Ο Αστυνόμος Ορέστης Μαντάς με τη συνοδεία του βρήκαν την πόρτα του διαμερίσματος μισάνοιχτη. Μπήκαν μέσα και βρήκαν στην κρεβατοκάμαρα τον Πέτρο αιμόφυρτο, με το μόριό του τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο, δίπλα του. Τα χέρια του δεμένα με χειροπέδες στα κάγκελα του κρεβατιού, ενώ τα πόδια, με δυο γραβάτες, στα κατωπόδαρα. Το στόμα του φιμωμένο με ταινία και τα μάτια του γουρλωμένα από τον πόνο και την φρίκη.
“Γρήγορα ασθενοφόρο. Πιάνω σφυγμό…” φώναξε ο Αστυνόμος στους βοηθούς του.
Δεν είχε περάσει ένα τέταρτο από την ώρα που δέχτηκαν ένα περίεργο και ανώνυμο τηλεφώνημα, στο οποίο τους δίνονταν με κάθε λεπτομέρεια τα στοιχεία τού θύματος.
“Εγώ θα παραδοθώ σε λίγο…” είπε η γυναικεία φωνή που τους ενημέρωσε.
“Ψάξτε όλο το σπίτι” έδωσε εντολή ο Μαντάς. “Πιθαμή προς πιθαμή. Δεν θ’ αφήσετε τίποτα όρθιο και στην τύχη του. Καταλάβατε;”
Από καιρό είχαν δεχθεί στην υπηρεσία ανώνυμα για το ποιον τού Πέτρου. Έψαξαν τα στοιχεία του και βρήκαν πως είχε χωρίσει με την γυναίκα του πριν μια πενταετία και πως είχε μία κόρη που τώρα πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι. Σαν αιτία διαζυγίου ήταν “ασέλγεια κατά ανηλίκου”, που δεν είχε, όμως, αποδειχθεί ιατροδικαστικά.
“Ας τον παρακολουθήσουμε για λίγο καιρό. Δεν χάνουμε και τίποτα”.
Το μόνο που διαπίστωσαν την περίοδο εκείνη, ήταν πως έφερνε κάποια “κορίτσια” στο σπίτι του, τα οποία, όμως, ήταν ενήλικα.
“Όπως όλοι μας, αντί να πηγαίνει στα “σπίτια”, προτιμά τον χώρο του…”
Και σταμάτησε η παρακολούθηση, αλλά όχι και τα τηλεφωνήματα. Στο προηγούμενο μάλιστα, η γυναικεία φωνή τους είχε πει πως, εφόσον δεν μπορούν εκείνοι να τον τιμωρήσουν, θα το αναλάβει η ίδια.
“Άλλη μια απατημένη σύζυγος, που ζητά εκδίκηση” είπαν μεταξύ τους.
Ο Πέτρος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, μαζί και το μόριό του στο αλουμινόχαρτο, μπήκε στο χειρουργείο κι από κει στην εντατική μονάδα. Η κατάστασή του ήταν πολύ κρίσιμη· είχε χάσει πολύ αίμα.
Στο σπίτι δεν βρήκαν κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο που ν’ αποδεικνύει τις σεξουαλικές του ορέξεις, όπως τον κατηγορούσαν τα τηλεφωνήματα, για ανήλικα κορίτσια. Υπήρχαν κάποια στοιχεία, όπως χειροπέδες, μάσκες και γυναικεία αποκαλυπτικά εσώρουχα, μα τίποτα παραπάνω.
“Έχει κι αυτός τα βίτσια του” γέλασαν οι αστυνομικοί που τα βρήκαν.
“Κλείστε, μετά τη σήμανση και φέρτε μου ό,τι στοιχεία βρείτε” είπε ο Αστυνόμος κι έφυγε.
“Κάτι μου λέει πως δεν θα τελειώσουμε με τούτη την ιστορία εύκολα…” είπε στον βοηθό του, πηγαίνοντας για το τμήμα.
