–
γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη
–
Στη γειτονιά μας, είχαμε μια γραία -ετών ογδόντα φεύγα, ρίζα από Μικρασία. Καλή γυναίκα, κιμπάρισσα κι ανοιχτόκαρδη, με τα βραχιόλια της να βροντούν (κατά πώς λέει το άσμα για τη Γερακίνα που κίνησε να φέρει νερό απ’ το πηγάδι και κάναν θόρυβο τα φτιασίδια της) και το πρόσωπο μονίμως σοβατισμένο με παχιές-παχιές στρώσεις από κιτρινιάρικο μέικ-απ, χείλη γραμμωτά παπαρουνίσια, μάτια με κάτι βλεφαρίδες κορακίσιες, και κάτι μαλλιά καρφιά ίσια προς τα κάτω κόκκινο-πορτοκαλί. Για τα ρούχα, να μη μιλήσω καλύτερα. Έκανε κάτι ταιριάσματα να σού φύγει το τσερβέλο -φούξια με πορτοκαλί, πράσινο λαχανί με μαύρο, πουά με ριγέ, βελούδο με τζιν, γούνα με σανδάλι, πασμίνα με σπορτέξ. Τόσο φανταχτερή εμφάνιση είχε κάθε Πέμπτη που ‘βγαινε για τα ψώνια της βδομάδας, που τα παιδιά της γειτονιάς (για χάζι, τρομάρα να μάς έρθει) τη φωνάζαμε πίσω απ’ την πλάτη της Καραγκιόζαινα. Τέτοια παιδεία είχαμε, να μή να μας χαθούμε -κι ας πάσκιζαν κείνοι οι έρμοι οι δάσκαλοι μέρα και νύχτα, κάτω στο Δημοτικό, να μας κάμουν ανθρώπους. Εμείς, πού.
Το χωριουδάκι μας ήταν ένα κουκλί. Ποιό είναι τ’ όνομά του- δε σας το λέω, που να σκάσετε από περιέργεια. Μα, ήταν όμορφο… ααχ -να σού παίρνει τα μυαλά. Βαλμένο απ’ το χέρι του Πλάστη πάνω στα ριζά ενός λοφίσκου σφιχτού και καταπράσινου, όλο νεραντζιές μοσκοβολιστές, τζιτζίκους, μαργαρίτες και νερά κρουστάλλινα, ζούσε κι ανάπνεε πατρίδα, ανάπνεε φως. Σαν πληθυσμός, εμείς εκεί είμαστε αυτό που λεν τα βιβλία «αυτόχθονες» -που πα ‘να πει ότι κανέναν κερατά δε βάναμε πάνω απ’ το κεφάλι μας, ουδέ κακό, ουδέ καλό. Και στις μεγάλες μας ανάγκες μόνο -σαν τύχαινε δηλαδή και χρειαζούντανε1 κανείς παππούς ή καμιά ετοιμόγεννη ντοτόρο2 καλό -τότε, τραβούσαμε υποχρεωτικά για τας Αθήνας. Να με σχωρνάτε που τα γράφω έτσι, απλά. Και στα γραφτά, ίδιο σκεπάρνι είμαι. Ορινθοσκαλίσματα. Με λένε Σταματίνα Μασταμπά, κι είμαι (τώρα που σας τα γράφω αυτά) δεκάμισι χρονώ. Ούτε μικρή, ούτε μεγάλη. Κανονικιά.
Είχε λοιπόν η Καραγκιόζαινα το κονάκι της στο πάνω μέρος του χωριού μας, και ζούσε ήσυχα εκεί πέρα. Το κανονικό της όνομα ήτανε Αλεξάνδρα Δερέμπεη, κι οι δικοί της ήσαν από τα Θυμιανά της Χίου. Κι ήτανε χήρα, η κακορίζικη. Τον άντρα της, τόν έθαψε πριν καλά-καλά τον στεφανωθεί, κι ουδέ παιδιά πρόκαμε να ιδεί, ουδέ τίποτα. Έκτοτε, ζούσε εκεί δανά μέσα σ’ εκείνη ‘κει την τρύπα, μοναχιά της. Ευτυχώς τουλάχιστον που το σπίτι ήτανε δικό της -προίκα από τον πατέρα της, μεγάλο γαιοκτήμονα πέρα στα Θυμιανά, κι οι δικοί της ήσαν άνθρωποι νοικοκυραίοι και στρωμένοι, που τον είχανε τον τρόπο τους. Το τι προσπάθεια κάμανε τότε -μετά το θάνατο του μακαρίτη- οι συγγενείς της να της βρούνε δεύτερο γαμπρό, βρε καλή μου αυτό, βρε χρυσή μου το άλλο, και γιατί να σπαταλάς τα νειάτα σου για μια ατυχία της ζωής, αυτή ντουβάρι πεντελιώτικο. Όσο για το παράξενο ντύσιμο, δε ντυνόταν πάντα έτσι- όχι. Τα πρώτα χρόνια ήτανε σκέτο φιγουρίνι- έβγαινε βόλτα και πεντοβόλαγαν τα πεζοδρόμια πατσουλί ένα μέτρο μακριά. Με τα χρόνια όμως, παραξένεψε. Κι εμείς, τα παλιόπαιδα (για να μην το πω αλλιώς), αφορμή για κάζο ψάχναμε- δε θέλαμε και πολύ. Από Αλεξάνδρα -μια χαρά όνομα του Θεού- της κολλήσαμε το Καραγκιόζαινα: κι άπαξ κι έγινε έτσι το πράμα, περαστικά της κι από ‘δω παν κι άλλοι.
