
Τα βήματά της την οδήγησαν στο παλιό σπίτι της γιαγιάς της που όλοι τους το διατηρούσαν σε μια κατάσταση, ως εάν εκείνη να μην έχει «φύγει», εδώ και καιρό.
Ακόμη και το άρωμά της ήταν διάχυτο στην ατμόσφαιρα, που καθόλου δε θύμιζε παραίτηση ή φθορά. Ήταν σαν να περίμενε τη γιαγιά της να γυρίσει από τη λαϊκή και να την υποδέχεται με εκείνο το αγαπημένο πλατύ χαμόγελο της αγάπης και τα ακόμη πιο τρυφερά λόγια αγάπης που δεν είχαν μέτρο σύγκρισης, γιατί ήταν μοναδικά.
Όχι, η γιαγιά δεν είχε «φύγει». Η ψυχή της, που ήταν το μόνο πράμα που πήρε μαζί της φεύγοντας, ήταν ΕΚΕΙ ΤΩΡΑ και μπορεί -ναι- το σπίτι να έμοιαζε άδειο, αλλά μόνο φαινομενικά.
Η Ελένα, η εγγόνα της, συγκινημένη πάντα, αφού ποτέ δεν τον ξεπέρασε αυτόν τον χωρισμό, κάθισε στην αγαπημένη πολυθρόνα που εκείνη περνούσε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της και αφηρημένα -ή μάλλον γεμάτη αναμνήσεις να πούμε καλύτερα-, τράβηξε από τη μεγάλη βιβλιοθήκη δίπλα της, το πρώτο από τα βιβλία που η γιαγιάκα είχε γράψει.
Τόσα βιβλία…
Τι θα γινόταν αυτός ο πλούτος του πνεύματος και της γνώσης αν αποφάσιζαν να νοικιάσουν το σπίτι κάποια στιγμή; Σίγουρα ήταν κρίμα να μένει ανεκμετάλλευτο, το τριαράκι. Και το λιγοστό του ενοίκιο θα έλυνε πολλά από τα προβλήματα της Ελένας, που ετοιμαζόταν να παντρευτεί.
Δύσκολοι οι καιροί, και οι συναισθηματισμοί αποτελούσαν τροχοπέδη στην ενίσχυση του πενιχρού ήδη κουτσουρεμένου μισθού της, με τον Σέργιό της στο ταμείο ανεργίας εδώ και μήνες, με χωρίς προοπτική επαναπρόσληψής του σαν νεοδιορισμένου, έστω, υπαλλήλου, στην εταιρεία που εργαζόταν εδώ και δέκα χρόνια! Επόμενο ήταν η σχέση του ζευγαριού να περνάει από σαράντα κύματα απελπισίας. Όλο «περάστε αύριο» και «περιμένετε» και φτου και από την αρχή, η ίδια η στερεότυπη απάντηση «ΑΥΡΙΟ» που ποτέ δε γινόταν σήμερα, τώρα. Ναι, αλλά η Ελένα ήθελε το παιδί της, που θα γεννιόταν σε έξι μήνες, να έχει γονιούς που ευλόγησε την ένωσή τους ο Θεός με τους επί της γης εκπροσώπους Του, τους παπάδες. Ούτε που να ακούσει την προσωρινή λύση, έστω, του πολιτικού γάμου. Εκείνη ονειρευόταν νυφικά και μπομπονιέρες και να χαιρετά τον κόσμο στο τέλος του μυστηρίου, κρατώντας το νεογέννητό της αγκαλιά. Ναι μαντάμ, ωραίο το όνειρό σας, αλλά πού να βρεθούν τα χρήματααααα; Αυτό παίζει στο όνειρό σας;
Αυτές τις πικρές σκέψεις έκανε η κοπέλα και είχε την αίσθηση ότι η γιαγιά ήταν εκεί και άκουγε τους καημούς της εγγόνας της, όπως και όταν ζούσε.
Και, όπως είπαμε, μηχανικά τράβηξε από τη βιβλιοθήκη το πρώτο πρώτο βιβλίο της γιαγιάς που εκείνη είχε γράψει και που η Ελένα ποτέ δεν είχε βρει το καιρό να διαβάσει.
‘’Αχ γιαγιάκα μου, παράπονο που θα πρέπει να το ’χες με εμένα που δεν διάβασα παρά μόνο αποσπασματικά ορισμένα σου ωραία κείμενα. Να, που ήρθε η στιγμή λοιπόν να το κάνω. Σου υπόσχομαι δε ότι κάθε απόγευμα στις 5μ.μ. και μέχρι τις 7μ.μ. θα το αφιερώνω στο διάβασμα, χωρίς καμιά παρέκκλιση ή απουσία. Δε θα σταματήσω, ει μη μόνο στην τελευταία αράδα που έγραψαν τα χεράκια σου σε αυτά τα τόσο όμορφα βιβλία που τύπωσες με το λιγοστό σου χαρτζιλίκι, ελπίζοντας σε μια επίσημη έκδοσή τους με το λογότυπο του εκδοτικού και το ISBN τους!’’
