Ιστορία μιας πέτρας

Δημοσίευση: 16.10.2014

Ετικέτες

Κατηγορία

«Ό,τι κι αν κάνεις, μικρό ή μεγάλο, να το κάνεις με την ψυχή σου». Αυτό έλεγε πάντα ο Μαθιός στον καφενέ που σταματούσε να πιει ένα δροσερό νερό, πριν πάρει τη ρούγα για τις πάνω γειτονιές. Σχεδόν αμούστακο παλικαράκι ήταν κι οι χωριανοί γέλαγαν μαζί του. Τον θωρούσαν για αλαφροΐσκιωτο. Αλλά αυτόν καθόλου δεν τον έμελλε για όσα του καταμαρτυρούσαν. Χαμογέλαγε με καλοσύνη κι έπαιρνε σε λίγο τον δρόμο του, σίγουρος για τα λεγόμενά του, αφού ο λογισμός του, έτσι τον ορμήνευε.

Πραματευτής ήτανε. Γυρνούσε από μέρος σε μέρος κι από χωριό σε χωριό, διάβαινε τους μαχαλάδες και διαλαλούσε την πραμάτεια του. Χτένες και καθρεφτάκια και κορδέλες για τα μαλλιά σε όλα τα χρώματα. Μέχρι και κοκκινάδι για τα μάγουλα, αλλά και μύρα για το σώμα κι αρώματα της Ανατολής. Ό,τι μπορούσε να ποθήσει η νιόπαντρη κυρά αλλά και κάθε νεαρό κορίτσι. Μαζεύονταν όλες γύρω του, κοίταγαν, δοκίμαζαν, παζάρευαν. Κι αυτός δεν έχανε ευκαιρία να τις παινεύει, αλλά και να κάνει τα σκόντα του στα παρακάλια τους. Γιατί δεν τον ένοιαζε τόσο το κέρδος. Του αρκούσε να βγάζει όσο να περνάει- ίσα για λίγο ψωμί και μια χούφτα ελιές. Φτάνει που ΄βλεπε τη λάμψη στα μάτια όλων αυτών των θηλυκών, όταν αποκτούσαν την κόκκινη μεταξωτή κορδέλα ή το ντυμένο με ασήμι καθρεφτάκι ή το κοκαλάκι από ταρταρούγα. Κι ήταν κι αυτό ένα απ’ όσα είχε στο νου του, όταν έλεγε να κάνεις κάτι με την ψυχή σου.

Κανείς δεν ήξερε ακριβώς από πού κρατούσε η σκούφια του. Κάθε που τον ρώταγαν, απαντούσε αόριστα πως γεννήθηκε κάπου βόρεια κι έφυγε μικρός απ’ το χωριό του σε μιαν ακόμη επιδρομή των Τούρκων, απ’ όπου λίγοι γλύτωσαν ζωντανοί. Και μεγάλωσε από τόπο σε τόπο, δουλεύοντας στα χωράφια ή στους στάβλους, μέχρι να βρει το επάγγελμα που του ταίριαζε καλύτερα. Αυτό του γυρολόγου, καθώς τον μάγευε να ταξιδεύει και να γεμίζει συνέχεια το μυαλό του με καινούριες εικόνες και νέες γνωριμίες. Αλλά κυρίως, τον μάγευε να βλέπει τους ανθρώπους χαρούμενους, να γελούν τα μάτια τους, ακόμη κι αν αυτό που τους έδωσε τόση χαρά ήταν ένα τόσο δα μικρό στολιδάκι.

Στην αρχή περνούσε κάθε τρεις ή τέσσερις μήνες. Μέχρι που μια μέρα η ψυχοκόρη, η Τασούλα, βγήκε να ψωνίσει για την κυρά της. Ο Μαθιός θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Ένα άγουρο, σαν λιγνό κλαράκι, κοριτσάκι ήταν, αλλά στα μεγάλα πράσινα μάτια της, εκείνος είδε όλη την γλύκα του κόσμου. Κι από τότε, πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, όλο σ’ αυτά τα μέρη γυρόφερνε. Αλλά κι εκείνη, μόλις τον άκουγε απ’ έξω, κρυβόταν πίσω απ’ την κουρτίνα και τον κοιτούσε, βρέχοντας συνέχεια με κρύο νερό τα μάγουλά της που πυράκτωναν. Κι όλο έβρισκε κάποια δικαιολογία για να βγει λίγο στην αυλή, μόλις αραίωναν οι πελάτισσες γύρω του.

