Εκδόσεις Αρμός
2022
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Η «Καλή Νεράιδα» αποτελεί μια συλλογή είκοσι εφτά συνολικά μικρών σε έκταση διηγημάτων, που αφήνουν όμως βαθιά το αποτύπωμά τους στην αναγνώστη. Οι ιστορίες εκτυλίσσονται στο σύγχρονο παρόν, με διαρκείς αναδρομές στο παρελθόν των ηρώων, όπως αυτό διαμορφώθηκε κυρίως τα τελευταία χρόνια: εξάρτηση από τον πλασματικό κόσμο του διαδικτύου, οικονομική δυσχέρεια, ένδεια και κάθε μορφής σύγκρουση- εντός και εκτός της οικογένειας- είναι μόνο μερικές από τις σκοτεινές πλευρές του σύγχρονου κόσμου. Μάλιστα, γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην πανδημία, που άλλαξε δραματικά τους ρυθμούς της καθημερινότητας των ανθρώπων, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι ήρωες να οδηγηθούν σε επανεξέταση των αξιών τους και μερικές φορές σε επανεκκινήσεις.
Οι ήρωες της συλλογής είναι καθημερινοί άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας, θα μπορούσαμε κάλλιστα να είμαστε εμείς στην δική τους θέση. Για τον λόγο αυτό, η ενσάρκωσή τους γίνεται με επιτυχία και έχουν ισχυρό λόγο ύπαρξης, πέραν της λογοτεχνικής αναγκαιότητας. Όλοι αναζητούν την ευτυχία, συχνά σε λάθος μέρη, χαράσσοντας λάθος πορείες που ακολουθούν μάταια επί χρόνια. Πολλές φορές αναθεωρούν και διαπιστώνουν πως η χαρά και η πληρότητα που αναζητούν με αγωνία μπορεί να κρύβεται σε απλά μα ταυτόχρονα σπουδαία πράγματα, όπως ένα χειροποίητο ξύλινο αλογάκι, παιδικό αγαπημένο ενθύμιο.
Τα παιδικά τραύματα, τα απωθημένα και το ανεκπλήρωτο στοιχειώνουν δραματικά τους ήρωες των ιστοριών, προκαλώντας ανασφάλειες στις ώριμες σχέσεις τους, τάσεις φυγής ή αίσθηση εγκλωβισμού σε αποτυχημένες επιλογές ζωής. Το παρελθόν παραμένει ζωντανό όσο ποτέ και απαιτεί κάθαρση, επιστροφή και θαρραλέα αντιμετώπιση. Η οικογένεια παραμένει ο βασικός αποδέκτης κάθε δυσλειτουργίας: οι συγκρουσιακές σχέσεις των ζευγαριών, η έλλειψη επικοινωνίας με τα παιδιά τους, ο αδερφικός ανταγωνισμός και τα προβλήματα της εφηβείας είναι μερικά παραδείγματα. Η γονεϊκή ευθύνη κάποιες φορές συνθλίβει κάτω από το βάρος της τα όνειρα και την χαρά των ενηλίκων δημιουργώντας δυστυχισμένα παιδιά, εξαντλημένες και ενοχικές μητέρες, απόμακρους πατέρες. Η κατάθλιψη χτυπά την πόρτα πολλών από αυτούς γεμίζοντάς τους «ρωγμές» έτοιμες να διαρρηχθούν οριστικά. Ακόμα και η φιγούρα ενός ψυχαναλυτή «κρύβεται» πίσω από ψυχαναλυτικούς όρους καταπιέζοντας έτσι κάθε απωθημένη του επιθυμία.
Απέναντι σε έναν κόσμο που φθίνει αντιτάσσονται ωστόσο πάντα η ομορφιά και η γαλήνη της φύσης ως αντίδοτο, οι σοφές κουβέντες κάποιων ηλικιωμένων που δρουν ως «από μηχανής θεοί» στις πιο σκοτεινές ώρες της αγωνίας των ηρώων: «Μην παίρνετε πολύ σοβαρά τον εαυτό σας ή τους άλλους» συμβουλεύει ένας γνωστός συγγραφέας. Ή μια άγνωστη κοκκινομάλλα κυρία προτρέπει μια απελπισμένη ενοχική μητέρα να προσέξει την ομορφιά του φεγγαριού πάνω από την θάλασσα. Άλλοτε πάλι η θέα ενός βράχου που στέκεται αλύγιστος απέναντι στα κύματα, ή η θέα ενός γλάρου που κολυμπά ελεύθερος μπορούν να λειτουργήσουν με παρόμοιο τρόπο. Όσο βαθιά δυστυχισμένος και αν νιώσει κάποιος, η ζωή πάντα θα συνεχίζεται μέσα από αυτήν την ομορφιά, τα δέντρα πάντα θα ανθίζουν και ο ήλιος θα ανατέλλει. Η ζωή πάντα θα βρίσκει τρόπο να συνεχίζει, ίσως κι εμείς θα πρέπει να την μιμηθούμε.
Υπάρχει ένα κομβικό σημείο στην ζωή κάθε ανθρώπου, στο οποίο εστιάζει η αφήγηση, ιδιαίτερα στο μέσον της ηλικίας, που θα βρεθεί αντιμέτωπος με κάθε τραύμα ή απωθημένο που κουβαλά μέσα του. Και τότε δεν θα μπορέσει να το σπρώξει ξανά στην Λήθη παρά θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην επανεξέταση της ζωής του και να προβεί σε αλλαγές ή απλά να αφεθεί να βουλιάξει στον αφανισμό και στην αυτοκαταστροφή. Η «καλή νεράιδα» μπορεί να τον βοηθήσει να κάνει πραγματικότητα την πρώτη επιλογή. Μέσα σε αυτήν την συλλογή διηγημάτων- εκτός από το ομώνυμο διήγημα- η παρουσία του μαγικού αγγίγματος υπάρχει παντού: στους άλλους ανθρώπους (που μπορούν να γίνουν η σωτηρία μας και όχι η Κόλαση), η επαφή με όσα αγαπάμε, ο γυρισμός σε κάτι αγαπημένο και λησμονημένο χρόνια. Κοντολογίς, πρόκειται για την αίσθηση του ανήκειν, πως είμαστε δηλαδή κομμάτια που ταιριάζουν κοντά σε αγαπημένα πρόσωπα και όχι μόνοι μας.
Το ύφος της αφήγησης είναι τριτοπρόσωπο, βαθιά ψυχογραφικό με εντυπωσιακή χρήση μεταφορών και συμβόλων, ενώ η διήγηση ρέει αβίαστα. Επιπρόσθετα, πίσω από την νηφάλια προσέγγιση των ηρώων υποβόσκουν η τρυφερότητα και μια νότα αισιοδοξίας.
Τί είναι αυτό λοιπόν που μπορεί να μας σώσει από τον αφανισμό, την δυστυχία και την μοναξιά; Ποιο είναι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο τα ανθρώπινα όνειρα; είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που θέτει η συγγραφέας. Ο αναγνώστης καλείται να βρει την δική του απάντηση. Ωστόσο, το πιο βασικό και σωτήριο αίτημα προέρχεται από μια φράση του κειμένου: «Ήθελε κάποιος να την ακούσει». Μια καλή νεράιδα δηλαδή που θα μας κάνει να αναδυθούμε στην επιφάνεια από τον σκοτεινό βυθό που είμαστε παγιδευμένοι (παράσταση που απεικονίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου) και να προσέξουμε «πόσο όμορφα φέγγει το φεγγάρι πάνω από την θάλασσα».
0 Σχόλια