“Αυτό ήρθε πριν λίγο για σας, κύριε Αστυνόμε” του είπε ένας νεαρός και του έδωσε έναν φάκελο που έγραφε το όνομά του φαρδιά-πλατιά και με κόκκινα γράμματα “Αυστηρά προσωπικό”.
“Ποιος το έφερε; Κουτή ερώτηση, αλλά πες μου”.
“Ένας κούριερ…”.
“Το φαντάστηκα. Μη μ’ ενοχλήσει κανείς και φέρτε μου τον καφέ μου κι ένα τσιγάρο”.
“Μα…” τόλμησε ν’ αρθρώσει ο βοηθός του, για να του υπενθυμίσει πως είχε κόψει το κάπνισμα εδώ και κάτι μήνες.
Ο Ορέστης Μαντάς τον αγριοκοίταξε και ο άλλος κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να του φέρει άλλη αντίρρηση και να μη γίνει αυτό που ήθελε το “μεγάλο αφεντικό”.
Ο Αστυνόμος κάθισε στο γραφείο του, πήρε τον χαρτοκόπτη και θαρρείς, με ευλάβεια, άνοιξε τον φάκελο.
“Γυναικείος γραφικός χαρακτήρας…” μονολόγησε πριν αρχίσει να διαβάζει. Ήταν σίγουρος, έπαιζε το κεφάλι του κορόνα-γράμματα, πως ο φάκελος αυτός αφορούσε στο περιστατικό από το οποίο μόλις είχε γυρίσει.
Πόσο το ήθελε τούτο το τσιγάρο, αυτή την συγκεκριμένη στιγμή. Δεν ήταν τυχαίο που δεν είχε στοιχεία πάλης ή άλλης κακοποίησης το σώμα του Πέτρου, μήτε και το σπίτι του.
“Ακόμα εκείνος ο καφές; Κόκαλα έχει;” φώναξε δυνατά, τη στιγμή που άνοιγε η πόρτα και ο βοηθός κρατούσε τον καφέ του Μαντά – διπλό βαρύ γλυκό ελληνικό – και το τσιγάρο. “Πρόσεξε, θα τον χύσεις. Κι έτσι και δεν έχει καϊμάκι, θα μου φέρεις άλλον. Ωραία, άσ’ τα και φύγε. Μην απομακρυνθείς, όμως. Κι αν πέσει κανένα τηλεφώνημα, ξέρεις εσύ, από την άγνωστή μας ανώνυμη, πέρασέ μου το μέσα…”
“Μάλιστα”
Ήπιε την πρώτη γουλιά, έπιασε με “ευλάβεια” το τσιγάρο, το μύρισε και μετά το έφερε στα χείλη του, χωρίς να το ανάψει και χωρίς να ψάξει για αναπτήρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να διαβάζει:
“Κύριε Μαντά,
για κάποιο λόγο, ανεξήγητο για μένα που αντιπαθώ το Σώμα σας, μου είστε συμπαθής. Μου εκπέμπετε μια θετική άποψη και νιώθω πως μπορώ να σας εμπιστευτώ.
Από καιρό σας είχα καταγγείλει το ποιον αυτού του ανθρώπου, που σήμερα βρήκατε αιμόφυρτο και του εύχομαι να ζήσει την κόλαση εδώ, στη γη, και όχι στην άλλη ζωή, που λένε.
Ονομάζομαι Αγνή, είμαι είκοσι χρονών και τυχαίνει αυτό το τέρας να είναι ο γεννήτοράς μου. Δεν ξέρω αν θα βρω το θάρρος να έρθω να παραδοθώ ή αν θα δώσω τέλος στη ζωή και στο μαρτύριο, στο οποίο με έχει υποβάλει τούτος ο “άνθρωπος”, τρόπος του λέγειν.