Κι όταν επιτέλους τα λόγια μεταξύ τους ανέβηκαν απ’ την καρδιά στα χείλη, κυρά κι αρχόντισσα της έταξε να την κάνει, φτάνει λίγο να τον περίμενε. Κι αυτή τον πίστεψε και συμφώνησε. Πέντε χρόνια πέρασαν κι αυτός, πιστός στα λόγια του, πέρναγε και ξαναπέρναγε κι ανανέωνε τους όρκους του. Κι αυτή, με τη σειρά της, απέρριπτε κάθε προξενιό. Όταν έφτασ’ ο καιρός και πήγε πια να την ζητήσει απ’ τ’ αφεντικά της, όλοι έμειναν άλαλοι. Κανένας δεν είχε πάρει χαμπάρι πως είχε κτίσει, με τα ίδια του τα χέρια, πέτρα την πέτρα, στο διπλανό χωριό, ένα σπιτικό για την Τασούλα του.

Ο Μαθιός, το ’πε και το ’κανε. Έκανε την Τασούλα του κυρά κι αρχόντισσα. Το σπίτι τους, τα είχε όλα. Και νυφική κάμαρη, και σάλα με τζάκι και κτιστό καναπέ, μέχρι και μαγειρειό. Αλλά και τα προικιά του, ήταν μέσα. Σεντόνια και φλοκάτες και παπλώματα και σινιά και τεντζερέδες. Και στο κατώι, νεαρές πουλάδες κι ένα κοκόρι, αλλά και μια μικρή κατσικούλα. Και πίσω από το σπίτι, δύο μεγάλες καρυδιές να ρίχνουν τον ίσκιο τους και να τους θρέφουν με τους καρπούς τους.

Για λίγο καιρό μετά τον γάμο τους, έμενε η Τασούλα στο σπίτι κι ο Μαθιός συνέχιζε να γυρνάει στα χωριά, αλλά όλο και πιο κοντά κι όλο για λιγότερο καιρό, αλλά κι ελάττωσε τα σκόντα αφού είχε πια οικογένεια να θρέψει. Χωρίς όμως ποτέ να τα κόψει τελείως, αφού δεν του πήγαινε η καρδιά του. Αλλά μετά, ξεκίνησαν να ελευθερώσουν την Μακεδονία. Κι ο Μαθιός, από τους πρώτους κατατάχτηκε, αφού έτσι του μηνούσε η ψυχή του, για τα μέρη που γεννήθηκε. Και γύρισε πίσω νικητής. Κι έπειτα ήρθε ο μεγάλος πόλεμος. Κι έφυγε πάλι, αφήνοντας την Τασούλα έγκυο στον πρώτο τους γιό. Κι όταν γύρισε, τον βρήκε πια να μπουσουλάει.

Κι από τότε, το αποφάσισε. Τέρμα τα γυροβόλια, τέρμα και το εμπόριο. Δεν θα ξανάφευγε. Θα δούλευε πια στα χωράφια. Κι έτσι κι έκανε. Κι η ψυχή του πάλι ήταν χαρούμενη, αφού γελούσαν τα μάτια της γυναίκας του και του μικρού τους γιού. Κι όταν ήρθε στον κόσμο κι ο δεύτερος κι ο τρίτος, το σπιτικό τους ήταν πια γι’ αυτόν, το ακριβότερο παλάτι του κόσμου.

Κι έπειτα ήρθε ο επόμενος μεγάλος πόλεμος. Και να ’θελε ο Μαθιός να πάει να πολεμήσει, δεν τον έπαιρναν πια τα χρόνια. Κι απόμεινε μόνο να στείλει τους γιούς του. Ο μεγάλος, άφησε την τελευταία του πνοή στα βουνά της Αλβανίας. Οι άλλοι δύο γύρισαν για λίγο στο σπίτι κι έφυγαν μετά στην αντίσταση, αλλά σε άλλη πλευρά ο καθένας. Κι όταν ήρθε ο τρισκατάρατος αδελφοφάγος πόλεμος, κάτω από τις καρυδιές της αυλής, έστρεψαν τα όπλα ο ένας στον άλλο, με μάρτυρες τους γονείς τους.

Η καρδιά της Τασούλας δεν άντεξε. Κι έτσι, ο Μαθιός έθαψε και τους τρεις την άλλη μέρα στο μικρό κοιμητήρι του χωριού. Μήνες έκαναν να τον δουν. Από την βαριά μυρωδιά κατάλαβαν οι συγχωριανοί πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Κι άνοιξαν την πόρτα, για να τον βρούνε κρεμασμένο από το μεγάλο δοκάρι της σάλας. Φαίνεται, η ψυχή του δεν άντεχε άλλο να ζει, αφού δεν έβλεπε πουθενά πια χαμόγελο.

Κι απόμεινε αυτό το σπίτι μοναχό, να ρημάζει στο διάβα των χρόνων.

Γι’ αυτό σου λέω, φίλε μου, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στον τόπο μας, έχει κι από μία ιστορία να σου διηγηθεί. Αρκεί να έχεις τ’ αυτιά σου ανοιχτά, για να μπορέσεις να την ακούσεις.

 

_

γράφει η Ρίτα Μενεξίδου

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 14 – 15 Σεπτεμβρίου 2024

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 14 – 15 Σεπτεμβρίου 2024

Real News https://youtu.be/GkEtMOYg_5IΚαθημερινή https://youtu.be/kwGMsX_YNkM?si=BpZYVUE9dxacYDEi Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε...

