Πριν από μερικά μόλις χρόνια, δεν ήθελα να έχω παρτίδες μαζί της. Την απέφευγα, όπως ο διάολος το λιβάνι. «Από τώρα στην πολυθρόνα; Θεός φυλάξοι!», έλεγα.
Με τρόμαζε καλέ, η ιδέα της πρόωρης κοινωνικής μου, αποστρατείας. Ερχόταν στιγμές, που την έβλεπα για ηλεκτρική καρέκλα, που πάνω της θα καβούρντιζα τις όποιες αναμνήσεις μου, θα σιγόψηνα τις όποιες προσδοκίες μου, όσες θα μου έχουν απομείνει. Άι στο καλό της, για πολυθρόνα!
Ήταν όμορφη, δεν λέω και πολύ μαλακιά, μαλακότατη. Κούκλα, όπως την είδα στην βιτρίνα και μου τράβηξε το μάτι. Δεν δίστασα, να πληρώσω κάμποσα λεφτά γι αυτήν κι από ό,τι φάνηκε, το πήρε πάνω της και καμάρωνε. Ήταν και που στο σαλόνι, την έστησα φάτσα απέναντι από την τηλεόραση και η εύνοια αυτή την έκανε να βγάλει από μέσα της, όλη της την ωραιοπάθεια.
Καθόμουν επάνω της και ζωντάνευε, για να ξέρετε. Άπλωνε, θαρρείς τα δυο μπράτσα της και μ’ αγκάλιαζε. Στην αρχή, κάπως διακριτικά και δεν έδωσα σημασία. Μα… σιγά-σιγά, πήρα να καταλαβαίνω, πως ο σκοπός της ήταν κομμάτι πρόστυχος. Μαλάκωνε, σαν να ’ταν φτιαγμένη από ζυμάρι και μ’ έκανε, να βουλιάζω μέσα της, αν το πιστεύετε. Να βουλιάξω, να κολλήσω και να μην ξανάβγαινα ποτέ από κει μέσα. Αιχμάλωτος μιας πολυθρόνας!
Την άκουγα, που έβγαζε τους βόγγους της ξαναμμένης και άναβε και κόρωνε, σαν νιόπαντρη της πρώτης βραδιάς. Αλήθεια λέω! Κι όταν εγώ αποτραβιόμουν από αιδώ, θύμωνε μαζί μου. Να ήταν τρόπος, θα με κατάπινε ζωντανό, ίδια με κάποια λουλούδια της ζούγκλας, που καταπίνουν ζουζούνια και τέτοια αηδιαστικά πράγματα. Λίγο ακόμη και δεν θα ξεκολλούσα από πάνω της.
Πέρασε καιρός, που μια σημασία δεν της έδινα. Είχα κάποια νιάτα υπόλοιπο και κοίταζα, να τα καταναλώσω έξω από το σπίτι. Τι να την έκανα την πολυθρόνα;
Όμως… λένε, πως όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο κόσμος όλος. Τα λεφτάκια μου πήραν ολοένα να λιγοστεύουν. Κι όχι που τα έτρωγα από δω κι από κει, νοικοκύρης άνθρωπος! Ήταν λέει, γιατί χρωστούσα σε «δανειστές», σε κάποια φαντάσματα της ζωής μου, που έτσι ξαφνικά, μπήκαν από την πίσω πόρτα της ζωής μου και την ροκανίζουν μέχρι τώρα, που τα συζητάμε. Ούτε που τους ήξερα! Άκουγα πρωτόγνωρα ονόματα, κακόηχα τα πιο πολλά, που το ένα ήταν για το χρέος μου, το άλλο για τις δόσεις που έπρεπε να πληρώσω, το παρ’ άλλο για φόρους που μου ’ρθαν κατακέφαλα, δεν πέρασαν δυο-τρία χρόνια και φτώχαινα.
Πολύ θέλει, για να φτωχαίνει κανείς;
Σιγά-σιγά και χωρίς να το καταλάβω, κατέβασα τον αμανέ της ζωής μου. Άρχισαν τα κοψίματα. Κόψε το ένα, κόψε το άλλο, έμεινε μια ψυχούλα …η ψυχούλα μου… όλο παράπονα. Και σε ποιον να τα κάνεις δηλαδή; Α! Ναι! Μου έμεινε και ένα μυαλό που δουλεύει με την αρχική ταχύτητα, που είχε. Δεν γεννάει πια επιθυμίες, όνειρα, ελπίδες. Απλά τις αναπολεί και με βασανίζει. Πάνε τα ταβερνάκια μου, πάνε τα ταξιδάκια μου, τα χουβαρνταλίκια μου πάνε κι αυτά κι έμειναν οι αθλητικές φόρμες που φορώ μέσα στο σπίτι, κάποια βιβλία αγαπημένα από τα παλιά και… η πολυθρόνα μου.
