«Θα μετρούσα ανάποδα το χρόνο αν ήξερα ακριβώς πόσες μέρες ακόμα μου απομένουν. Εδώ και δυο χρόνια παίζω ρώσικη ρουλέτα αλλά η σφαίρα ποτέ δεν είναι στην σωστή θαλάμη. Ζω μέρα τη μέρα. Ζω στην παράταση της ζωής. Με προθεσμία που όμως δεν αναγράφεται γιατί κανείς μας δεν ορίζει την ώρα του θανάτου. Όμως εγώ ξέρω ότι είναι κοντά. Αισθάνομαι το βλέμμα του καρφωμένο στην πλάτη μου. Με κοιτάζει απολαμβάνοντας την καθυστέρηση. Δεν ξέρω τι περιμένει να γίνει, τι περιμένει να κάνω. Καμιά φορά ξεχνιέμαι για λίγο και το τσιγάρο αργεί να κάνει τη δουλειά του. Ίσως να ελπίζει ότι θα τον παρακαλέσω. Ότι θα εκλιπαρήσω. Αλλά δεν πρόκειται να το κάνω για κάτι που ούτως η άλλως δικαιούμαι. Δεν μ΄ αρέσουν οι χάρες. Δεν γουστάρω να με λυπούνται. Ο οίκτος με εξαγριώνει. Αλλάζω θαλάμη στη σφαίρα και ξαναδοκιμάζω. Αλλά πάλι δεν γίνεται τίποτα. Ο ίδιος κούφιος ήχος και η ζωή μου ανέπαφη, εκτός κι αν χάθηκε χωρίς να το καταλάβω. Αλλά πώς είναι δυνατόν; Εγώ ακόμα πηγαίνω στις κηδείες των φίλων μου. Δεν πάω γιατί με προσκαλούν. Πάω ελπίζοντας ότι θα είμαι εγώ αυτός που θα πιάσει την ανθοδέσμη του γαμπρού. Εγώ δεν θα ήθελα να με στολίσουν. Δεν θα ήθελα καν να με βλέπουν. Η εικόνα του γήρατος δεν είναι η εικόνα που θες να αφήσεις πίσω σου. Κι οι άλλες εικόνες έχουν πια χαθεί. Θέλω να γίνω γρήγορα στάχτη. Γη. Να χαθώ στο απέραντο τίποτα. Να μην φοβάμαι. Να μην αισθάνομαι. Να μην είμαι υποχρεωμένος να απαντάω σε ερωτήσεις, να ανταλλάσσω βλέμματα, να χαμογελώ χωρίς λόγο, να περιμένω…
Όμως ακόμα περιμένω. Σαν τον Σίσυφο σπρώχνω την ύπαρξη μου προς τα κάτω αλλά αυτή ξανανεβαίνει. Γιατί φοβάται. Κι ο φόβος, όταν είναι δυνατός, με σηκώνει τόσο ψηλά που ζαλίζομαι. Υπερνικά την βαρύτητα. Όπως κι ο θάνατος. Όπως κι η σκόνη. Έχω αλλεργία στη σκόνη. Και στη σιωπή. Πρέπει να δράσω. Να κάνω κάτι ωραίο. Στην ώρα του δηλαδή. Όπως ταιριάζει στη φύση της φύσης. Να πάρω μια βαθιά αναπνοή κι ύστερα αργά να εκπνεύσω την τελευταία μου εκπνοή….
Πες μου σε παρακαλώ πότε, μη με παιδεύεις με γιατί και πώς.
Δώσε μου ένα σημάδι καθαρό και αμετάκλητο. Μη με αφήνεις να σκουριάζω.
Δώσε μου κάτι να σταματήσει το άσκοπο τροχάδην του χρόνου, το απατηλό παιχνίδι της καταξίωσης, η ακόρεστη αγωνία για υστεροφημία. Κάτι που μπορεί να γίνει λήθη μέσα στη λήθη κάτι που να ικανοποιεί τη φύση…»
Δεν έφυγε ποτέ. Πάντα εκεί, γονατιστός, περίμενε. Κάνεις δεν ήξερε τι θέλει, τι κάνει, τι μιλάει. Οι εποχές περνούσαν, η βροχή, το χιόνι, ο καύσωνας, η νύχτα. Δεν ήταν προσκυνητής. Δεν ήταν προφήτης. Δεν σκούριασε. Δεν χάθηκε. Έγινε όμως δένδρο, και ξεχάστηκε. Έγινε λήθη μες την λήθη. Κι όποιος ξαπλώσει στη σκιά του δεν νιώθει καμιά επιθυμία παρά μόνο ένα φόβο, μια παγωνιά. Γιατί έτσι ικανοποιείται η φύση…
_
γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος
Σκηνοθέτης – Παραγωγός
[…] Κι ο φόβος, όταν είναι δυνατός, με σηκώνει τόσο ψηλά που ζαλίζομαι. Υπερνικά την βαρύτητα. Όπως κι ο θάνατος. Όπως κι η σκόνη. Έχω αλλεργία στη σκόνη. Και στη σιωπή.[…]
Όταν διάβασα το κείμενο αυτό για πρώτη φορά, ένιωσα πολύ έντονα αυτή τη ζαλάδα και την αιώρηση, αλλά και την ανάγκη όμως να επιχειρηματολογήσω υπέρ της φύσης που δεν ικανοποιείται ποτέ από τη λήθη, το φόβο και τη παγωνιά. Προτιμά ζεστασιά, θύμηση και τόλμη. Συστατικά ευτυχίας δηλαδή που συνθέτουν την ικανοποίησή της και δίνουν αξία μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο ζωής.Ένα μελαγχολικά όμορφο και γεμάτο κείμενο…