Βγήκε το λοιπόν εκείνη την Πέμπτη η γυναίκα -μεσημεράκι, που ‘χε πιο χαμηλές τιμέ-, σαν όλες τις άλλες Πέμπτες, με το καροτσάκι της λαϊκής, να πάει πιο κάτω να ψωνίσει αγριόχορτα και μήλα για τη βδομάδα που ‘ρχότανε. Τσούκου-τσούκου λοιπόν με το καροτσάκι, τού ‘χε λασκάρει κι η μια ρόδα, τής είχανε λασκάρει κι εκεινής (κατά πώς φαινότανε) τα μυαλά, πολύ δεν ήθελε ν’ αρχίσουμε ‘μείς το δούλεμα, γιατί σκολειό δε είχαμε ξεκινήσει ακόμα -Δεκέμβρη μήνα, μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων- οπότε απ’ το πρωί, γυρνάγαμε σαν τα χαμίνια κι αλητεύαμε στο χωριό. Δεν είμαστε όλοι παρόντες -θυμάμαι- εκείνη τη μέρα, όχι. Ο Σταύρος ο Βαράκουλης, ο Αλέξης του Ζερβοκωσταντή, η Θεοδώρα η Ζούρμπαλη, η Μαριαλένα του μανάβη, τα δίδυμα (Λουκάς και Κατερίνα) του Στράτου του κουτσού, κι εγώ με την αδελφή μου τη Χριστίνα. Τήνε πήραμε το λοιπόν στο κατόπι, κι αρχινίσαμε το βιολί:
Πού πάς βρε Καραγκιόζαινα, με το στραβό καρότσι
κι έτσι το σέρνεις, με καημό -σαν να σέ ζέψαν βόδι;
Βροντούνε τα βραχιόλια σου, τσινάει κι αυτού το κότσι,
κι ούλοι3 οι αθρώποι4 του χωριού σηκώθηκαν στο πόδι.
Τετράδη5, Πέφτη6, Σάββατο, που βγαίνεις για τα ψούνια7
κοίτα να το βαστείς καλά -γιατί, αν σού γείρει8, αλί του!
Ρόδια, πατάτες και καρποί θα ροβολούν -μιλιούνια
κι αν πέσει κάνας άνθρωπος, θα φάει την κεφαλή του.
Σταμάτησε, θυμάμαι, τότε δά το καρότσι τη μέση του δρόμου, τυλίχθηκε πιο σφιχτά με τη μαντήλα της, και μάς έριξε ένα βλέμμα λουκούμι σκέτο. Έβαλε ύστερα τα γέλια: «Βρε τσιλιβιθράκια! Τώρα ‘δα, πάω να το πω στον κύρη9 σας, και τότε θα ιδείτε εσείς! Άχου, τρομάρα που με βρήκε! Με κάματε και τραγούδι, γριά γυναίκα…». Και γέλαγαν τα μουστάκια της.
Εμείς, πιαστήκαμε τότε χέρι-χέρι, τήν περικυκλώσαμε κι αρχινίξαμε να χορεύουμε γύρω της τραγουδώντας κι άλλο:
Πού πάς βρε Καραγκιόζαινα με τα ριγέ τα τούλια,
σε τόσο κόσμο ανάμεσα, σε κύριους καθωσπρέπει;
Δες: στην αστεία σου κεφαλή, βγήκαν κοκκινογούλια!