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Υπόγεια ρεύματα

Υπόγεια ρεύματα

Εμφύλιος πόλεμος και στα δύσβατα και απαράκλητα βουνά που πολεμούσαν οι φαντάροι, συνήθιζε τα δύο στρατόπεδα να τα χωρίζει ένας πλατύς ποταμός. Ο ποταμός αυτός δεν είχε όνομα γιατί κάθε φορά που μετακινούνταν τα πεδία των μαχών, ο ποταμός ακολουθούσε την ίδια πορεία,...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Υπόγεια ρεύματα

Υπόγεια ρεύματα

Εμφύλιος πόλεμος και στα δύσβατα και απαράκλητα βουνά που πολεμούσαν οι φαντάροι, συνήθιζε τα δύο στρατόπεδα να τα χωρίζει ένας πλατύς ποταμός. Ο ποταμός αυτός δεν είχε όνομα γιατί κάθε φορά που μετακινούνταν τα πεδία των μαχών, ο ποταμός ακολουθούσε την ίδια πορεία,...

Η αφιέρωση

Η αφιέρωση

ΤΟΝ ΕΙΔΕ ή δεν τον είδε; Ιδού η απορία, η οποία δυστυχώς δεν θα λυθεί σε κάποιο άδηλο σαιξπηρικό μέλλον, αλλά σήμερα το βράδυ όταν επιστρέψει στο σπίτι του. Η γυναίκα του ήταν που γύρισε το κεφάλι μέσα από το Καγιέν, το οποίο έστριβε αργά από την Ακαδημίας προς την...

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

8 σχόλια

8 Σχόλια

  1. MT

    τούτος ο τόπος έχει πολλές ιστορίες όποια πέτρα κι αν σηκώσεις…πράγματι… Αλοίμονο στους Έλληνες που ξεχνούν τι κρύβουν οι πέτρες αυτές…

    Απάντηση
  2. Nikolas Andrikopoulos

    Πολύ καλή ροή, σε βάζει έντονα στην επιθυμία να δεις τι θα γίνει παρακάτω. Είναι μέσα από μια ανθρώπινη ιστορία, μια συνοπτική καταγραφή της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας. Μια μικρή ένσταση, εάν το κείμενο απευθύνεται σε παιδιά, το τέλος, το κρέμασμα, είναι ιδιαίτερα σκληρο για τις ψυχές τους.

    Απάντηση
    • Κώστας Θερμογιάννης

      Κύριε Ανδρικόπουλε, το κείμενο αυτό δεν απευθύνεται σε παιδιά, ανήκει στη δράση του δικτυακού τόπου τοβιβλίο.net ‘Μια εικόνα… Χίλιες λέξεις!’ κατά την οποία όποιος επιθυμεί γράφει μια ιστορία βασιζόμενος σε μια από τις εικόνες που προτείνονται.

      Σας ευχαριστούμε για το σχόλιό σας.

      Απάντηση
  3. Mαρία Παπαπαναγιώτου

    Πιστεύω θα γινόμασταν καλύτεροι άνθρωποι αν αφουγκραζόμασταν τα γύρω μας, γιατί όχι και τις πέτρες! Θαυμάσια γραφή. Μπράβο!

    Απάντηση
  4. Θεοδοσίου Τάνια

    Ότι και να πω θα ‘ναι λίγο…
    Συγχαρητήρια στην Ρίτα Μενεξίδου και στην σκέψη της που η γλαφυρή πένα της την μεταμορφώνει σε ανάγλυφες και γεμάτες με λυρισμό εικόνες! Ο λόγος της έχει κάτι από τη στόφα της κλασικής λογοτεχνικής γραφής και είναι πυκνή, με ιδιαίτερο πεζογραφικό ύφος! Ζωντανή η γλώσσα που χρησιμοποιεί, λιτή που απηχεί με την δύναμή της στην ψυχή!
    Και πάλι πολλά συγχαρητήρια!

    Απάντηση
  5. Chara Vlasopoulou

    συγχαρητήρια Ρίτα μου αγαπημένη…………υπέροχο……!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!………..αλλά λίγο………συνέχισε για μεγάλες δημιουργικές επιτυχίες!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

    Απάντηση
  6. Ολγα

    Διαβάζοντας την ιστορία πραγματικα μεταφερθηκα κι εγώ σε εκείνα τα χωριά, σε εκείνα τα μερη! Πολύ ζωντανή αφήγηση, γεμάτη εικόνες που μας ταξιδεύουν αλλού! Συγχαρητήρια Ρίτα!

    Απάντηση
  7. Γιωτα Βλαχου

    Εξαιρετικο, εκτος απο χιλιες λεξεις και …χιλιες εικονες!!! Συγχαρητηρια!!!

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου