Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
Δημιουργός του παρατιθέμενου έργου είναι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ο συγγραφικός του χαρακτήρας είναι ολοφάνερος ενώ σχεδόν πάντοτε ένα κομμάτι του χαρακτήρα του βρίσκεται κρυμμένο πίσω από τα λεγόμενά του. Η ποίησή του εκπέμπει κάτι το πρωτόγνωρο, κάτι το «πλήρες» και η ουσία της φαίνεται να αιωρείται διαρκώς από την αρχή έως το τέλος της ανάγνωσής της.
Δομικά ο κύριος Χριστιανόπουλος δεν μας εκπλήσσει. Εάν «αποσυναρμολογήσουμε» το ποίημα και του δώσουμε μορφή πεζού κειμένου δεν θα προκαλέσει καμία απολύτως περιέργεια. Θα μοιάζει, δηλαδή, σαν ένα δοκίμιο συμβουλευτικού χαρακτήρα. Η ποίηση, ωστόσο, καθώς και ο συνολικός τρόπος έκφρασης του συγκεκριμένου ποιήματος τονίζει το νόημα, την ουσία, τις λέξεις και κάνει το μυαλό να σκεφτεί (όπως άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος των έργων του Χριστιανόπουλου).
Το συγκεκριμένο ποίημα έχει αποφθεγματικό χαρακτήρα και η παρομοίωσή της θάλασσας με τον έρωτα του δίνει μια πνοή μυστηρίου και περιέργειας. Το περιεχόμενο δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να αναλυθεί με τον τρόπο που αναλύονται τα περισσότερα ποιήματα. Αυτό συμβαίνει γιατί ενώ εκ πρώτης όψεως το ποίημα φαντάζει εύκολο ως προς την κατανόησή του, φαίνεται πως κρύβει ένα βαθύτερο νόημα που πρέπει κάποιος να το προσέξει ιδιαίτερα για να καταφέρει να το εξηγήσει.
Με τον συνειρμικό του λόγο, λοιπόν, ο Χριστιανόπουλος κάνει έναν παραλληλισμό: αυτόν της θάλασσας με τον έρωτα. Κρίνω σκόπιμη αρχικά την αντιστροφή του πρώτου στίχου, αντί δηλαδή να πούμε «η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα» εμείς το εξετάζουμε ως «ο έρωτας είναι σαν την θάλασσα», για λόγους που θα αναλυθούν περαιτέρω. Η θάλασσα παρουσιάζεται όπως ουσιαστικά είναι ακόμη και αν εμείς οι ίδιοι δεν το αναγνωρίζουμε: ως ένα από τα ύψιστα δώρα που μας έχει χαριστεί και ταυτόχρονα ως ένας τεράστιος κίνδυνος που απειλεί ακόμη και την ζωή μας. Αυτή η διττότητα της θάλασσας που την οδηγεί σε δύο διαφορετικούς πόλους στο μυαλό μας, μας δίνει να καταλάβουμε την παράλληλη διττότητα του έρωτα. Από την μια, λοιπόν πρόκειται για ένα πολύ ισχυρό συναίσθημα που όλοι θέλουν να το νιώσουν και να το ζήσουν σε όλες του τις διαστάσεις ενώ απ’ την άλλη δεν είναι λίγες οι φορές που το αίσθημα αυτό έχει καταστρέψει ολόκληρες ζωές.
