Το καλοκαίρι καίγονταν τα κορμιά. Μύριζε ο ιδρώτας αυτών που πηγαινοέρχονταν με μια ατέρμονη κίνηση που εναλλάσσονταν απ’ αργή τις ώρες της μεγάλης ζέστης, σε γρήγορη τις βραδινές ώρες. Θυμάρι το μεσημέρι, γιασεμί τη νύχτα.
Αναγνώριζες τον τόπο από τη μυρωδιά του, γνώριζες τους ανθρώπους του από τη μυρωδιά τους. Και αυτή η μυρωδιά ή σου ταίριαζε και δεν έφευγες ποτέ ή σε έκανε να το βάζεις στα πόδια.
Έτσι ήταν και οι άνθρωποι. Ή που θα τους ήθελες ή που θα έτρεχες μακριά τους.
Σήμανε νύχτα, ώρα που όλοι βγαίνουν στους δρόμους. Τα ημιφωτισμένα σοκάκια, αρχίζουν να ζωντανεύουν και να τραγουδούν στους δικούς τους ρυθμούς. Αεράκι, μουσικές, κόσμος στις πλατείες και στα υπαίθρια μπαρ.
Όλοι ντυμένοι με ιδρώτα και άρωμα, αφήνοντας κάτι λίγο για να προκαλέσει πολύ. Κορμιά, πόδια, ώμοι, ντεκολτέ και στέρνα, έτοιμα να φιληθούν να παραδοθούν στη μέθη της μουσικής του έρωτα της πόλης.
Περπατώντας στις γειτονιές, τα παλιά κτήρια αφήνουν έναν απόηχο βογκητών. Μπαλκόνια με πράσινα προστατευτικά πλέγματα, τοίχοι γυμνοί από χρώμα ή από σοβάδες αφημένοι έρμαια του χρόνου, του πάθους και της νύχτας.
Και εκεί δίπλα με τα ποτά στο χέρι, χαμόγελα, τυχαία χάδια, ή δήθεν τυχαία, πολλά υποσχόμενα για εκείνα που θα ‘ρθουν.
Με το βλέμμα στυλωμένο στην επόμενη σκηνή. Όμως η επόμενη σκηνή δεν έχει έρθει ακόμα. Τα σεντόνια είναι ακόμα κολλαριστά, οι πόρτες κλειδωμένες και οι άνθρωποι στους δρόμους.
Ένα χέρι αντρικό, κάτω από ένα τραπέζι χαϊδεύει ένα γυμνό πόδι κι ένας γοφός έχει κολλήσει σ’ έναν άλλον. Χέρια χαϊδεύονται στραμμένα κάτω απ’ τα στρωμένα σεντόνια και τα τσαλακώνουν, τα υγραίνουν τα γεμίζουν άρωμα και φως.
Είναι η νύχτα μεγάλη ξελογιάστρα και όλο αργεί να έρθει και όλο φεύγει γρήγορα. Όταν έρχεται όμως, οι διακριτικότητες και οι φόβοι της μέρας πνίγονται στα ποτά, βουλιάζουν και βυθίζονται στους κάδους απορριμμάτων. Γέλια κοριτσιών και αγοριών για όλα εκείνα που θα ‘ρθουν, και όσο περνάει η ώρα η αγωνία μεγαλώνει μήπως και οι στιγμές περάσουν και χαθούν, μήπως χαθούν για πάντα, γιατί η κάθε νύχτα του έρωτα είναι η νύχτα του πάντα.
Τα μάτια είναι το τόξο που έχει εντοπίσει το στόχο και έχει τεντώσει. Σπάει το τόξο από την ένταση; Είναι ταγμένο το τόξο στο στόχο, γεννήθηκε για να λυγίζει να τεντώνεται, να σημαδεύει. Καμπύλη λεία, θελκτική, θαρρείς θα σπάσει από την ένταση που κουβαλά. Έτοιμη να εκτοξευτεί, έτοιμη να ταλαντευτεί σ΄ ένα ρυθμικό ρυθμό που αφού κορυφωθεί σταδιακά μειώνεται και γέρνει στο πλάι στο πάτωμα σαν να ζητά ξεκούραση. Έτσι τα μάτια, τόξα που θα αργήσουν να ξεκουραστούν απόψε.
