Καλοκαίρι σε ένα ορεινό χωριό του Κιλκίς, λίγο πριν το τέλος της δεκαετίας του 80. Ένα καζάνι με νερό, αχνίζει πάνω απ’ τη φωτιά που στήθηκε πρόχειρα μπροστά στο πέτρινο σπίτι. Λίγο πιο πέρα, ανάμεσα σε κότες που βόσκουν αμέριμνα, μια μεταλλική σκάφη είναι τοποθετημένη επάνω σε ένα μουσαμά. Μέσα στη σκάφη, επάνω σε ένα μικρό ξύλινο σκαμνάκι, υπάρχει μια πλάκα πράσινο σαπούνι. Είναι έτοιμη να λιώσει, τρίβοντας τα ξυρισμένα κεφαλάκια των πέντε αγοριών που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους να καθίσουν στο σκαμνί και να δεχθούν τη φροντίδα της γιαγιάς. Δείχνουν κακόκεφα όμως δε διαμαρτύρονται. Είναι Σάββατο, ημέρα καθαριότητας! Δε βελονιάζουνε καπνά το Σάββατο! Το καζάνι μπαίνει στη φωτιά, η σκάφη στήνεται στο μουσαμά, το σκαμνί και το πράσινο σαπούνι περιμένουν τους μικρούς ταραξίες, να τους εξαγνίσουν απ’ τις σκανταλιές της εβδομάδας που πέρασε.
Κι αφού εξαγνιστούν απ’ τα ευλογημένα χέρια της γιαγιάς, λαμβάνουν το έπαθλό τους! Ένα στρόγγυλο καρβελάκι ζυμωτό ψωμί, που ψήνεται στον υπαίθριο φούρνο με τα ξύλα! Οι πιτσιρικάδες τρελαίνονται απ’ το μεθυστικό άρωμα του ψωμιού. Προσπαθούν να πάρουν μεγαλύτερη ανάσα, όμως η σαπουνάδα απ’ το πράσινο σαπούνι, τους καίει τα ρουθούνια και τους κάνει να βήχουν και να διαμαρτύρονται στη γιαγιά. Να τους ξεβγάλει επιτέλους! Να παραλάβουν το καυτό έπαθλό τους, που δεν είναι ορφανό, αλλά αφού το σπάσει στη μέση η γιαγιά με τα ευλογημένα χέρια που δεν καίγονται, θα τοποθετήσει στη μέση κάθε καρβελιού ένα κομμάτι από φρέσκο, ευωδιαστό, αγελαδινό, σπιτικό βούτυρο! Μόλις λάβει ο καθένας το έπαθλό του, είναι ελεύθεροι και οι πέντε να βγούνε στο χωριό, να παίξουν και να ξεκινήσουν τις σκανταλιές της επόμενης εβδομάδας. Δε θα γυρίσουν στο σπίτι, παρά μόνο αφού βραδιάσει!
Την ίδια στιγμή σε ένα κρασοχώρι της Αλσατίας, κάπου ανάμεσα στα σύνορα Γαλλίας και Γερμανίας, στο πέτρινο σπίτι ενός πλούσιου οινοπαραγωγού που μοιάζει με πύργο, μια πορσελάνινη μπανιέρα με επίχρυσα πόδια, βρίσκεται μπροστά σε ένα μεγάλο παράθυρο που βλέπει σε μια καταπράσινη κυματιστή πλαγιά της οροσειράς των Βοσγίων, σπαρμένη με αμπέλι της τοπικής ποικιλίας Riesling, ιδιοκτησία του πλούσιου οινοπαραγωγού. Δίπλα στην μπανιέρα από πορσελάνη, στο δρύινο τραπέζι, βρίσκονται ακουμπισμένα σε μια λευκή βαμβακερή πετσέτα με δαντέλα από μετάξι, δυο λευκά σαπούνια Μασσαλίας, με πλούσιο άρωμα βανίλιας! Ειδική παραγγελία για την απαλή μεταξένια επιδερμίδα της μονάκριβης κόρης του τοπικού άρχοντα. Η γριά παραμάνα μεταφέρει με μια πορσελάνινη κανάτα ζεστό νερό και το ρίχνει στη μπανιέρα. Δοκιμάζει τη θερμοκρασία του νερού με το χέρι της, που δεν καίγεται και συμπληρώνει κρύο νερό απ’ τον ξύλινο κουβά που βρίσκεται στο πάτωμα. Στη συνέχεια λύνει τη μακριά πλεξούδα της μοναχοκόρης, που δεν την έχει αγγίξει παρά μόνο ο ήλιος και η πιστή γριά παραμάνα. Τώρα είναι έτοιμη να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην κόρη, προκειμένου να λάμψει και να αρωματιστεί η επιδερμίδα της. Γιατί μόνο αυτό μπορεί να καταφέρει το αρωματικό σαπούνι. Αφού δεν υπάρχει τίποτα για εξαγνισμό!
***
Κάπως έτσι, με επισκέπτεται η θεία έμπνευση! Συνήθως σε ένα όμορφο ταξίδι. Μπλέκοντας μνήμες από το παρελθόν, μαζί με εικόνες και σκέψεις του παρόντος. Και τότε μια καινούρια ιστορία γεννιέται ως σκέψη! Θέλει να περάσει στο λόγο και να γραφτεί, με κάθε λεπτομέρεια…
Έτσι μου ‘ρχεται να επιστρέψω στο ορεινό χωριό του Κιλκίς, να ελευθερώσω το ένα απ’ τα πέντε αγοράκια από την άχαρη καλλιέργεια του καπνού και να το μυήσω στα μυστικά της αμπελουργίας! Στη συνέχεια να το οδηγήσω στη Γαλλία, στο Αλσατικό χωριό, να δουλέψει στα αμπέλια του πλούσιου οινοπαραγωγού, να ερωτευτεί τρελά την κόρη, να τον ερωτευτεί κι εκείνη, ο έρωτάς τους να περάσει από σαράντα κύματα, μέχρι που να θριαμβεύσει, σε αντίθεση με τον έρωτα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.
Όμως, υπήρξαν κι άλλα, πολλά ταξίδια! Ιστορίες που σπρώχνονται στην προσπάθειά τους να κερδίσουν μια θέση προτεραιότητας.
Μάλλον πρέπει να ελαττώσω τα ταξίδια.
Δικαιολογίες… Πρέπει ν’αρχίσω να ξενυχτάω! Με στυλό και χαρτί.
_
γράφει ο Κώστας Μεταλίδης
0 Σχόλια