Και στην περίπτωση της θάλασσας αλλά και σε αυτήν του έρωτα μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις. Ουσιαστικά βέβαια, όταν μπαίνεις δεν σκέφτεσαι καν ότι δεν θα βγεις, γιατί έχεις στο μυαλό σου το ουτοπικό σου «μέλλον», θέλοντας απλά να απολαύσεις το δροσερό νερό ή μια ζεστή αγκαλιά με τον ή την αγαπημένη σου. Παρ’ όλα αυτά όμως πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους επιδιώκοντας να ζήσουν και τις δύο εμπειρίες; Υπάρχει άνθρωπος που να μην λαχτάρησε μια δροσερή βουτιά στα νερά της θάλασσας μια καυτή καλοκαιρινή μέρα; Ή μήπως υπάρχει κανείς που στάθηκε μακριά από τον έρωτα για μια ολόκληρη ζωή; Και όμως γι’ αυτούς τους λίγους που από φόβο ή δισταγμό αποφάσισαν να μην πλησιάσουν το θαλασσινό νερό (ή από την παράλληλη οπτική τον έρωτα), ο Χριστιανόπουλος απαντά με τον χαρακτηριστικό κυνικό του τρόπο: αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι. Ενώ παρακάτω σημειώνει για ακόμη μια φορά: αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Μελετώντας τους προαναφερόμενους στίχους και χρησιμοποιώντας την «μέθοδο της αντιστροφής» μεταφράζουμε: αλίμονο αν σταματήσουμε να ερωτευόμαστε μόνο και μόνο γιατί πληγωθήκαμε θανάσιμα πεντέξι φορές. Και στη συνέχεια: αλίμονο αν προδώσουμε τον έρωτα γιατί έχει τρόπους να μας καταστρέφει. Ο Χριστιανόπουλος, λοιπόν, χρησιμοποιεί το τέχνασμα με τον παραλληλισμό των δύο εννοιών (της θάλασσας και του έρωτα) με εκατό τοις εκατό ευστοχία. Αυτός είναι και ο πρώτος από τους λόγους που επέλεξα να αντιστρέψω στην συγκεκριμένη ανάλυση, την αντιστροφή τους. Σε έναν επιτυχημένο παραλληλισμό, το νόημα μένει απαράλλαχτο όταν αντιστραφούν οι δύο του όροι πράγμα που επιτυγχάνεται απόλυτα όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος. Ο δεύτερος και πιο ουσιαστικός λόγος που με έκανε να χρησιμοποιήσω την αντιστροφή είναι το γεγονός πως ο ίδιος ο Χριστιανόπουλος παρ’ όλο που ονομάζει το ποίημά του «Η θάλασσα» και παρ’ όλο τον τονισμό της έννοιας αυτής στο έργο, στην πραγματικότητα θέλει να ευαισθητοποιήσει τον αναγνώστη στο θέμα του έρωτα. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό αν αναλογιστούμε πως δεν ενδιαφέρει έναν ποιητή να πείσει έναν άνθρωπο να κάνει μπάνιο στην θάλασσα, αλλά αντίθετα θέλει να του μεταδώσει το «μικρόβιο» του έρωτα.
Και πράγματι, ειδικά ο Χριστιανόπουλος που έχει τον έρωτα ως βασικό μοτίβο στην ποίησή του δεν θα μπορούσε παρά να προτρέπει τον κόσμο να τον ζήσει. Χρησιμοποιώντας ηθελημένα ή άθελα αυτό το λογοτεχνικό τρικ, ο ίδιος καταφέρνει να πει αυτά που θέλει και να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη στο θέμα του «διπλού έρωτα». Η σημασία που έχει ο έρωτας στην ζωή του ποιητή φαίνεται ξεκάθαρα από τους δύο στίχους που ξεκινούν με το αλίμονο και εκεί ακριβώς πέφτει και το επίκεντρο του ποιήματος. Είναι αδιανόητο ,λοιπόν για όλους μας να αποφεύγουμε τον έρωτα για να μην πληγωθούμε ακριβώς όπως είναι αδιανόητο να αποφεύγουμε την θάλασσα από φόβο να μην πνιγούμε.
Αξιοσημείωτο είναι πως το θέμα του θανάτου είναι γενικότερα υποβόσκον σε ολόκληρο το ποίημα, καθώς ο ώριμος Χριστιανόπουλος τον αντιμετωπίζει ως κάτι το απλό και ανώδυνο. Η συμβουλή του βασίζεται ξεκάθαρα στο θέμα της ζωής, ακριβώς σαν να μας λέει: «ζήσε το και ας σε σκοτώσει». Αυτό που αξίζει άλλωστε είναι να προσπεράσεις τους κινδύνους κοιτάζοντας μπροστά όσο τρομακτικοί και αν είναι (μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις, γράμπες , πηγάδια, βράχια αθέατα, ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες).
Κλείνοντας, λοιπόν, τον λόγο μου περί του ποιήματος αυτού, κρίνω απαραίτητο να αντιστρέψω και το τελευταίο δίστιχό του: Ο έρωτας είναι σαν την θάλασσα. Χίλιοι τον χαίρονται ένας τον πληρώνει. Ένα σπουδαίο απόφθεγμα ζωής που προτρέπει τον καθένα από εμάς ξεχωριστά να ζήσουμε την κάθε εμπειρία που μας προσφέρεται από το αίσθημα του έρωτα χωρίς περιστροφές.
_
γράφει η Άντια Αδαμίδου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Από τους αγαπημένους μου ποιητές. Χαίρομαι που τον συνάντησα ξανά μέσα από ένα τόσο ωραίο κείμενο.
Ένας μεγάλος και αξιόλογος καλλιτέχνης
μαζι με τον καβαφη κατατασσω και τον χριστιανοπουλο σπουδαιοι