Μα, δε σε νοιάζει γρι, λοιπόν, ποιος κι από πού σε βλέπει;
Μάς έκανε τότενες νόημα να πλησιάσουμε, ελάστε11 εδώ μωρέ κυπαρισσάκια μου, και κάνει μια έτσι με το χέρι της, το βάνει σε μια-δυό σακούλες απ’ αυτές που έσερνε μες στο καρότσι και μάς εγιόμισε12 τις φούχτες καρύδια φρέσκα, σύκα ξερά και κάστανα που το τσόφλι τους λαμποκοπούσε ένα μέτρο μακριά -σαν πελώρια φουντούκια.
-Δε μου λέτε, βρε ‘σεις. Για κάλαντα πήγατε φέτος, να πείτε στον κόσμο για τη γέννηση του Χριστού μας, ή κοιμόσαστε σαν τα κατσούλια13 την Παραμονή το πρωί;
-Εκοιμούμασταν…
-Α, να σας χαρώ εγώ! Επήγατε βρε τουλάχιστον να πείτε στου Χριστού την Εικόνα μπροστά ένα συγγνώμη, πού δεν εψάλατε ούτε ένα «Καλήν εσπέραν άρχοντες»; Να δώκετε και της Παναγιάς ένα γλυκό-γλυκό φιλί, που ‘γινε μανούλα;
-Όχι….Μα έπρεπε, λες θειά;
-Αν έπρεπε; Σεις θα μού πείτε! Αμέτε14 στην Εικόνα του Χριστού να Τον ρωτήξετε -κι ό,τι σας πει, κάμετέ το.
Έκανε μετά να φύγει, μα ο Σταύρος με τον Αλέξη μπήκανε μπροστά, δε σ’ αφήνουμε, τής λένε, θειά. Πάμε καλύτερα να το πούμε του Χριστού μαζί, έλα κι εσύ -γιατί άμα πάμε μόνοι μας, μπορεί να μάς θυμώσει..
Εγέλασε πάλι, στο τέλος έγνεψε ναι. Και κινήσαμε όλοι μαζί -παιδιά και γριά- χειμώνα καιρό, μες στο ξεροβόρι του χιονιά, να πάμε στο ξωκλησάκι του χωριού να πούμε του Χριστού το συγνώμη. Μα ήτανε μακριά, κι ο δρόμος όλος πασπαλισμένος χιόνια σαν μπακαλιάρος μες στο χοντράλατο. Κι είχε κρύο πολύ! Εκάμαμε όμως κουράγιο, γιατί τις καρδιές μας τις φλόγιζε η θαλπωρή της Φάτνης. Περπατούσαμε δυό ώρες, μπορεί και παραπάνω, ώσπου κάποια στιγμή, αχνοφάνηκε μπροστά μας η θολωτή τζαμένια πόρτα της εκκλησιάς, με τα τζάμια της σφυρήλατα κιντρινοπορτοκαλιά, κι απ’ όξω ν’ ακούγονται οι αγγελίσιες15 φωνές των ψαλτάδων που διάβαζαν τα ολόγλυκα λόγια του γιορτινού Εσπερινού.
Μπήκαμε μέσα, ανάψαμε κερί. Δεν είχε πολύ κόσμο, μόνο κάτι γυναίκες με φούστες πλεχτές και μάγουλα φεγγαρένια. Μπροστά-μπροστά ήτανε βαλμένη η Εικόνα του Χριστού, με τα πανέμορφα κατάσπαρτα μάτια Του, τους χρυσούς Του χιτώνες, το Ευαγγέλιο διαμαντοστόλιστο στ’ άσπρα χέρια Του. Και δίπλα ακριβώς, στεκότανε λουλουδοστολισμένη η Εικόνα της Γεννήσεως, η Παναγιά με το Βρέφος και τον Άγιο Ιωσήφ ν’ αστράφτουν από χάρη, και γύρω ποιμένες, άγγελοι, κι αστέρια…πολλά αστέρια. Ένα αστέρι όμως ήταν μεγαλύτερο απ’ όλα τ’ άλλα.. στεκόταν στον μπογιατισμένο ουρανό, ακριβώς πάνω από τη Φάτνη κι οι αχτίνες του έπεφταν στο προσωπάκι του μικρού Χριστού. Τότε, η Μαριαλένα του μανάβη, που ήταν η πιο μικρή της παρέας -μόλις πεντέμισι χρονών- επήγε κι αγκάλιασε την Εικόνα της Γέννησης κι αρχίνιξε να φωνάζει μέσα ‘κει στις ψαλμωδίες: «Αστέρι! Τι ωραίο αστέρι! Θέλω κι εγώ ένα τέτοιο για το σπίτι, να το βάλουμε στο δέντρο! Θέλω το αστέρι, θειά! Θέλω το αστέρι!»