Και εκεί μετά το τυχαίο άγγιγμα, ένα φιλί ενθουσιασμού που ακουμπά δίπλα στα χείλη, τόσο δίπλα που είναι λίγο μα δίνει υποσχέσεις, απαιτεί υποσχέσεις, φωνάζει τη συνέχεια.
Πάμε πίσω με τα πόδια; Το πίσω δεν είναι ειλικρινές. Αυτό που κρύβει είναι το μπροστά είναι ο προορισμός είναι η διαδρομή στον Παράδεισο.
Στο δρόμο το γιασεμί το παρακάνει. Πλημυρίζει τα πάντα, διαπερνά τα κορμιά, μαγεύει, μεθά και προκαλεί. Τα χέρια πιάνονται. Προχωρούν. Μπορείς να διακρίνεις μόνο δυο χέρια. Ακουμπιούνται, αγγίζονται, γνωρίζονται, ερωτοτροπούν, μαλώνουν τσακώνονται, φιλιώνουν, ξανασμίγουν πιο άγρια, πιο ηδονικά, μα δεν χωρίζουν ούτε χωρίζονται, προχωρούν λουσμένα στο φεγγαρόφωτο της πόλης, μπλεγμένα στις σκιές των κτηρίων. Πιο εκκωφαντικά από τις λέξεις. Τα χέρια πρωταγωνιστούν. Όταν τα χέρια το αποφασίσουν τα χείλη φιλιούνται. Απαλά στην αρχή, βασανιστικά, δίπλα στο πλέγμα των αρχαίων, χωρίς παύσεις για χαμόγελα, η νύχτα περνά και μοιάζει μα είναι η τελευταία.
Το φιλί βαθαίνει, τα κορμιά καμπυλώνουν, οι ήχοι απομονώνονται τώρα υπάρχουν μόνο δυο χείλη. Θέλουν να εξερευνήσουν να μάθουν να διεισδύσουν στα κρυφά μυστικά του άλλου, να διαπεράσουν το είναι του, ή να αφήσουν το ανεξίτηλο σημάδι του, όχι εκείνο από το κραγιόν αλλά από τη θεία στιγμή, τη θεία αίσθηση. Ο χρόνος τώρα έχει παύση. Πόσο κρατάει μια παύση; Πόσο μιλάει μια παύση; Γλύκα παγωτού που λιώνει από τη κάψα και στάζει φωνάζοντας, φωνάζει δυνατά εκκωφαντικά, σκυλιά αλυχτούν μα κανείς δεν δίνει σημασία στον δικό τους πόθο. Όλα γύρω ένα ερειπωμένο σκηνικό, ένα ταμπλό βιβάν, ακίνητο. Δυο χείλη μόνο εκεί, δυο χείλη μόνο ζωντανά μέσα στον θάνατο της πόλης, δυο χείλη που βρίσκουν την ύπαρξη της τους μέσα στο αδηφάγο τέρας της ανυπαρξίας.
Και μετά τι;
Τα χείλη ξεκολλούν και θαρρείς πως ο φακός στρέφεται στα πόδια. Δυο πόδια και άλλα δυο πάνε μαζί, ακουμπιούνται πού και πού και ανατριχιάζουν. Δεν ενώνονται, δεν σταματούν. Το τοπίο γύρω τους προχωρά, προχωρά γρήγορα. Η κάψα του μεσημεριού έχει πλημυρίσει τη νύχτα και αυτά θέλουν να ξεφύγουν μαζί. Όχι σαν δύο αλλά σαν τέσσερα. Το τέσσερα τη νύχτα γίνεται μαγικός αριθμός, γίνεται οδηγός.
Το μπαλκόνι με το πλέγμα σα να χαμηλώνει για να μπουν μέσα του, μα ακόμα αρνούνται. Αρνούνται για εκεί. Η μυρωδιά από εκείνα τα ατσαλάκωτα σεντόνια πίσω από το παράθυρο με τα γιασεμιά τους οδηγεί. Και δεν είναι πόδια. Είναι μύτες. Μυρίζουν τα σεντόνια, το γιασεμί, τον ιδρώτα που μυρίζει αρσενικό και θηλυκό, τον αέρα που μυρίζει σπίρτο που έχει ήδη ανάψει αλλά δεν έχει καεί ακόμα. Σαν περνούν στο δρόμο, μύτες γυρνούν να τους μυρίσουν να πάρουν κάτι από αυτή τη μυρωδιά, οι ανέραστες μύτες να μυηθούν σ’ αυτό το οσφρικό μυστήριο που παύει τη σκέψη και ταράσσει το υπογάστριο συθέμελα. Η νύχτα εντείνει την όσφρηση, είναι ανάγκη επιβίωσης, είναι κυτταρική μνήμη που ξεπετιέται να καλύψει όλα τα άλλα και φτερά στα πόδια και καλπάζοντες ήχους στην καρδιά.
