Το ραντεβού μας ήταν στις τέσσερις. Στο σχόλασμα, θα με περίμενε στην έξοδο του μετρό για τον καθιερωμένο μας περίπατο στο ωραιότερο κομμάτι της φθινοπωρινής Αθήνας. Αλλά, βρε Lorenzo μου, τού ‘χα πει από μέρες, πολύ νωρίς είναι το τέσσερις. Με τη μπουκιά στο στόμα θα σού ‘ρθω; Να πας κι εσύ πρώτα σπιτάκι σου να κάνεις ένα μπανάκι, να ξεκουραστείς, κι έπειτα βρισκόμαστε. Εκείνος, ανένδοτος. Κι όχι άδικα, δηλαδή. Έπιανε βλέπεις δουλειά απ’ τα εφτά ξημερώματα και θα τον έτρωγαν τα πήγαιν’ έλα Θησείο – Μενίδι.
Πέταξα το πάπλωμα στις έντεκα. Το ξυπνητήρι, το ‘χα βάλει απ’ την προηγούμενη στο mute. Σήμερα, ήτανε για μένα μέρα διπλά χαρούμενη: πρώτον γιατί θα πήγαινα την αγαπημένη μου βόλτα στην Ακρόπολη, και δεύτερον γιατί είχα ρεπό, επομένως μπορούσα να μείνω στα ζεστά μου, να τεντωθώ όσες φορές θέλω σαν την κεραμιδόγατα και να χουζουρέψω μπρούμυτα με το τάμπλετ μου αγκαλιά ακούγοντας τ’ αγαπημένα μου μεξικάνικα τραγούδια για όσο ήθελα. Αλλά, τι να το κάνεις. Με το που τράβηξα το κουρτινάκι μου πάνω απ’ το κεφαλάρι του κρεβατιού, είδα έξω έναν ουρανό τόσο συνοφρυωμένο κι αράθυμο που τρόμαξα. Ζήτημα δεκαλέπτου να κατέβαζε μπόρα, ίσως και χαλάζι. Έξω, τ’ αυτοκίνητα μάρσαραν σαν τρελά για να ζεστάνουν τις μηχανές τους, και στη σοφίτα του πάνω ορόφου τα παραθυρόφυλλα έτριζαν σαν να’ χανε πάθει Πάρκινσον. Και να σκεφτεί κανείς πως δεν είχε μπει καλά-καλά Νοέμβρης.
Έριξα στους ώμους την παλιά μου ρόμπα και κατέβηκα τις σκάλες. Ο καιρός τραβούσε ζεστή σοκολάτα. Κατέβασα τη μεγάλη μου κούπα -εκείνη τη στρογγυλή με τους χριστουγεννιάτικους τάρανδους- και βολεύτηκα στη μπαλκονόπορτα, να βλέπω τη δημοσιά που περνούσε μπροστά απ’ την αυλή μας. Τα πλατανόφυλλα πεσμένα καταγής σαν βάγια, θαρρείς και περίμεναν το Θεό τον ίδιο να κατέβει, να τα πατήσει, να τα βλογήσει. Παντού στον αέρα, μια αχλή -σαν διάφανη ατμισμένη ζελατίνα, και στις γλάστρες του κήπου κάτι δροσοσταλίδες τσουπωτές σαν ολοστρόγγυλα καλοψημένα κάστανα. Είχα δρόμο μπροστά μου, δε μ’ έπαιρνε να χασομερώ και πολύ. Συγύρισα λίγο το σπίτι κι έπειτα πήρα να ‘τοιμάζομαι. Φόρεσα ένα περιποιημένο σετάκι στα μωβ-ροζ, ξεκρέμασα και απ’ τον καλόγερο του χολ την καπαρντίνα μου την κοτλέ, μπότες φαρδιές, πασμίνα μάλλινη, την τσάντα μου την κρεμ και arrivederci.
