
Με ξύπνησε η καμπάνα, απ’ τις λίγες Κυριακές που την άκουσα. Μάλλον ήμουν μισοξύπνια ήδη. Αποφάσισα να μην καθίσω στο κρεβάτι, χθες που έκλεισα δωδεκάωρο ανησύχησα κόσμο.
Στην κουζίνα, λες και με πήρε η μυρωδιά του καφέ, πριν ανοίξω το βάζο. Ελληνικό θα φτιάξεις σήμερα, είπα.
Στην πολυκατοικία απέναντι, ο κύριος Χ είχε ήδη πιάσει τη γνωστή καρέκλα σκηνοθέτη στο μπαλκόνι, κι έπινε τον καφέ του διαβάζοντας. Ωραίος καθρέφτης μου. Εντάξει, εγώ δεν έχω καρέκλα σκηνοθέτη.
Μ’ είδε, όταν βγήκα κρατώντας το δίσκο. Έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι, ίσως φοβήθηκε πως αν κουνούσε το χέρι θα ‘κανα κι εγώ το ίδιο, με ολέθριες συνέπειες. Ανταπέδωσα.
Να σημειώσω εδώ ότι το “Χ” δεν είναι από άποψη, δεν ξέρω τ’ όνομα του. Κάθε Κυριακή είναι εκεί, τώρα που ανοίγει ο καιρός. Ίσως είναι και τ’ άλλα πρωινά, όταν εγώ λείπω στη δουλειά.
Η εκκλησία δεν είχε τελειώσει, είχε ησυχία ακόμα, ούτε αυτοκίνητο δεν περνούσε. Το λες και μούρλια.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Μάνα. Τα καθιερωμένα.
-Ωραία Κυριακή, ωραίος καιρός, επιτέλους να καθαρίσω τις βεράντες! Εσύ;
Τι διάολο; – δεν το ‘πα – πώς τα μπλέκεις σε μια πρόταση την ωραία Κυριακή και το καθάρισμα; Δεν είπα τίποτα, δεν αλλάζει περπατησιά ο άνθρωπος…
-Προς το παρόν, πίνω τον καφέ μου. Αν χρειαστείς κάτι, πάρε με. Φιλιά, καλημέρα!
Ερωτήσεων λήξις.
Άφησα το τηλέφωνο μέσα – σκόπιμα – και ξαναβγήκα. Στέριωσα ένα κλαράκι απ’ τη μπουκαμβίλια που ‘χε ξεπιαστεί.
-Αυτό θα ‘ταν καλό για στεφάνι. Καλό μήνα!
Δεν είχα ξανακούσει τη φωνή του. Είχε σηκωθεί – κοίτα που τελικά δεν ήταν βιδωμένος στην καρέκλα – κι είχε έρθει πιο κοντά στα κάγκελα.
-Μου ξέφυγε φέτος και δεν έφτιαξα! Χαμογέλασε. Έριξε μια ματιά στο δρόμο κι έπειτα ξαναπήρε τη γνωστή του θέση. Δεν κοίταξα, ήξερα ότι περίμενε.
Στο τραπέζι ο καφές κρύωνε, δε βαριέσαι, φτιάχνω άλλον. Έβγαλα το κλαδευτήρι απ’ το κουτί με τα “ανθοκομικά”, που λέει κι ο πατέρας. Δε μ’ αρέσει να τα κόβω, μα για μια φορά δεν έγινε και τίποτα. Λίγα απ’ το καθένα, μαζεύτηκε μια αγκαλιά. Εξακολούθησα να μην κοιτάζω. Με βασάνισαν κάποια μικρά που έσπαγαν σε κάθε λύγισμα, αλλά με λίγο κόπο σε κανά τέταρτο ήταν έτοιμο. Το ‘δεσα στην άκρη με το σπάγκο, του πέρασα μια κορδέλα κόκκινη. Το καρφί στον τοίχο, που είχα κρεμάσει το περσινό, είχε αρχίσει να παλαντζάρει. Το έβγαλα και το κάρφωσα λίγο παραδίπλα. Τώρα ήξερα ότι σίγουρα είχε ακούσει το σφυρί, με τέτοια ησυχία θα ‘πρεπε να ‘σαι κουφός για να μην πάρεις χαμπάρι.
Το κρέμασα, τότε μόνο γύρισα.
-…Καλό μήνα!
Ένευσε ξανά με το κεφάλι χαμογελώντας, και ξανάπιασε το βιβλίο που ήταν αφημένο στα πόδια του.
Σκάφτομαι, κοίτα πώς μπορεί να χαίρεται ένας ξένος μ’ ένα μάτσο λουλούδια που κρέμονται στο δικό σου μπαλκόνι. Πώς μπορεί να σε γνωρίζει, δίνοντας σημασία μια μέρα απλά τη βδομάδα.
Μ’ αρέσει το στεφάνι μου φέτος, όσο το κοιτάζω περισσότερο.
Μικρά θαύματα.
Κυριακή.
Μάης.
–
γράφει η Φαίδρα Κουβέλη
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια