–
γράφει η Σοφία Κραββαρίτη
–
Μια μεγάλη έκθεση ζωγραφικής. Ένας νεαρός καλλιτέχνης στο απόγειο της καριέρας του, όπου όλα προμηνύουν μια ζωή στην οποία οι πόρτες της τέχνης θα ανοίγουν η μία πίσω από την άλλη, χαρίζοντας μία ονειρική φήμη στον νεαρό ζωγράφο. Ένας κρυφός πίνακας – αριστούργημα, περιμένει την τελευταία του λεπτομέρεια για να εξυψώσει και άλλο την λαμπρή σταδιοδρομία του εμπνευστή του.
Στα στενά σοκάκια της Βενετίας, ο Μάρκο ζαλισμένος από την επιτυχία της έκθεσής του, αλλά και το κόκκινο κρασί, περιφέρεται ευτυχισμένος και αισιόδοξος για ένα μέλλον γεμάτο δόξα και φήμη. Ανακαλύπτει όμως σύντομα, ότι η βραδιά γίνεται όλο και πιο μυστηριακή -κάτι που αποδίδει στο αλκοόλ- και επικίνδυνη ίσως. Μια παραίσθηση στη Γέφυρα των στεναγμών, τον φέρνει εντελώς απροσδόκητα, ακριβώς ένα βήμα πριν από τον θάνατο. Στο βήμα που μεσολαβεί ώσπου να επέλθει το μοιραίο, ο Μάρκο -μέσα στα όρια του παραλογισμού- πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σ’ ένα νέο κόσμο ή την παραμονή του στα σκοτεινά σοκάκια ώσπου να φτάσει ο θάνατός του, ή η σχεδόν απίθανη περίπτωση να αποφύγει το μοιραίο. Ο χρόνος που του απομένει στον πραγματικό κόσμο για να επιστρέψει και να αντιμετωπίσει την εξέλιξη της κατάστασης, είναι μία ώρα ακριβώς -κάτι που δεν μετράει το ίδιο στη διάσταση που θα περιπλανηθεί- αρκεί να βρει τη σωστή πόρτα. Απελπισμένος από την προοπτική του θανάτου, αποφασίζει να το ρισκάρει και η εφιαλτική περιπλάνηση ξεκινά. Έχοντας σιγουρευτεί πια για την παγίδα, παλεύει με όσες δυνάμεις μπορεί να διαθέσει κάποιος που ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και την τρέλα. Κάθε κόσμος στον οποίο περιπλανιέται, αποτελεί και μία απειλή και ο Μάρκο πρέπει να επιβιώσει για να προσπαθήσει να γυρίσει πίσω, ακόμα κι αν χρειαστεί απλά να περιμένει για το αναπόφευκτο. Η τέχνη του, του επιτρέπει να αποκωδικοποιήσει την παράνοια των κόσμων στους οποίους εισέρχεται, και να συνειδητοποιήσει πως δεν είναι, παρά πασίγνωστοι πίνακες ζωγραφικής που απειλούν να τον καταπιούν φυλακίζοντός τον για πάντα. Λίγο πριν την εκπνοή του χρόνου, ανακαλύπτει πως η πιθανότητα να σωθεί στον πραγματικό κόσμο, ίσως και να μην είναι τόσο ουτοπική. Ο Μάρκο, αρχίζει μία τρελή κούρσα από την ανάποδη, κόντρα στη λογική, κόντρα στην τρέλα, κόντρα στην αλήθεια, κόντρα στο ψέμα, κόντρα στη ζωή, κόντρα και στον θάνατο.
Και ο χρόνος εκπνέει…
Ο Χάρης Οικονομόπουλος, γράφει ένα εξαιρετικό βιβλίο, συνδυάζοντας μ’ έναν ευφάνταστο τρόπο, τη λογική με την τρέλα, αλλά και τον ρεαλισμό με τη φαντασία, κάνοντας περάσματα από τη λίμνη με τα νούφαρα του Μονέ, στην εμμονή της μνήμης του Νταλί, απολαμβάνοντας τη ζεστή φιλοξενία των πατατοφάγων του Βαν Γκογκ, με την απειλή πάντα ενός Αρλεκίνου του Πικάσο να σε φυλακίσει για πάντα στη λήθη, και πολλά ακόμα έργα μεγάλων καλλιτεχνών, που τα βλέπουμε πλέον με άλλη ματιά, αφού παντού ελλοχεύει ο κίνδυνος. Ο σουρεαλισμός σε αυτό το βιβλίο, παίρνει σάρκα και οστά και ο αναγνώστης περιφέρεται μαζί με τον ήρωα μέσα στους πίνακες, αγωνιώντας για το επόμενο λεπτό, όπου όλα πάνε στραβά, λες και οι μεγάλοι ζωγράφοι αντί για τέχνη, έκαναν παγίδες θανάτου. Ίσως όμως κι ένα πέρασμα λυτρωτικό. Ή μία ευκαιρία εξιλέωσης. Μήπως όμως, αυτό δεν είναι ο σουρεαλισμός; Η συνειδητοποίηση του ρεαλισμού μέσα από το φανταστικό; Η περιπλάνηση σ’ έναν χαοτικό κόσμο, ώσπου να κατακτήσεις την αλήθεια και την πραγματική σημασία των πραγμάτων;
Η έπαρση του ήρωα δεν κρύβεται, όπως και μία δόση ματαιοδοξίας. Η επιτυχία και το νεαρό της ηλικίας του, ακόμα και η εκκεντρικότητα του καλλιτέχνη, ίσως και να τα επιτρέπουν ως ένα σημείο, όταν όμως ο θάνατος βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής απλώνοντάς σου το χέρι, τα δεδομένα αλλάζουν. Ο Μάρκο, αφήνει πίσω τον αλαζόνα εαυτό του, κι ενώ ονειρευόταν μία ζωή όπου η τέχνη θα του άνοιγε τις πόρτες τη μία πίσω από την άλλη, αναγκάζεται να το κάνει ο ίδιος και να παλέψει να επιβιώσει μέσα σε αυτήν, αν θέλει να ζήσει και στον πραγματικό κόσμο. Ο ήρωας μέσα σε όλη αυτή την πάλη με τον σουρεαλισμό, προσπαθώντας να επιστρέψει ζωντανός, θα συναντήσει μεγάλους ζωγράφους οι οποίοι θα του δώσουν μαθήματα ζωής ή και θανάτου. Η ήρεμη δύναμη του Μονέ στη λίμνη με τα νούφαρα, του δίνει κουράγιο και την απαιτούμενη ώθηση να συνεχίσει, και ο εκκεντρικός Βαν Γκογκ, τον μυεί στα μυστικά που κρύβονται σ’ ένα ποτήρι αψέντι, και στη νυχτερινή Μονμάρτη. Μέσα σε όλη αυτή τη σύγχυση, όλα μοιάζουν αδύνατα και δυνατά μαζί.