Η μυρωδιά οδηγεί εκεί. Κάτω από το σεντόνι, που πια δεν είναι σιδερωμένο, βλέμμα, χέρια, πόδια, κορμιά, χείλη συγχρονίζονται σε μια υπόγεια και υπέργηρη βουτιά στο κενό. Και απλώνει ο χρόνος και δεν μετριέται με λεπτά μα με σταγόνες ιδρώτα, με σημάδια στα κορμιά, με βογγητά. Και εγκλωβίζεται εκεί μέχρι τη στιγμή της έκρηξης που έρχεται με τις πρώτες αχτίνες του ήλιου, που σηματοδοτούν το τέλος. Το τέλος της στιγμής το τέλος του χρόνου, το τέλος της πόλης. Απλώνεται η μυρωδιά παντού και ενώ όλα τελειώνουν μένουν οι υποσχέσεις για την επόμενη νύχτα που αργεί.
Αυτή είναι η μυρωδιά του τόπου. Αυτοί και άνθρωποι του. Και είναι ένας τόπος που ή που θα έμενες για πάντα ή θα ‘φευγες και δεν θα άντεχες να γυρίσεις πίσω. Αχαρτογράφητη περιοχή, χωρίς αιδώ, χωρίς λογική, με ένα τσαλακωμένο σεντόνι στο μπαλκόνι το πρωί να αδημονεί για την επόμενη νύχτα. Για την επόμενη νύχτα…. Που αργεί.
_
γράφει η Έφη Γεωργάκη
Έφη κορίτσι μου ένα έχω να σού πω. Με άφησες κεραυνοβολημένη . Ένα κείμενο ποίημα και τούμπαλιν . Ειχες μεγάλα κέφια έμπνευσης όταν το έγραφες…Τόσο απλά…
Σας Ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ πολύ.
Το απόλαυσα απο την αρχή μέχρι το τέλος. Θα συμφωνήσω με τη Λένα. Εχει ποίηση. Και μια ποίηση που αγαπώ να διαβάζω. Μπράβο σου κορίτσι μου!
Ευχαριστώ πολυ Μάχη μου…
Πολλές εικόνες μαγικές κεντούν το κορμί της υπέροχης νύχτας που αργεί να ρθει ή φεύγει γρήγορα σαν να την κυνηγούν τα ιδρωμένα κορμιά και τα τσαλακωμένα σεντόνια….
ΜΠΡΑΒΟ……
Τι ωραία εικόνα αυτη της κυνηγημένης πολης…
ωραία πόλη. με τσαλακωμένα σεντόνια απλωμένα.
Ή σου αρέσει και μένεις πάντα η φεύγεις μακρυά και δεν ξαναγυρνας…
Η δεν σου αρεσει και μενεις εγκλωβισμενος μεσα στα τσαλακωμενα σεντονια της ομορφης πολης…..και περιμενεις την εκρηξη που θα γινει με τις πρωτες ηλιαχτιδες του ηλιου σηματοδωτοντας το τελος της ομορφης νυχτας η της ασχημης πολης….τελικα…..;;;;;συγχαρητηρια Εφη μου!!!ζωγραφισες παλι
Βουλα μου… Σε ευχαριστω. Εισαι ενας θησαυρός!
Απλά υπέροχο!
Έφη μου συγχαρητήρια…είναι υπέροχο!!!!!!!!!!!!!
Σαν τους ανθρωπους αυτης της πολης… Ευχαριστω.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΩ ΟΛΟ!!!!
ΕΦΗ ΜΟΥ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ… ΑΠΛΑ… ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ?? ΠΟΛΥΤΑΛΑΝΤΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΟΧΗ!!!