Για ‘μένα, η διαδρομή Μοναστηράκι-Ακρόπολη-Θησείο, ήτανε πάντα κάτι παραπάνω από μερικά χιλιόμετρα ποδαράτο σε παραδοσιακό πλακόστρωτο. Όχι. Για ‘μένα, ο χώρος αυτός ήταν τόσο όμορφα γνώριμος και τόσα γλυκά ραμμένος στη μνήμη μου, που ένιωθα -κάθε, μα κάθε φορά- σαν να βρίσκομαι ξανά πίσω, σ’ εκείνη τη μεγάλη πέτρινη αυλή των παιδικών μου χρόνων. Μάλιστα, αυλή. Γνήσια, ελληνική αυλή: με τη φρεσκοσοβατισμένη της τη μάντρα, τους χρυσούς ντενεκέδες από φέτα Τυρνάβου σε ρόλο ζαρντινιέρας για τους βασιλικούς και τα γεράνια, τις πλάκες Καρύστου ριγμένες κάτω -χοντροκομμένες κι ανάγλυφες- σαν βότσαλα του γιαλού, τις φούντες από πρασινάδα αραιοφυτεμένες παντού γύρω-γύρω στα πεζούλια, και τη μάνικα του ποτίσματος κουλουριασμένη στο λαιμό κάποιας βρύσης σαν πράσινη λυγερή δεντρογαλιά. Κάπως έτσι ήταν κι η αυλή του παππού μου, στη Ναύπακτο. Μαζευόμαστε τότε τα πιτσιρίκια κάθε απόγευμα μετά απ’ το σχολείο, και τού δίναμε να καταλάβει στο κουτσό, το κυνηγητό, το σχοινάκι.
Τώρα βέβαια θα μού πεις, ποιος κάνει σήμερα -εν έτει 2019- σχοινάκι κάτω απ’ τον ιερό βράχο της Αθήνας; Η απάντηση είναι, κανένας. Υπάρχουν όμως πολλοί (κι ιδιαίτερα τα νεαρά παιδιά) που παίζουν κυνηγητό και κουτσό, ξεθαρρεύουν με τα πατίνια και τα ποδήλατά τους, ταλαντώνονται πάνω απ’ τα ξεχαρβαλωμένα τους μοτοσακό, βγάζουν καρότσια με φραμπαλάδες και τα βρεφάκια μέσα και τα σέρνουν περατζάδα καμαρωτά-καμαρωτά, σκουντιούνται, ξεκαρδίζονται, αγκαλιάζονται, μιλάνε, και μοιράζονται τα πάντα: από μια χούφτα φιστίκια μέχρι ένα κράτημα στον καρπό του χεριού, μερικές σκόρπιες λέξεις, κάμποσες δυνατές στιγμές: με μία λέξη χαίρονται. Κι αν με ρωτούσε σήμερα κάποιος, τι είναι αυτό που δίνει στο ελληνικό τοπίο αυτή την ιδιαίτερη ποιότητα που πολλοί τουρίστες προτιμούν και πολλοί δικοί μας το καυχώνται, θα έλεγα πως είναι αυτή η αίσθηση της χαράς που αναβλύζει μέσα από κάθε ταλαιπωρημένο χορτάρι, από κάθε αχτίδα φρεσκοξυπνημένου ήλιου, από κάθε κακοτράχαλη πλαγιά άγριας βουνοκορφής.