Την αγάπησα ξαφνικά, χωρίς να την φοβάμαι. Της είπα, «αν με αντέξεις πάνω σου, να γκρινιάζω και να βρίζω φωναχτά την ώρα των ειδήσεων, έχω ελπίδες, να βγω κάποτε ζωντανός, από την φυλακή μου». Έτσι κάθισα επάνω της διστακτικά, να κάνω κι εγώ τους απαίσιους λογαριασμούς μου.
Ποιους λογαριασμούς κάθομαι και σας λέω;
Όποιον κι αν δοκίμασα, με έβγαζε να χρωστώ. Και βλάκα, αν σας πω πως μ’ έβγαζε, ψέμα δεν θα ήταν. Στα σχολεία που πέρασα από παιδί: Λίαν καλώς με άριστα! Στην δουλειά μου: Πολύ καλός! Στην ζωή, ας πούμε καλούτσικος. Από πού κι ως πού το «βλάκας»;
Το δέχτηκα, γιατί είναι η μόνη λέξη, που αποδίδει την φρικτή πραγματικότητά μου. Δεν με ενοχλεί! Γιατί να με ενοχλεί; Ένας που πληρώνει ανύπαρκτα χρέη του, βλάκας δεν είναι;
Η πολυθρόνα μου, λοιπόν! Πάνω της εγώ και φάτσα απέναντι, μια τηλεόραση να αναμασά τα βάσανα του κόσμου.
Υπέροχα!
Σήμερα τα δελτία των ειδήσεων είναι πλουσιοπάροχα, χορταστικά θα έλεγα. Έχει απ’ όλα! Τρομοκρατία, βομβαρδισμούς, πνιγμένους. Ομολογώ, πως χάνομαι, που βλέπω τους πνιγμένους. Η προσφυγιά! Μια οικεία σε μένα τραγωδία, παρ’ όλο που δεν την έζησα ποτέ μου. Η φυγή! Ένας θάνατος που σε παίρνει από πίσω, να σε καταπιεί. Άγνωστα μέρη, ξένος στην ερημιά του αφιλόξενου. Κακό αφεντικό, με ένα τυποποιημένο χαμόγελο στο πρόσωπό του, που στάζει …αν το προσέξεις καλά… το φαρμάκι της εκμετάλλευσης. Δεν θα υπάρχει πατρίδα πια! Πάει η πατρίδα! Μπορεί, για κάποιον τυχερό, να βρεθεί ένα κεραμίδι και μια φέτα ψωμί. Μπορεί! Πατρίδα όμως, ποτέ. Τα ξένα μέρη δεν κάνουν για πατρίδα, κακά τα ψέματα. Ούτε και ο πνιγμός ενός παιδιού, ξεχνιέται.
«Γιατί;», κάνω την χαζή ερώτηση.
Καλύτερα, να βρω άλλο κανάλι, να δω κανένα ελληνικό σίριαλ.
Έχουμε και λέμε.
Αυτός δεν θα έμενε πιστός στο στεφάνι του, έχετέ το υπόψη σας αυτό από τώρα. Φαινόταν από την μούρη του. Έκανε τον γκόμενο! Εμένα, δεν με ξεγελάνε κάτι τέτοιοι μασκαράδες. Στην δουλειά του, που λέτε, μια καινούρια δικηγορίνα τον πλάνεψε κι αυτός αραίωσε τα πάρε δώσε με την γυναίκα του. Εγώ του φώναξα μια φορά, « Α ρε μεγάλε! Γλιτώνεις από το ένστικτο της γυναίκας σου;». Δεν μ’ άκουσε και την διέλυσε την οικογένειά του, ο χαμένος. Τον παράτησε και η δικηγορίνα και… ας τον διάτανο κι αυτή! Αντροχωρίστρα!
Καλύτερα, να δω τα φίδια της Αυστραλίας.
Στην Αυστραλία δεν πρόκειται να πάω ποτέ. Ας δω λοιπόν, τα φίδια της και πώς αυτός ο τολμηρός τα πιάνει με τα χέρια. Υπέροχα φίδια! Ωραία χρώματα, κάτι δοντάρες, να! Μια δαγκανιά και σέκος. Στην Αυστραλία για να ξέρετε, υπάρχουν και δηλητηριώδη φίδια μέσα στην θάλασσα. Αυτό δεν το ήξερα! Να, και κάτι που έμαθα.
Τι ώρα πήγε, ρε παιδιά;
Δώδεκα;
Δέκα ώρες στην πολυθρόνα, δηλαδή;
Ναι! Αλλά, σε τι πολυθρόνα!
_
γράφει ο Γιώργος Ψύλλας
Γιώργο πολύ όμορφη η ιστορία σου!