το τρελό μεθύσι, ξεγέλασα τα όνειρα του χωριού και κυνήγησα τις υποσχέσεις της πόλης.
Θυμάμαι ήταν μια ζεστή νύχτα καλοκαιριού όταν ακολούθησα το μπουλούκι που περιόδευε στα γύρω χωριά και πέρασε κι από το δικό μου. Μαγεύτηκα, μέθυσα και ζήλεψα συνάμα. Δίψασα κι εγώ για το νερό των Σειρήνων, αυτό που πίνουν οι ηθοποιοί κι οι κάθε είδους καλλιτέχνες κι έτσι τους ακολούθησα. Δεν είπα αντίο σε κανένα, ούτε στη μάνα μου… Θυμάμαι ακόμη το βλέμμα της τη νύχτα του φευγιού μου όταν, λες κι υποψιασμένη για τις προθέσεις μου, με καληνύχτισε με ένα φιλί βγαλμένο από την ψυχή της. Δεν είπα κουβέντα, πήρα μόνο φεύγοντας την γλυκιά αίσθηση του φιλιού της να με συντροφεύει στο ταξίδι μου… Μάνα, σε κουβαλούσα μαζί μου τόσα χρόνια, πάνω στο σανίδι σε κάθε χωριό και σε κάθε πόλη όπου πήγαινα, σε κάθε ρόλο που έπαιζα. Όμως δεν σου είπα αντίο ποτέ κι αυτό δεν μου το συγχωρώ, πιο πολύ τώρα που σε έχασα… Εκεί στις μεθυσμένες ιστορίες των ηρώων που έπαιζα, στο θεατρικό σανίδι που πατούσα και ονειροβατούσα, σε κάθε πόλη και χωριό, παντού σε κουβαλούσα Μάνα μου. Ποτέ, ούτε ακόμη και σε μια πνιχτή ατάκα που ξεστόμιζε ο ήρωας μου, ούτε και τότε δεν σε ξέχασα.
Ταξίδεψα σε όλα τα μέρη, περπάτησα μονοπάτια και λεωφόρους πάντα με λαχτάρα μεγάλη να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα. Έζησα τις αγωνίες του καλλιτέχνη, τον πόλεμο που βιώνει μέσα του για να αποδώσει τον χαρακτήρα που καλείται να υποκριθεί. Γέμισα αγάπη και μίσος, χαρά και λύπη, γέλιο και κλάμα, χόρτασα το χειροκρότημα του κοινού αλλά και την απόρριψή του. Τα έζησα όλα αυτά και τώρα γεμάτος εικόνες, συναισθήματα και ρόλους ζωής, επιστρέφω στον τόπο μου…
Και να! Το χωριό μου φάνηκε από την άκρη του δρόμου κάτω στη πλάγια, με τον καπνό από τις καμινάδες των τζακιών να σχηματίζουν μικρά γκρίζα σύννεφα… Άραγε, να είναι ο καπνός η αιτία που δάκρυσαν τα μάτια μου ή μήπως η νοσταλγία για τον τόπο που άφησα πίσω μαζί με την καρδιά μου; Σε λίγο φτάνω στη μεγάλη πλατεία, θα χαιρετίσω τον πλάτανο που στέκεται αιώνες στο κέντρο της και με συντρόφευε στις εξορμήσεις μου από μικρό παιδί… άραγε να με θυμάται ακόμη; Η λαχτάρα μου είναι μεγάλη, αλλά δεν ξέρω…διστάζω, νιώθω τόσο φοβισμένος ξαφνικά… άραγε θα το καταλάβουν; Όχι, πρέπει να φανώ πως είμαι θαρραλέος και πετυχημένος, πως επιστρέφω στο χωριό μου νικητής και άξιος. Προσπαθώ να κάνω το βλέμμα μου αγέρωχο όμως κι εγώ ο ίδιος ξέρω την αποτυχία του εγχειρήματος ήδη. Μάταια, το ξέρω… Όσο καλός υποκριτής είμαι στο σανίδι τόσο αποτυχημένος στη πραγματική ζωή. Σίγουρα θα με καταλάβουν και θα γελάσουν, κάποιοι θα με κοιτάξουν με καχυποψία, κάποιοι με ειρωνεία άλλοι με οίκτο. «Ήθελα να ακολουθήσω το όνειρο, λάθεψα και γυρίζω πίσω μετανιωμένος…», θα τους πω… Μα όχι, δεν θα το πω, θα με λυπηθούν κι αυτό δεν μου αξίζει! “Έζησα το όνειρό μου!” θα τους πω, αυτή είναι η αλήθεια και γι’αυτό δεν μετανιώνω! Σουρουπώνει… τι καλά που θα ήταν να μπορούσε να κρυφτεί η δειλή ύπαρξη μου πίσω από το ηλιοβασίλεμα, στις σκιές του σούρουπου, να μη διακρίνει κανείς το τρέμουλό της… Φτάνω στην πλατεία του χωριού μου κοντοστέκομαι, ακουμπώ το χέρι στον πλάτανο και του χαϊδεύω το άγριο ροζιασμένο του κορμό. «Φίλε μου καλέ, μόνο εσύ με περιμένεις και μόνο εσύ με καλοδέχτηκες…», του λέω και σαν να τον ακούω να με καλωσορίζει… Όμως, είναι ο αέρας που θροΐζει στα φύλλα του κι αυτά ανήμπορα να αντισταθούν στο άγγιγμα του, γίνονται ο ήχος του η λαλιά του… άλλη μια φορά ξεγελάστηκα… μα ξάφνου γνώριμες φωνές ακούγονται γύρω μου…
«Καλώς τον Νικόλα! Καλώς όρισες!», μου φωνάζει ο κυρ- Γιώργης που έχει το μπακάλικο στη πλατεία. «Χρόνια και ζαμάνια παλικάρι μου, έλα να σε δω, να σε αγκαλιάσω…», «Γεια σου Νικόλα, καλωσόρισες φίλε!», ο παιδικός μου φίλος με υποδέχεται με μια μεγάλη αγκαλιά. Δακρύζω από έκπληξη και συγκίνηση… Μου φαίνεται απίστευτο! Υπάρχουν άνθρωποι που με αγαπάνε κι υπάρχει ο τόπος μου, είναι οι ρίζες μου που δεν θα με αποβάλλουν ποτέ!
Πόσο λάθος έκανα… Εδώ ανήκω κι εδώ πάντα θα επιστρέφω… σε αυτόν τον τόπο, σ’ αυτή τη γη… στο χωριό μου!
Τι όμορφη επιστροφή ….!!!!!!!!!!
Το ταξίδι στ’ όνειρο τελειώνει κάποτε…!!!
Μακάριοι αυτοί που μπορούν να επιστρέφουν στις ρίζες τους με τη βαλίτσα τους γιομάτη επιτυχίες!
ΜΠΡΑΒΟ…
Πολύ όμορφη η ιστορία σας!
Πολύ ωραίες οι περιγραφές σας..και μια επιστροφή που δικαιώνει το όνειρο..
σας ευχαριστώ πολύ!
Ταξίδεψα μόνο με ένα μικρό απόσπασμα..!!!!
Σίγουρα θα είναι τέλειο και το βιβλίο..!!!! Συγχαρητήρια..!!!!
Ευχαριστω καλη μου φιλη!