Η Καραγκιόζαινα πήρε τη μικρή και τήνε σήκωσε στα χέρια, έλα παιδί μου, δώσε φιλί στην Παναγιά που -σαν εχθές- εγίνηκε μανούλα… Προσκύνησαν μαζί, και τότε, κάτω ακριβώς από το στύλο που στήριζε την Αγία Εικόνα, είδε αφημένη μια σακούλα γιομάτη χριστουγεννιάτικα στολίδια, και μέσα να γυαλίζει ένα αστέρι κίτρινο ολοφώτεινο, πλαστικό βέβαια, μα οπωσδήποτε πολύ εντυπωσιακό -για τα δεδομένα του χωριού και της φτώχειας των περισσότερων από ‘μας. Το πήρε η Μαριαλένα αχόρταγα μέσ’ από τη σακούλα κι αστραποβολήσαν τα ματάκια της, θειά, να το πάρω σπίτι μου ή είναι κλοπή; -η Καραγκιόζαινα τήνε κοίταζε τότε αυστηρά, αλλά πριν προλάβει να της πει άστο κάτω, η νεωκόρος πλησίασε με γλύκα, πάρ’ το χρυσό μου, κάνει της μικρής, κι ύστερα: Όλα τα παιδάκια, πάρετε από ένα στολίδι, να το πάτε σπίτια σας για το καλό! Τα άφησε εδώ μια πλούσια κυρία, που ήθελε να προσφέρει κάτι στα φτωχά παιδάκια..
Ξεχυθήκαμε τότε όλοι γύρω απ’ τη σακούλα, την αναποδογυρίσαμε και γίνηκε το πάτωμα της εκκλησίας παιγνιδότοπος. Η Καραγκιόζαινα θύμωσε λίγο, βρε κυπαρισσάκια μου, λέει και γελά, γελά και κλαίει μαζί και γιομίζουνε τα τούλια της δάκρυα ζελατινένια16, για παιγνίδι ήρθατε βρε ή για να πείτε μια κουβέντα του Χριστούλη που σας περίμενε; Εμείς δεν είχαμε αυτιά, ούτε μάτια, για τίποτ’ άλλο -παρά για τα στολίδια στη σακούλα. Ώσπου μια κάποια ώρα, το ‘νιωσα μέσα μου καθαρά πως εφέγγισε ο τόπος απ’ άκρη σ’ άκρη. Κι αφήνω τη σακούλα, κι αφήνω και τα υπόλοιπα παιδιά, και πάω προς τα ‘κει που έβγαινε ‘κείνο το άσπρο φως… Και το φως ερχότανε από την πλάτη της Καραγκιόζαινας, που ‘χε πέσει κατάχαμα μπροστά από την εικόνα της Παναγίας -να σέρνονται χάμω τα τούλια κι οι γούνες και τα βραχιολικά17 της- κι έκλαιγε με λυγμούς, παρακαλώντας Τη σιγανά να μας εσυγχωρέσει που στήσαμε παιγνίδι μέσα στο Ναό Της, και που φέτος, κανένας μας δεν είχε αξιωθεί να πει τα Κάλαντα στο χωριό. Και τότε, ακριβώς πάνω από ‘κείνο το φως, ήρθε και στάθηκε ένας άγγελος μεγάλος, με φτερά πουπουλένια που μοσχομύριζαν άρωμα, πρόσωπο απαλό και ρούχα σαν τον ήλιο -που δε μίλαγε, τίποτα δεν έλεγε, μόνο είχε σκύψει μαλακά και χάιδευε της γριάς τα ολόασπρα μαλλάκια, τής στήριζε την πλάτη και τα γόνατα, τής σκούπιζε πού και πού τα μάτια. Δεν άντεξα.
-Θειά! Μωρέ θειά!… Δες εκεί! Άγγελος ολόφωτος ήρθε και σε σκεπάζει!
Δε μίλαγε η Καραγκιόζαινα, μονάχα προσευχόταν. Κι όταν ετέλειωσε την προσευχή, ο άγγελος -χαρούμενος- τη φίλησε στο κεφάλι κι έφυγε φτερουγώντας για τα ψηλά, για τα πολύ ψηλά διαμερίσματα, επέρασε τον τρούλο σαν να ‘τανε πόρτα, κι απορροφήθηκε μες στα χρυσά σύννεφα της ιερής εκείνης νύχτας –26 του Δεκέμβρη, το έτος 1964. Σηκώνεται τότε απάνω η γριά, κάμει το σταυρό της, φιλά ξανά την Παναγιά που έλαμπε από ομορφιά με τον Χριστό στα χέρια, και με χαρά πολλή, άντε τσιλιβιθράκια μου, μάς λέει, πάρετε καθένας από ένα στολιδάκι και πάμενε σπίτια μας, γιατί έχουμε πάλι δρόμο πολύ.
