Ένα βιβλίο που με προβλημάτισε ως προς το τι να γράψω γι’ αυτό και αν αξίζει να το συστήσω στο βιβλιόφιλο κοινό. Κοντά 620 σελίδες στο κάτω κάτω, δε σου άφησαν τίποτα; Ειλικρινά, δεν το θεωρώ κακό, απλώς δύσκολο κι αν δεν άγγιξε εμένα πολύ, σίγουρα κάποιοι θα το αγαπήσουν. Είναι διαφορετικό, είναι πρωτότυπο, είναι «βιβλίο μέσα στο βιβλίο», έχει τρεις διαφορετικούς άξονες αφήγησης, έχει πολλά κοινωνικά μηνύματα, έχει αληθοφάνεια χαρακτήρων, έχει ωραία γραφή αλλά δε με κράτησε. Με τα χίλια ζόρια το τελείωσα, μόνο και μόνο για να δω πού το πάει και να συμπληρωθεί μπροστά στα μάτια μου η μεγάλη εικόνα.
Έχουμε λοιπόν τρεις ιστορίες: τον Γιώργο Μοσχονά, ανερχόμενο στέλεχος κατασκευαστικής εταιρείας που βολιδοσκοπεί κρυφά ένα σημαντικό έργο ανάπλασης και τουριστικής υποδομής που ανέλαβε ο εργοδότης του και πώς αυτό ανατρέπει την καθημερινότητα των περίοικων ενώ ένας άντρας έχει εξαφανιστεί, έχουμε τον αγράμματο Νικόλα, που, παγιδευμένος στην κλειστή κοινωνία του χωριού Αναμονές της Πελοποννήσου, ψάχνει τρόπους να μαζέψει λεφτά ώστε να πάει στην Αθήνα και να βρει τρόπο να θεραπεύσει τη βραχύσωμη αδελφή του κι έχουμε κι έναν φίλο του Μοσχονά που κληρονομεί ένα μπαούλο με ιδιόχειρες σημειώσεις, λογοτεχνικά σκαριφήματα και διάφορα άλλα του φίλου του.
Πολυεπίπεδο, με πολλές και διαφορετικές μεθόδους αφήγησης, με τα κείμενα του Μοσχονά να αναπαράγονται αυτούσια (μέχρι και ιδιόχειρες σημειώσεις στο πλάι των κειμένων, μέχρι και σκίτσα κατασκεύασε ο συγγραφέας), κάνοντάς με να ψάξω αν όντως υπάρχει τέτοιος λογοτέχνης! Ομολογώ όμως ότι τα κείμενα και οι ιδέες του Μοσχονά με άφησαν αδιάφορο και τα προσπέρασα, μιας και δεν κατάλαβα σε τι θα βοηθούσαν είτε στην εξέλιξη της ιστορίας είτε στην ψυχοσύνθεση του Μοσχονά (κι ας είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κυψέλη, οπότε έχουμε πλείστες αναφορές και αναμνήσεις από την περιοχή όπου γεννήθηκα και ζω ακόμη). Έχει ανθρωπιστικά μηνύματα (μισαλλοδοξία, θυσίες στο όνομα του πολιτισμού, κλειστή κοινωνία, αλλοτρίωση, χρηματισμός, σάπια κυκλώματα, όνειρα κι ελπίδες που πνίγονται στο κλειστό χωριό και πολλά άλλα). Από ένα σημείο και μετά άρχισα να φυλλομετρώ τις σελίδες κι αυτό δε με βοήθησε να μπω εκτενέστερα στο μυαλό του συγγραφέα και δεν απέκτησα πλήρη την εικόνα που ήθελε να δώσει ο κύριος Ανδριωτάκης. Ξαναλέω, ίσως σε κάποιους αρέσει, εμένα εν συνόλω δε με κράτησε.
0 Σχόλια