Ένα εξαιρετικά δυνατό ψυχογράφημα που παίζει ανάμεσα στο κοινωνικό και στο ρομαντικό μυθιστόρημα χωρίς να αφοσιώνεται σε καμία από τις δύο περιπτώσεις. Μια υπέροχη ιστορία με πολλές επιμέρους αφηγήσεις, ένα στιβαρό καλειδοσκόπιο χαρακτήρων και μια ανατρεπτική εξέλιξη που δεν την περίμενα. Άλλη μια εξαιρετική επιλογή των εκδόσεων Ωκεανίδα.
Αγάπησα τον Μάριο Μένκελ, τον πιο ήσυχο και διακριτικό καθηγητή πανεπιστημίου, που έχει φτάσει σε προχωρημένη ηλικία χωρίς να ταράξει την ομαλή, θα έλεγα ακόμη και βαρετή ζωή του, με μια ερωτική ιστορία, ή έστω με μια κραυγή! Έχοντας γράψει το μυθιστόρημα του αιώνα εδώ και αρκετά καιρό, χωρίς όμως άλλες βλέψεις, εργάζεται ως καθηγητής δημιουργικής γραφής σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Ρουτινιάρικη ζωή, στη θέση του θ’ αυτοκτονούσα ευχαρίστως. Έλα όμως που προλαβαίνει να αυτοκτονήσει ο μυστηριώδης νοικάρης του! Ο Μένκελ έχει κληρονομήσει ένα διαμέρισμα, στο οποίο μένει ένας υποδειγματικός ενοικιαστής, που καταθέτει τακτικά το ενοίκιο, δεν ενοχλεί, δεν απαιτεί. Καθ’ υπόδειξιν του Μένκελ, δεν έχουν έρθει ποτέ σε επαφή κι επικοινωνούν μέσω μεσιτικού γραφείου. Όταν αυτοκτονεί ο Μοντάλβο, λοιπόν, ο Μένκελ αναγκάζεται να πάει στο διαμέρισμα ώστε να αποφασίσει τι θα κάνει με τις χιλιάδες συλλογές που μάζευε οργανωμένα και τακτοποιημένα ο Μοντάλβο: βεντάλιες, νομίσματα, στρατιωτάκια, κονκάρδες, καπάκια, θεατρικά προγράμματα, γραμμόφωνα είναι λίγα από τα αντικείμενα που συγκέντρωνε με πάθος ο αυτόχειρ.
Αγάπησα την Μπεατρίθ Μιγιάρες, μια γυναίκα που βρήκε τη δύναμη να εγκαταλείψει τον άντρα της μόλις της έριξε το πρώτο χαστούκι αντί να περιμένει το χαστούκι να γίνει ξυλοδαρμός. Συνάδελφος του Μένκελ στο πανεπιστήμιο, δέχτηκε την πρότασή του να μείνει στο διαμέρισμα του Μοντάλβα. Έτσι ξεκινάει μια από τις πιο αργές στην ανάπτυξή της, τρυφερές και συναρπαστικές ερωτικές ιστορίες, γιατί μαζί θα φροντίσουν τα πράγματα του νεκρού, μαζί θα ψάξουν για το παρελθόν του, μαζί θα ταξιδέψουν ως το Μιλάνο (ο Μένκελ που δεν είχε αλλάξει ποτέ πόλη, τώρα θα αλλάξει και χώρα!) για να βρουν την άκρη του νήματος, μαζί θα αγαπήσουν ο ένας τον άλλον σε μια υπέροχη κλιμάκωση που με συγκίνησε.
Αγάπησα την Άννα Λίβια Στσέρνι, μια υπερήλικη γυναίκα που αντί να το βάλει κάτω και να κλειστεί μες στο σπίτι αναπολώντας τη ζωή της, νουθετώντας τους νέους με ατέλειωτους μονολόγους, πλέκοντας κάλτσες και χαϊδεύοντας γάτες, καλεί συνέχεια φίλες και φίλους, κάνει τη ζωή της χωρίς να προκαλεί, φέρνοντας σε δύσκολη θέση την ηλικία της και στο τέλος υποκύπτει στο φλερτ ενός γλυκού συνομηλίκου της που πραγματοποιεί το όνειρό της: τα παρατά όλα κι επιστρέφει στην Ινδία από όπου είχε φύγει παιδούλα ακόμη λόγω μετάθεσης του διπλωμάτη πατέρα της! Από τις πιο γλυκές, ουσιαστικές και τρυφερές ιστορίες του μυθιστορήματος για μια γυναίκα που επέχει θέση-κλειδί στην εξέλιξη της κεντρικής ιστορίας!
Μέσα σε όλα αυτά λοιπόν βάλτε κι έναν πρύτανη που έχει όνειρο ζωής το ιδιωτικό πανεπιστήμιο που ο ίδιος δημιούργησε να ανέβει ακόμη πιο ψηλά σε κύρος, έναν εκδοτικό οίκο που αναζητά τον Μένκελ για να του δώσει όσα χρήματα θέλει, αρκεί να γράψει ένα δεύτερο μυθιστόρημα, την ερωτική ιστορία του αυτόχειρα Μοντάλβο με τη μυστηριώδη Κλάρα και το πώς δένει η ιστορία του με το παρελθόν του ίδιου του Μένκελ και θα έχετε ένα πρωτότυπο, ανθρώπινο, συγκινητικό, γεμάτο, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα για απαιτητικούς αναγνώστες! Ξεχωριστή αναφορά θα κάνω στη μετάφραση, η οποία έδωσε ρέστα, χρησιμοποιώντας ιδιολέκτους όπου έπρεπε (μα «τσαμπασίρια»; ακόμη γελάω) και σωστό λεξιλόγιο καθ’ ολη την έκταση του κειμένου, οπότε με τις εύστοχες επιλογές της μεταφράστριας ο αναγνώστης πότε γελάει και πότε σοβαρεύει, αφήνεται όμως χωρίς διακοπή να ταξιδέψει στον κόσμο της Ντε Λα Κρουθ και να συστηθεί στους πιο πρωτότυπους και διαφορετικούς χαρακτήρες μυθιστορήματος που έχω ανακαλύψει! Και έμεινα άφωνος για τον λόγο που τελικά ο Μοντάλβο μάζευε ό,τι μάζευε! Ακόμη δακρύζω!
Χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«… εκείνη η γόησσα που τώρα γλιστρούσε στην άβυσσο της ηλικίας, κάποτε υπήρξε σίγουρα μια πραγματική καλλονή που είχε το δικαίωμα να κάνει νυχτερινό μπάνιο σε οποιοδήποτε σιντριβάνι της Ρώμης» (σελ. 333).
0 Σχόλια