Ο γέροντας σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό· ακόμα και τώρα που η όρασή του του έπαιζε παιχνίδια, είδε τα μαύρα σύννεφα να μαζεύονται. Σε λίγο η μπόρα θα τάραζε τα νερά της ήσυχης λίμνης. Αυτή την ώρα όμως τα νερά ήταν τόσο ήρεμα, που δημιουργούσαν μια συμμετρική αντανάκλαση του κόσμου στο νερό, κάτι σαν τον Σμαραγδένιο πίνακα. Τα μάτια του έβλεπαν θολά τα σύννεφα, σαν απειλητικές σκιές, αλλά τίποτα δεν είχε αλλοιώσει τη μνήμη του. Εκεί, σε αυτή την ήσυχη λίμνη, πριν πενήντα περίπου χρόνια, συνάντησε εκείνη την μοναδική του αγάπη για να τη χάσει ξανά σε αυτό το ίδιο μέρος. Κοίταξε τη λίμνη και της μίλησε σαν να ήταν ζωντανός οργανισμός.
«Είσαι ευλογημένη, μόνο γιατί ακούμπησε εκείνη στα νερά σου και χάθηκε. Κακία δε σου κρατώ, ήταν η θέλησή της να τερματίσει με αυτόν τον τρόπο τη ζωή της και όχι να τη φθείρει αργά και βασανιστικά η αρρώστια. Μακάρι να είχες τη δύναμη να μου τη φέρεις πίσω!»
Ένα θρόισμα ακούστηκε στις φυλλωσιές των δέντρων, καθώς αέρας σηκώθηκε ξαφνικά. Οι καλαμιές στην όχθη σιγοτραγουδούσαν τραγούδια ερωτικά και ο γέροντας δάκρυσε.
«Ποιος μπορεί να μου απαντήσει γιατί η μοναξιά μοιάζει τόσο πολύ με το θάνατο;» φώναξε ξαφνικά.
Τότε την είδε, με ένα ολόασπρο φόρεμα και λουλούδια της Άνοιξης στα μαλλιά της, έτσι ακριβώς όπως την πρωτογνώρισε. Στεκόταν όρθια στη μέση της λίμνης και του φώναξε:
«Έλα».
_
γράφει η Χρύσα Παναγοπούλου
Πολύ τρυφερή η μικρή σου ιστορία. Καλογραμμένη με ζωντανές εικόνες.