Αυτός, λοιπόν, που για κακή μου τύχη είναι αυτός που με έφερε στον κόσμο, στην ηλικία των δώδεκα χρόνων μου, μπήκε ένα βράδυ στο δωμάτιό μου, μου έκλεισε το στόμα και με βίασε. Δεν μου βίασε τόσο το σώμα, όσο την ψυχή. Μου είπε, μάλιστα, πως αυτό θα είναι το μυστικό μας, πως αν είμαι καλή, θα μου κάνει όλα τα χατίρια και πως αν πω τίποτα στην μητέρα μου, θα φροντίσει να κλείσουν εμένα στην φυλακή και θα σκοτώσει την μητέρα μου.
Από την άλλη κιόλας μέρα ανέβασα πυρετό και είχε το θράσος, το κτήνος, να λέει στον γιατρό που έφερε ο ίδιος μετά από τρεις μέρες που δεν έπεφτε ο πυρετός, πως αν δεν είναι ίωση, ίσως κάτι με έχει στενοχωρήσει στο σχολείο, και δεν πειράζει, ας γίνει καλά το παιδί μου κι ας χάσει και την χρονιά. Το κάθαρμα…
Η αλήθεια είναι πως δεν με ξαναπλησίασε, διότι από όσα είχα ακούσει, φαίνεται παραμιλούσα από τον πυρετό κι από κάπου προσπαθούσα να ξεφύγω. Και αναρωτιόταν. Η μητέρα μου κόντευε να τρελαθεί.
Τελειώνοντας το σχολείο, είχε μπει πια καλοκαίρι, ήρθε μια μέρα η μητέρα μου στο δωμάτιό μου, από το οποίο αρνιόμουν να βγω. Είχε δει πόσο είχε αλλάξει η συμπεριφορά μου, ειδικά απέναντι στον άντρα της – δεν μπορώ να τον αποκαλώ “πατέρα” τούτον τον άνθρωπο – και ήθελε να μιλήσουμε, για άλλη μια φορά. Είχε κάνει πολλές απόπειρες, αλλά έπεφταν στο κενό.
“Ρωτάω τον πατέρα σου αν σε έχει μαλώσει και για ποιο λόγο, που αγνοώ εγώ, κι εκείνος μου απαντά πως σε έχω κακομάθει. Πες μου, παιδί μου, σε παρακαλώ, τι σου συμβαίνει. Από τότε που αρρώστησες, έπαψες να τρως, μαζί μας τουλάχιστον, κλείνεσαι στο δωμάτιό σου και ακόμα και η φίλη σου η Λένα, μου είπε πως και στο σχολείο έπαψες να κάνεις παρέα με άλλα παιδιά, αλλά και με την ίδια. Τι σου συμβαίνει, κοριτσάκι μου;”
Όσο μου έλεγε όλα αυτά, ποτάμι τα δάκρυά της και η αγωνία με την ανησυχία της είχαν χτυπήσει κόκκινο, που λέμε εμείς οι νεολαίοι.
Την λυπήθηκα. Της ζήτησα να πάμε κάπου έξω, να είμαστε οι δυο μας μόνο και τότε θα της πω την αλήθεια.
Έτσι κι έγινε. Προφασίστηκε πως πρέπει να πάμε στη γιαγιά μου, στην μητέρα της, και πήγαμε στο πάρκο που ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι μας.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα πώς να της το πω. Μου ήταν τόσο δύσκολο. Ύστερα, ήταν και η απειλή του.
Μόλις άκουσε η μητέρα μου όσα είχαν συμβεί και όσα μου είχε πει αυτός ο απαίσιος άνθρωπος, με πήρε στην αγκαλιά της, μου ζητούσε συγγνώμη που δεν φρόντισε να μάθει νωρίτερα και έκλαιγε χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Όταν ηρέμησε λιγάκι, πήγαμε στο σπίτι της γιαγιάς κι από κείνη τη μέρα δεν τον ξαναείδα.
