Ένα αλλιώτικο παραμύθι, για «παιδιά» που δεν μεγαλώνουν εύκολα, από τις εκδόσεις Πόλις
Jean – Claude Grumberg
«Η πιο πολύτιμη πραμάτεια»
–
γράφει η Αλεξάνδρα Παυλίδη
–
Από τον Σεπτέμβρη του 2020 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Ρούλας Γεωργακοπούλου και στο εξώφυλλο το έργο του Anselm Kiefer “Word” 1973/74, το βιβλίο «Η πιο πολύτιμη πραμάτεια» Ένα παραμύθι, του Jean – Claude Grumberg.
Όσα παραμύθια και αν έχεις διαβάσει, ποτέ δεν είναι αρκετά, έλεγε ο παππούς μου. Ο άνθρωπος, φαίνεται να έχει ανάγκη τις ιστορίες, ευχάριστες, δυσάρεστες, διδακτικές, αλληγορικές ή ακόμα φρικιαστικές και τρομαχτικές. Πως μπορεί όμως μια ιστορία που συνέβη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να γίνει παραμύθι; Μέχρι τώρα, υπήρξαν ιστορικές αναφορές, άρθρα, κοινωνικοπολιτικές μελέτες, στατιστικά στοιχεία ή ακόμα και ταινίες αλλά παραμύθια; Ίσως, τώρα που το σκέφτομαι οι μνήμες των επιζώντων από αυτή την μαύρη περίοδο της ανθρωπότητας, να πέρασαν προφορικά, από τους μάρτυρες στα παιδιά τους ή στα εγγόνια τους. Γραπτώς όμως δεν φαίνεται να υπήρξε μια τέτοια προσέγγιση.
Διαβάζοντας κάποιος το οπισθόφυλλο, αναρωτιέται αν μια ιστορία η οποία εκτυλίσσεται κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δύναται να έχει κάτι το ονειρικό ώστε να ονομαστεί «παραμύθι». Φυσικά, υπάρχει ένα κρύο και αφιλόξενο δάσος, όπου ένα ζευγάρι φτωχών ανθρώπων προσπαθεί να επιβιώσει στην δίνη αυτού του πολέμου.
Ένας φτωχός λοιπόν ξυλοκόπος επιταγμένος στα δημόσια έργα των ναζί και η γυναίκα του, η οποία περιφέρεται καθημερινά, με κρύο ή με ζέστη, σαν αερικό, στο δάσος, προσπαθώντας να βρει ξύλα για να ζεσταθούν ή φαγητό για να φάνε, είναι οι κεντρικοί ήρωες του «παραμυθιού». Δύο ζωές, στα όρια της επιβίωσης, χωρίς παιδιά και δίχως ελπίδα.
Δίπλα στο δάσος, ένα τρένο, με μια και μοναδική γραμμή, περνά χειμώνα – καλοκαίρι, μεταφέροντας ανυποψίαστες ανθρώπινες ψυχές-πραμάτειες, από την ζωή στον θάνατο. Η γυναίκα του ξυλοκόπου ενθουσιάζεται –μέσα στην άγνοιά της- ονειρεύεται ότι το τρένο μεταφέρει πολύτιμα αντικείμενα, ταξιδεύει προς έναν προορισμό καλύτερο από τον τόπο όπου είναι καταδικασμένη να ζει.
Η πραγματικότητα όμως, είναι διαφορετική φυσικά, και περισσότερο ζοφερή από ότι κάποιος θα φανταζόταν. Το τρένο μεταφέρει Εβραίους με σκοπό την εξόντωσή τους. Κάπου μέσα στο άμοιρο πλήθος, ένα ζευγάρι με δίδυμα νεογέννητα παιδιά, τα οποία είχαν την ατυχία να γεννηθούν την άνοιξη του 1942, προσπαθεί να βρει μια λύση για την επιβίωσή τους. Ο πατέρας, αποφασίζει να πετάξει το ένα από τα παιδιά του, από το τρένο, έτσι ώστε να υπάρχουν πιθανότητες επιβίωσης του άλλου.
Αυτή την «πραμάτεια» βρήκε τυχαία η φτωχή γυναίκα του ξυλοκόπου και η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Πως μπορεί τώρα, ένας άνθρωπος που πεθαίνει της πείνας, δεν έχει ελπίδα για ένα μέλλον ελεύθερο, να μεγαλώσει ένα μωρό; Θα έλεγε κανείς ότι αυτό είναι μια άλλη ιστορία, αλλά στην ουσία πρόκειται για αυτήν ακριβώς.
Κάποιες φορές, η βοήθεια έρχεται από τον πιο απίθανο άνθρωπο ή από το πιο σκοτεινό κομμάτι ενός παγωμένου δάσους, όπου κανείς δεν τολμά να πατήσει, ή τουλάχιστον κανείς, εκτός και αν είναι μια γυναίκα με ένα πεινασμένο μωρό στην αγκαλιά. Άλλες πάλι φορές, ο πατέρας που πέταξε το παιδί του από το βαγόνι του τρένου για να σωθεί ή να πεθάνει γρηγορότερα ποιος ξέρει, χάνει όλη του την οικογένεια και περιμένοντας τον θάνατο να τον λυτρώσει, βρίσκει την πεταμένη του «πραμάτεια» ζωντανή, όμορφη και δυνατή.
Ωστόσο, ποιες από αυτές τις περιπτώσεις μπορείς να πιστέψεις ότι συνέβησαν στην πραγματικότητα; Η για να διατυπωθεί ορθότερα, πιστεύεις ότι η αγάπη για ένα παιδί, διαγραμμένο από στιγμή της γέννησής του λόγω της εθνικότητάς του, μπορεί να κάνει μια μαύρη και καταδικασμένη στον αργό θάνατο, ζωή, να πάρει χάρη, αυτόνομα και κόντρα σε ένα απαραβίαστο σύστημα και να αλλάξει τα δεδομένα; Αν πιστεύεις κάτι τέτοιο, τότε βρήκες το παραμύθι σου, στον Grumberg.
«Το κομβόι υπ’αριθμ.45 έφυγε από το Ντρανσύ στις 11 Νοεμβρίου 1942 με το φορτίο του από επτακόσιους εβδομήντα οκτώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ανάμεσά τους έναν μεγάλο αριθμό γερόντων και αναπήρων, μεταξύ των οποίων και ο τυφλός Naphtali Grumberg, παππούς του συγγραφέα. Δύο επιζώντες το 1945…» σελ.95
0 Σχόλια