Και φυσικά, δεν είναι μόνο η φυσική ομορφιά του χώρου ή τα αρχαία: οι στιβαρές, πετσοκομμένες άσπρες κολώνες με τις σεμνές, γοργόνες Καρυάτιδες που στέκουν όρθιες και βαστάνε στα ομορφοχτενισμένα τους κεφάλια αιώνες ολόκληρους πολιτισμού. Είναι και το ζωντανό, το κινούμενο στοιχείο του τόπου: οι πλανόδιοι μουσικοί και μικροπωλητές, που ήταν, είναι και θα είναι αναντικατάστατο συμπλήρωμα του δωρικού τοπίου. Οι άνθρωποι αυτοί είναι από άλλη πάστα. Δεν ήταν σαν εμάς, τους καθημερινούς, τους μουντούς, τους αδιάφορους. Για παράδειγμα: οι μουσικοί: δεν είναι ποτέ απόλυτα γήινοι και γειωμένοι στη σκέψη τους. Αν τους καλοπροσέξεις, διαπιστώνεις πως στέκουν στο ακροκέραμο του κόσμου τούτου: λες και το ένα τους ποδάρι πατεί εδώ, και τ’ άλλο σ’ έναν ολόδικό τους ονειρόκοσμο. Ίσως όμως, μόνο έτσι να γεννιέται τέχνη αληθινή: έτσι εκκεντρικά, έτσι ξέφρενα, έτσι ελεύθερα. Κουρνιάζουν ο ένας εδώ κι ο άλλος παραπέρα σε κάποιο πεζοδρόμιο, με μια θήκη βιολιού- ανοιγμένη στα δύο- μπροστά στα παπούτσια τους, να ρίχνει ο κόσμος μέσα κόκκινα διφραγκάκια κι αργυρόχρυσα μονόευρα έτσι που να λαμπυρίζουν στο μαύρο ύφασμα από χιλιόμετρα μακριά, σαν δίσκοι της Φαιστού. Πίσω από την ανοιγμένη θήκη, ένα μεγάφωνο στητό, μια παρτιτούρα λιωμένη απ’ το ξεφύλλισμα, ένα κασετόφωνο για τα ηχητικά. Και πίσω απ’ όλα αυτά, το μελαμψό κεφάλι του καθενός, να τραγουδά με τα βλέφαρα χαμηλωμένα στιχάκια ξεθωριασμένα, κουπλέ-ρεφρέν, τα περισσότερα φαγωμένα απ’ το αλάτι των καιρών. Όσοι τώρα έχουν τα κότσια, την ώρα του τραγουδιού μπορεί να σκαλίζουν με τα φιλντισένια τους νύχια την κοιλιά καμιάς ξανθιάς κιθάρας ή να τινάζουν τίποτα βαθουλωτά ντέφια από τσίγκο προσκαλώντας τον κόσμο σε χορό. Ειδάλλως, και μόνο η φωνή τους, φτάνει.
Στον αντίποδα των πλανόδιων μουσικών, είναι τα ξαδελφάκια τους: οι μικροπωλητές. Πιο ήσυχοι ετούτοι, λιγότερο απαιτητικοί για τ’ αυτιά -αλλά πολύ παραπάνω κραυγαλέοι για τα μάτια. Όλη η περιουσία τους, ένα σεντόνι δύο επί δύο, στρωμένο σε κάτι μεγάλα κόντρα πλακέ κι απάνω του -αραδιασμένα να σκονίζονται και να υφίστανται παρέλαση απ’ τις μύγες- κάθε λογής χειροφτιαχτά θαυματάκια από αλουμίνιο, δέρμα, ξύλο και φτηνό γυαλί. Το ταμείο τους, ένα φθαρμένο δετό σακούλι τίγκα στα κέρματα, και το πόστο τους, μια ανοιχτή μισοσκισμένη καρέκλα διακοπών. Μόνη τους διασκέδαση το κουτσομπολιό, ένα ανοιχτό ραδιόφωνο με παράσιτα και κάτι κυματιστές γατο-ουρές όλο τριβόλια και ψύλλους που τρεμοπαίζουν στα κανιά τους.
Απ’ το πολύ χάζι, ξεχάστηκα. Πάντα ξεχνιέμαι, σ’ αυτή τη διαδρομή. Το ψιλόβροχο πήρε να δυναμώνει, ξεδίπλωσα την ομπρέλα μου κι η καρδιά μου σφίχτηκε σαν πεταλουδίτσα μέσα στο κουκούλι της. Η ώρα είχε πάει τρείς και είκοσι. Άνοιξα το βήμα μου, δεν ήθελα ν’ αργήσω. Κι έτσι καθώς πιλαλούσα τους δρόμους, έβλεπα με τ’ ασπράδι των ματιών μου τα καλογραμμένα και ογκώδη αθηναϊκά κτίρια να εναλλάσσονται δεξιά κι αριστερά μου σαν φανφαρόνικες σκηνές του σινεμά, με τα παράθυρά τους τα μεγάλα, περασμένα λαδομπογιά, τις πόρτες τους τις σκαλιστές, τις σιδεριές τους τις ομορφοπλεγμένες, τα κεφαλόσκαλά τους τα περήφανα. Τι ομορφιά, τι χάρη.
