Γεννήθηκα από μια υπέροχη μάνα, λίγο αλήτισσα και αλανιάρα, αλλά υπέροχη. Μαζί με τα αδέλφια μου, που δεν ήμαστε από τον ίδιο πατέρα, δεν την αφήναμε σε ησυχία. Την κυνηγούσαμε συνέχεια από πίσω και σαν την βλέπαμε ξαπλωμένη, τσουπ εμείς, μη χάσουμε ευκαιρία. Μας φρόντιζε, μας τάιζε κάθε που πεινούσαμε, και πεινούσαμε διαρκώς τα σκασμένα, μας άφηνε να την βυζαίνουμε με τις ώρες, χωρίς να διαμαρτύρεται. Εμείς στο βυζί κι εκείνη να μας καθαρίζει, να μας φροντίζει και να μας γεμίζει φιλιά και χάδια.
Είχε αρχίσει, όσο περνούσε ο καιρός, να μας εκπαιδεύει, όταν μια μέρα, εκεί που ήμαστε και χοροπηδούσαμε δώθε-κείθε με την μικρότερη αδελφή μου, ήμουν και το πιο αδύνατο μωρό, μας βούτηξαν δυο κακάσχημα χέρια. Μας έβαλαν μέσα σε μια νάιλον σακούλα, έτσι νομίζω λέγεται. Εμείς νομίζαμε πως ήταν κάποιο παιχνίδι, αλλά αυτά τα κακοτράχαλα χέρια, μας πέταξαν σ’ ένα σκοτεινό μέρος που είχε και άλλες τέτοιες σακούλες. στον κάδο σκουπιδιών. Στην αρχή δεν βγάλαμε άχνα. Περιμέναμε να φανεί η μανούλα μας να μας πάρει μαζί της, μα σαν περνούσαν οι ώρες, αρχίσαμε να πεινάμε, να την αποζητούμε και να κλαίμε.
Κάποια στιγμή, εκεί που η μια παρηγορούσε την άλλη, βλέπουμε με κουβέρτα να προσγειώνεται στον κάδο. Δεν την πέταξαν όπως εμάς, δεν την εκσφενδόνισαν, αλλά την ακούμπησαν με περισσότερη προσοχή.
Σταματήσαμε να κλαίμε και προσπαθούσαμε να δούμε μήπως και βρεθεί κάποιος να μας βγάλει απ’ αυτό το απαίσιο μέρος που μύριζε και άσχημα, πολύ άσχημα…
«Καλέ, κι άλλα έφεραν;» ρώτησα την αδελφή μου. «Αυτά μέσα στην κουβέρτα κι εμείς στην παλιοσακούλα…»
Βρήκα άνοιγμα και πλησίασα. Ακουγόταν μια αχνή φωνούλα, πιο αδύναμη από τη δική μας, μα έμοιαζε τόσο πολύ…
«Τρέξε. Έλα γρήγορα. Τούτο εδώ είναι μικρό ανθρωπάκι. Τρέχα…» φώναξα.
Από κείνη την ώρα αρχίσαμε να φωνάζουμε ακόμα πιο δυνατά. Πήγαμε δίπλα στο ανθρωπάκι, ενώσαμε τις δυνάμεις μας κι αρχίσαμε να κλαίμε και να φωνάζουμε, όσο γίνεται πιο δυνατά, όταν είδαμε ν’ ανεβοκατεβαίνει ένα μικρό κεφαλάκι. Τώρα φωνάζαμε με όση δύναμη μας είχε μείνει…
«Σωπάτε, σωπάτε. Πάω να φέρω βοήθεια…» ακούστηκε να λέει αυτό το κεφαλάκι και αμέσως μετά ακούστηκε ένας απαίσιος θόρυβος, ένας θόρυβος τρομακτικός, που όμοιό του δεν είχαμε ακούσει ξανά.
«Μη, μην αδειάσετε τον κάδο…» ακούστηκε πάλι η φωνή. «Μη, σας παρακαλώ. Μέσα στα σκουπίδια έχουν πετάξει δυο γατάκια κι ένα μωρό. Σας παρακαλώ, περιμένετε να έρθει η γιαγιά μου…» φώναξε ξανά η φωνή.
Σαν να κατάλαβε το μικρό ανθρωπάκι πως έπρεπε να φωνάξει πιο δυνατά και το ίδιο κάναμε κι εμείς.
«Ο πιτσιρικάς έχει δίκιο…» είπε ένας μεγαλόσωμος άντρας, που φορούσε κάτι απαίσια πράγματα στα χέρια του. «Ειδοποίησε την αστυνομία…» φώναξε, προφανώς σε κάποιον άλλο, ενώ έβγαζε αυτά τα πράγματα από τα χέρια του.
Έσκυψε επάνω μας και με προσοχή σήκωσε το μικρό ανθρωπάκι.
«Ε, εμάς, εμάς δεν θα μας πάρεις; Εδώ θα μας αφήσεις;» φώναξα εγώ με όση δύναμη μου είχε απομείνει.
«Έλα, έλα γρήγορα, γιαγιά…» ακούστηκε τώρα η φωνή η πρώτη. «Είδες που σου είπα αλήθεια; Να το μωρό. Τα γατάκια; Τα γατάκια, κύριε, γιατί δεν τα βγάλατε;» “μάλωσε” αυτόν που πήρε το ανθρωπάκι. «Σας παρακαλώ, βγάλτε και τα γατάκια. Θα τα πάρουμε εμείς και τα τρία, έτσι δεν είναι, γιαγιά;»
«Πώς σε λένε, μπόμπιρα;»
«Γιάννη, κύριε. Αλλά, σας παρακαλώ, δώστε το μωρό στην γιαγιά μου και βγάλτε και τα γατάκια. Δύο είδα. Μπορεί να είναι και περισσότερα. Σας παρακαλώ, κύριε…»
«Εντάξει, Γιάννη. Αρκεί να μη με γρατζουνίσουν, γιατί τότε θα πάνε από κει που ήρθαν…»
«Μη μου λέτε τέτοια πράγματα, κύριε. Μη γίνετε κι εσείς σαν αυτόν τον κακό άνθρωπο που τα πέταξε και τα τρία στα σκουπίδια. Αν, όμως, φοβάστε, βοηθήστε με να τα φτάσω εγώ, σε μένα δεν θα βγάλουν νύχια…»
Δεν πέρασαν πολλά ανθρώπινα λεπτά, όταν είδαμε, η αδελφή μου κι εγώ, το κεφαλάκι που ανεβοκατέβαινε πριν, να ξεπροβάλλει και με το υπόλοιπο σώμα του, ν’ απλώνει απαλά τα μικρά του χεράκια και να μας σβερκώνει.
«Ουφ! Αέρας καθαρός!» φώναξα με νάζι, όταν βρέθηκα στην αγκαλιά του Γιάννη κι ένοιωσα τόσο όμορφα!
Φίλησα την αδελφή μου κι αρχίσαμε κι οι δύο να του φιλάμε τα χέρια και να γουργουρίζουμε…, ενώ το μικρό ανθρωπάκι το κρατούσε η γιαγιά με τόση αγάπη και τρυφερότητα, σαν αυτή που μας χάριζε η δική μας μανούλα, πριν μας αρπάξουν…
«Νιάου…, νιάρρρρ…»
–
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
H τρυφερότητα και η ανθρωπιά της Αθηνάς σε όλο της το μεγαλείο Αδερφή Τερέζα…