Η μητέρα μου με πήγε σε γιατρό, αλλά επειδή είχε περάσει καιρός, δεν μπορούσε να πιστοποιηθεί και ν’ αποδειχθεί πως αυτός ήταν “ο πρώτος άνδρας της ζωής μου”.
Για να μην σας κουράζω, κύριε Μαντά, και να καταλήξω στο “δια ταύτα”, που λέτε σεις οι μεγάλοι, άρχισα να τον παρακολουθώ, όταν πια μεγάλωσα και είχα και ελεύθερο χρόνο. Έγινε ο σκοπός της ζωής μου. Ήθελα όχι μόνο να τον εκδικηθώ, αλλά και να μην του επιτρέψω να ξαναβιάσει άλλη παιδική ψυχή, όπως είχε και έχει κάνει με τη δική μου. Εννοείται πως χώρισαν με την μητέρα μου, αλλά δεν μπορούσε να αποδειχτεί αυτό που είχε κάνει· ήταν ο λόγος του απέναντι στον δικό μου και θα ήταν και τραυματική η διαδικασία στο δικαστήριο.
Όσο τον παρακολουθούσα και όσο έβλεπα πως οι κοπέλες που έφερνε σπίτι του ήταν όλες ενήλικες, φαντάστηκα πως εγώ ήμουν μονάχα η άτυχη. Ώσπου, πριν δυο μήνες περίπου, από τότε που σας ενοχλούσα πιο συχνά, τον είδα να μιλάει μ’ ένα κοριτσάκι στη γειτονιά του. Το είχα δει μια-δυο φορές να μπαίνει σπίτι του με την μητέρα της και μάλιστα, όταν εκείνος έλειπε. Ρώτησα, λοιπόν, κι έμαθα πως ήταν η κόρη της γυναίκας που του καθαρίζει το σπίτι και άρχισα να την παρακολουθώ, την μικρή πια τώρα, πιο σχολαστικά. Πλησίασα την μικρή Έβελιν, διόλου δύσκολο, την ώρα που γύριζε από το φροντιστήριό της. Μου είπε πως δεν είναι Έλληνες, πως η μητέρα της καθάριζε σπίτια για να την μεγαλώσει, πως ο πατέρας της είχε φύγει για την πατρίδα τους και δεν μπόρεσε να επιστρέψει. Μου είπε, επίσης, για έναν πολύ καλό κύριο, τον κύριο Πέτρο, που την έχει σαν παιδί του και είναι πολύ λυπημένος, γιατί η γυναίκα του με την κόρη του σκοτώθηκαν σε τροχαίο. Μου είπε πως της αγοράζει τα πάντα και το μόνο που της ζητά, να την παίρνει στην αγκαλιά του, όπως θα έκανε, αν ζούσε η κόρη του.
Θόλωσα, κύριε Μαντά. Όλα αυτά φυσικά, δεν μου τα είπε η μικρή από την πρώτη μας συνάντηση. Τα μάθαινα σιγά-σιγά. Δεν ήθελα να το τρομάξω το παιδί μήτε και τη μητέρα της. Μου χτύπησε, όμως, ο συναγερμός μου. Άναψαν τα λαμπάκια μου, που λένε. Για μια βδομάδα στηνόμουν στη γωνία, κοντά στο σπίτι του και παρακολουθούσα κάθε κίνηση, ντυμένη, όπως ντύνονται οι κοπέλες που μπαινοβγαίνουν σπίτι του, με περούκα και έντονα βαμμένη και περίμενα. Και χθες το βράδυ μού χαμογέλασε η τύχη και διέγραψε και το δικό μου μέλλον.
Την είδα να πλησιάζει. Τη ρώτησα πόσα έχουν συμφωνήσει, της έδωσα τα διπλά – είχα κάνει το κουμάντο μου – και της είπα πως ήμουν μια παλιά του και ήθελα να του κάνω έκπληξη. Αυτή μου είπε πως του αρέσει να τις δένει στο κρεβάτι και πως είχε όλα τα απαραίτητα και πού.