Παρά δέκα, σταμάτησα σ’ ένα κιόσκι για νερό. Ο περιπτεράς ήταν ένας μεσόκοπος που ήξερε τα ελληνικά μόνο σπαστά, τού άφησα λοιπόν ένα πενηντάλεπτο, τόν ευχαρίστησα με το χέρι στο στέρνο κι έβαλα τα δυνατά μου για την τελευταία ανηφόρα πριν να μπω στο μετρό. Βγήκα απ’ το συρμό, ανέβηκα τις κυλιόμενες, περπάτησα κι άλλο και στο τέλος του πεζόδρομου, κάτω και αριστερά, βρήκα τον Lorenzo επί τω έργω.
Ήταν εκεί. Πάντα εκεί, όρθιος, στη συνηθισμένη του γωνία, κέντρο και αριστερά της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Πλησίασα πατητά, προσπάθησα να βάλω χαλινάρι στο λαχάνιασμά μου, δεν ήθελα να τόν τρομάξω. Τόν κοίταξα από πάνω ως κάτω. Έλαμπε. Καφέ βαμβακερό πουκάμισο και μαύρο τζιν παντελόνι στην τσάκιση. Λαιμός μπετόν αρμέ απ’ την προσπάθεια να μη χάσει νότα, βλέφαρα ζαρωμένα, μάγουλα υγρά (βροχή, δάκρυα ή και τα δύο -ποιος να ‘ξερε;) και στα χέρια βαστούσε με στοργή την Τερψιχόρη του.
“Te extraño.
Como se extrañan
las noches sin estrellas.
Como se extrañan las mañanas bellas…”
Η Τερψιχόρη φυσικά δεν ήτανε γυναίκα. Ήταν η κιθάρα του. Όταν την πρωταγόρασε, σκέφτηκε να τής δώσει όνομα Αρχαίας Μούσας. Άνοιξε ελληνικά βιβλία, είδε τις εννιά επιλογές που είχε και τελικά προτίμησε τη δυσκολότερη.
Κάποια ώρα, σώθηκαν οι στίχοι. Έσβησε και το “Pero te extraño”, αργά, μαλακά, υπέροχα, όπως έσβηνε σιγά-σιγά και το μεσημέρι απάνω στις άσπρες, γυαλιστερές πλάκες του πεζόδρομου. Ο Bocelli θα ‘ταν περήφανος αν είχε ακούσει εκείνη την κεχριμπαρένια εκτέλεση.
-¡Laura! ¿Cómo estás?
–Δάφνη, καλέ με λένε. Πόσες φορές θα στο πω. Muy bien. ¿Y tu?
Τού γέλασα, μού γέλασε κι εκείνος, και κάτσαμε μαζί σ’ ένα φαγωμένο σκαλί λίγο πιο πίσω, να βλέπουμε τον κόσμο που περνούσε μες στις ψιχάλες και μάς πετούσε τα κέρματα σα να ‘τανε ροδοπέταλα.
Στο σπίτι μου, γύρισα αργά την επομένη. Κάτι μέσα μου μ’ έτρωγε, αλλά δεν ήξερα τι. Τον επόμενο μήνα μετακόμισα σ’ ένα δυάρι στο Θησείο -δύο τετράγωνα απ’ τον ηλεκτρικό- και κάθε πρωί άνοιγα το παντζούρι μου με τα τραγούδια του για καλημέρα.
Ερχόταν εκεί και τραγουδούσε δεκαπέντε χρόνια.
Έτσι αποφάσισα κι εγώ να γίνω βιολονίστα.
_
γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη
0 Σχόλια