Ο συγγραφέας θα μπορούσε να είναι ένας καλλιτέχνης, που τα πινέλα του χαράζουν πάνω στον καμβά τα όρια του εαυτού του. Θα μπορούσε να είναι κι ένας θεατής που ανακαλύπτει τον εσωτερικό του κόσμο, περιφερόμενος σε μία έκθεση ζωγραφικής. Ίσως και ο ίδιος ο ήρωας, που ψάχνει απεγνωσμένα την ταυτότητα του. Τα λαμπερά φώτα της δόξας και της επιτυχίας μένουν στο προσκήνιο σε αυτό το μυθιστόρημα, δείχνοντάς μας πως όλα μπορούν μέσα σε μία στιγμή, να γίνουν περαστικά.
Ο Χάρης Οικονομόπουλος ανοίγει την κάθε πόρτα που συναντά, και μας προσκαλεί στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της τέχνης, και στα χαοτικά παιχνίδια του μυαλού.
Ο συγγραφέας κινείται άνετα στους δρόμους και τα σκοτεινά σοκάκια της Βενετίας, μεταφέροντάς μας κάποιες στιγμές σε μεσαιωνικές εποχές. Η Γέφυρα των στεναγμών αποκτά την πραγματική της ανατριχιαστική υπόσταση, και δε θυμίζει τίποτα ρομαντικό. Οι γόνδολες που διασχίζουν τα κανάλια, δε μεταφέρουν ερωτευμένους που δίνουν όρκους αιώνιας αγάπης. Σε αυτές τις γόνδολες δεν επιθυμεί κανείς να μπει, γιατί το “αιώνιο” αποκτά άλλη ερμηνεία.
Οι περιγραφές του συγγραφέα, σε παρασύρουν εύκολα στον κάθε κόσμο που κινείται ο ήρωας του. Οι σκηνές εναλλάσσονται με γρήγορους ρυθμούς, και η αφήγηση πότε καταιγιστική, πότε ήρεμη, σου κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον γυρνώντας την κάθε σελίδα. Μετά την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, η τέχνη της ζωγραφικής αποκτά άλλη υπόσταση. Η οπτική γωνία του αναγνώστη, αλλάζει. Ο χρόνος πιέζει τον ήρωα, αλλά και τον αναγνώστη που δεν θέλει να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του, παρά -υπνωτισμένος από τον μαγικό κόσμο που του φανερώνει το αψέντι – θέλει να δει την εξέλιξη στο αμέσως επόμενο λεπτό.
Όσο προχωρά η ιστορία, η εύλογη απορία είναι γιατί ο ήρωας δεν επιλέγει να γυρίσει πίσω έγκαιρα, και συνεχίζει βουτώντας στην αβεβαιότητα και την παράνοια. Η απάντηση ίσως να είναι στην ταχύτητα με την οποία τρέχει η πένα του συγγραφέα. Ίσως πάλι, να βιάζεται να προλάβει τον αναγνώστη που είναι ένα βήμα μπροστά του, μιας και προσπαθεί να ανακαλύψει τί θα συναντήσει στην επόμενη σελίδα. Το σίγουρο είναι, ότι όταν ο Χάρης Οικονομόπουλος τοποθετεί μία πόρτα στη μέση του πουθενά, γνωρίζει καλά ότι θα την ανοίξεις. Αυτό που δεν γνωρίζεις εσύ, είναι τί υπάρχει από πίσω. Ο συγγραφέας όμως, έχει την ικανότητα να σε τραβήξω μέσα σε αυτό το μυθιστόρημα ώσπου να χρειαστεί να κλείσεις πίσω σου, και την τελευταία πόρτα. Και μόνο όταν την περάσεις θα επιστρέψεις στη λογική, για ν’ αντιμετωπίσεις τη μεγαλύτερη παράνοια. Αντέχεις άραγε να διαβείς την τελευταία πόρτα;
0 Σχόλια