Ο Εσπερινός είχε τελειώσει. Όλος ο Ναός μοσκοβολούσε θυμίαμα από κρίνα και γαρδένιες. Πήγα τότε κι εγώ να προσκυνήσω, κι έτσι όπως αγκάλιασα τη Μάνα του Βασιλιά μέσα στην εικόνα, ένιωσα ζεστά, πολύ ζεστά.. Του χρόνου Παναγιά μου, τής λέω κρυφά, θα προσπαθήσω να μη με πάρει ο ύπνος την Παραμονή.. και θα πάμε -όλη τη τάξη μας μαζί- για τα Κάλαντα, σ’ όλα τα σπίτια του χωριού μας! Προσκύνησαν και τ’ άλλα παιδιά, χαιρετήξαμε τη νεωκόρο, και κινήσαμε για τα σπίτια μας. Στο δρόμο, πηγαίναν μπροστά οι υπόλοιποι και πίσω εγώ με τη γριά, γιατί τή βοηθούσα να ξεσύρει το καρότσι.
-Σταματίνα μου… γιατί παιδί μου δεν πας κι εσύ με τους άλλους μπροστά; Δεν έχω ανάγκη εγώ, το σηκώνω το καρότσι μου.. δες, να.. δες ελαφρύ που είναι!
-Το ξέρω, βρε θειά… αλλά να. Κοτζάμ άγγελος κατέβηκε και σε διακόνησε στην προσευχή. Και να μη σε διακονήσω εγώ, μ’ ένα παλιοκαρότσι;
Όταν φτάσαμε στο χωριό, είχε κιόλας νυχτώσει από ώρα. Η παρέα των παιδιών διαλύθηκε, μα εγώ από φιλότιμο ακολούθησα την Καραγκιόζαινα μέχρι το σπίτι της. Με κάθισε να φάμε μαζί, και φεύγοντας, στην πόρτα της, έβγαλε και μού χάρισε ένα πιατελάκι καλιτσούνια χριστουγεννιάτικα, μαζί με μια ολόκληρη σακούλα πορτοκάλια, για να μού κάνει λέει στο σπίτι η μάνα μου μαρμελάδα.
Τήν αγκάλιασα, τή φίλησα και γιόμισε η αγκαλιά μου φως, και ντράπηκα πολύ για όλες τις φορές που την είχαμε κοροϊδέψει έτσι άδικα, την καψερή. Αυτή δεν ήταν Καραγκιόζαινα.. Ήταν Αγγελοκάμωτη!
Κουτσαίνοντας γύρισα σπίτι μου, εκείνο το βράδυ. Με είχανε -βλέπεις- χτυπήσει τα μποτάκια μου μετά από τόσο δρόμο, κι ας φόραγα κάλτσες χοντρές. Κάθισα τότε κι είπα του πατέρα μου τι είχε συμβεί. Κι εκείνος, σοβαρός κι ωραίος σαν πάντα, έσκυψε το ψαρό του κεφάλι, με κοίταξε ίσα με τα ολογάλανα μάτια του και μού ‘πε να τη σέβομαι πολύ εκείνη τη φτωχιά γριά.
Έτσι κι έκαμα, στο εξής.
Κι εγώ, κι όλα τα παιδιά του χωριού.
Και, για τα παράξενα ρούχα που φορούσε, δεν την ξανακοροϊδέψαμε ποτέ.
_____
- χρειαζούντανε: χρειαζόταν
- ντοτόρο: γιατρό
- ούλοι: Όλοι
- αθρώποι: άνθρωποι
- Τετράδη: Τετάρτη
- Πέφτη: Πέμπτη
- ψούνια: ψώνια (ενν. τα ψώνια της λαϊκής)
- γείρει: εδώ το ρήμα «γέρνω» χρησιμοποιείται ποιητική αδεία, αντί του ρήματος «αναποδογυρίζω»
- κύρη: πατέρα
- τότενες: τότε
- ελάστε: ελάτε
- εγιόμισε: γέμισε
- κατσούλια: γατάκια
- Αμέτε: πάτε
- αγγελίσιες: αγγελικές
- ζελατινένια: διάφανα σαν μικρές σταγόνες ζελατίνης
- βραχιολικά: τα βραχιόλια και τα άλλα φτιασίδια που φορούσε στα χέρια
0 Σχόλια