Μπήκα στο σπίτι του και νόμιζα πως τα μάτια μου έβγαζαν φλόγες. Σαν τον αντίκρισα, μου ήρθε εμετός. Έπρεπε, όμως, να κρατηθώ. Έπρεπε να αποδώσω τη δική μου δικαιοσύνη.
Τα υπόλοιπα τα είδατε. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να σας πω λεπτομέρειες.
Θα περιμένω απέναντι από το γραφείο σας για μια ώρα, από τη στιγμή που θα παραλάβετε την ομολογία μου.
Σας χαιρετώ για την ώρα,
Αγνή”.
Ελατήριο πετάχτηκε ο Μαντάς από το γραφείο του. Έτρεξε στο παράθυρο. Κοίταξε δεξιά, αριστερά. Τίποτα. Δεν έβλεπε καμία κοπέλα. Πέρασε τη ματιά του για άλλη μια φορά, πιο προσεκτικά. Τίποτα πάλι.
“Ποιος;” φώναξε αγριεμένος, σαν άκουσε το χτύπημα της πόρτας. «Δεν είμαι εδώ για κανέναν, δεν το είπαμε;»
Πριν ολοκληρώσει, ο βοηθός του είχε ανοίξει…
“Κάποια Αγνή επιμένει να σας δει. Ξέρετε, λέει, εσείς”
Ο Μαντάς προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία του, κάθισε πίσω από το γραφείο, άναψε το τσιγάρο, που όλη αυτή την ώρα το είχε στο στόμα, πνίγηκε στον βήχα από την πρώτη και μοναδική ρουφηξιά και το έσβησε αμέσως.
“Να περάσει” είπε.
Σαν σήκωσε τα μάτια του και είδε αυτό το πλάσμα, ένιωσε τόση ντροπή. Μπροστά του στεκόταν ένας πανέμορφος κρίνος, ντυμένη σαν αρσενικό αλητάκι και το μαλλί της ξυρισμένο σχεδόν…
“Η πανοπλία μου, κύριε Μαντά, η πανοπλία μου…”
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
Ένα πανέμορφο αστυνομικό που μάς λέει ότι η Αθηνά Μαραβέγια ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΟΜΈΑ ΑΥΤΌ ΌΠΩΣ ΚΑΙ ΜΕ Ό, ΤΙ ΚΑΤΑΠΙΆΝΕΤΑΙ, ΈΧΕΙ ΤΑΛΕΝΤΟ.
Μού άρεσε πολύ…ΠΕΡΙΜΈΝΩ ΚΑΙ ΆΛΛΕς ΙΣΤΟΡΊΕΣ.
Λενάκι μου, σ’ ευχαριστώ!!!!!!!! Δεν ξέρω αν θα το ξανακάνω…
Σε φιλώ!!!!!!!!!!!!
Συγκλονιστικο. Μου άρεσε πάρα πάρα πολύ. Μπράβο σου
Ευχαριστώ πολύ!!!!!!!!!!!!!
Αθηνά μου τι να πω;Συγκλονιστικό το θέμα αλλά και ο τρόπος που το απέδωσες…Γονείς τέρατα… και μια κοινωνία απαίδευτη κι αμέτοχη να κρυφοκοιτάει πίσω από την κουρτίνα!!!Αυτό είμαστε!!! Γραφείς υπέροχα…αγγίζεις ευαίσθητα θέματα και καρδιές!!!Την καλημέρα μου και την αγάπη μου!!!
Σοφία μου, σ’ ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σου!!!!!! Πράγματι, είμαστε τόσο απαίδευτοι και αμέτοχη και συνάμα επικριτικοί…
Καλό μας βράδυ και πάλι σ’ ευχαριστώ!!!!!!!!!!!
Εξαιρετικό κυρία Μαραβέγια!
Ευχαριστώ πολύ για το πέρασμα και για το σχόλιο, κύριε Παλιεράκη!!!!!!!!!!