Αυτά έλεγε νοερά στην αγαπημένη της απούσα και εκείνη φαίνεται ότι την άκουσε, χάρηκε και θέλησε να της κάνει ένα μικρό δωράκι.
Εκεί προς το τέλος του 2ου κεφαλαίου του πρώτου, όπως είπαμε, βιβλίου, η Ελένα βρήκε ένα κολλαριστό 500ρικο. Στην αρχή δεν πολυκατάλαβε τι ήταν, δεν έβλεπε και πολύ συχνά τέτοια χαρτονομίσματα, και φευγαλέα το πέρασε για σελιδοδείκτη! Όμως, το χαρτονόμισμα είχε πάνω του ένα σημείωμα που έλεγε:
«Αγάπη μου, για να φτάσεις να διαβάζεις μέχρι εδώ σημαίνει ότι σου αρέσει αυτό που γράφω. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι. Γι’ αυτό κερνάω απόψε ένα ποτό να πάτε με τον Σέργιο να πιείτε στην υγειά μου, (στην ΠΟΙΑ;), στην μνήμη μου ήθελα -φευ- να πω». Και συνέχισε: «Μόνον μη σε πιάσει καμιά απληστία και αρχίσεις και ψάχνεις τις επόμενες σελίδες, γιατί πού ’ν’ το, πού ’ν’ το το δακτυλίδι δε θα το βρεις. Τι στην ευχή; Θα πρέπει συνεχώς να σε ανταμείβω που με διαβάζεις; ΑΛΛΑ ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ. ΟΛΑ ΕΞΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΖΩΗ Ακόμη και η φιλαρέσκειά μου στο ότι πιθανόν να βρεις ενδιαφέρον το γράψιμό μου. Σου έχω και κάτι άλλο, κάποια στιγμή θα σου πω. Καλό διάβασμα καμάρι μου. Σ’ αγαπάω».
‘’Αχ βρε γιαγιάκα μου, πόσο θα πρέπει να σου στοίχιζε το γεγονός, ότι, ενώ όλος ο κόσμος επαινούσε τα γραφτά σου, οι δικοί σου άνθρωποι δεν είχαν ποτέ χρόνο να ασχοληθούν μ’ αυτά! Και πόσο ωραία γράφεις! Τι φρέσκο και νεανικό το στυλ σου, ακριβώς όπως ήταν, παρά τα χρόνια που κουβαλούσες, η καρδιά και η ψυχή σου. Εγώ όμως τώρα, έστω και αργά, θα γίνω η πιο fan αναγνώστριά σου και τούτο όχι από υποχρέωση και τύψεις, αλλά γιατί μου αρέσεις, βρε γιαγιά, μου αρέσεις πολύ. Στο ραντεβού μας λοιπόν. Σου δίνω τον λόγο μου ότι κάθε απόγευμα στις 5μ.μ. και για δύο τουλάχιστον ώρες, θα αρχίσω το διάβασμα και αυτό, βρέξει χιονίσει. Και θα μου επιτρέψεις φαντάζομαι, να παίρνω το βιβλίο σου και μαζί μου. Μου αρέσει να διαβάζω στο μετρό, αλλά και στο κρεβάτι μου πριν κοιμηθώ.’’
Η Ελένα πήρε το 500ρικο αμήχανη και το έβαλε στην τσέπη της. Το ζήτησε η γιαγιά της να πιει ένα κρασί στη μνήμη της και βέβαια θα την τιμούσε. “Ένα κρασί μόνο, γιαγιά μου γενναιόδωρη”;
Και ενώ οι οικονομικές ανάγκες της έτρεχαν με βήμα ταχύ, δε θα ικανοποιούσε καμία από αυτές με τούτα δω τα χρήματα. Η γιαγιά ήθελε να πιουν κρασί στη μνήμη της. Θα το ’χε.
Έτσι η Ελένα, αντί να πηγαίνει σε κοιμητήρια και να ανάβει καντήλια, διάβαζε τα βιβλία της και κρατούσε τη μνήμη της ζωντανή.
Προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου, που ήταν συνέχεια του πρώτου και που την είχε καθηλώσει με την πλοκή του, βρίσκει ένα παράξενο σημείωμα που έλεγε:
«Έφτασες μέχρι εδώ, μωρό μου; Άρα σου άρεσα. Να ’ξερες πόσο χαίρεται η ψυχή μου! Άκου τώρα, και χωρίς να πεις τίποτα στον Σέργιο και με περάσει για καμιά ιδιόμορφη πεθαμένη γριά: Στο κρυφό μου συρτάρι του γραφείου που το ξέρεις, έχω κάτι ενδιαφέρον για σένα, αν και φιλοδοξία μου είναι να βρεις τα βιβλία μου πολύ πιο ενδιαφέροντα ακόμη. Τα λέμε».
Η Ελένα διάβαζε και έκλαιγε. Της έκανε εντύπωση πόσο πολύ η γιαγιά αγαπούσε τους ήρωές της σε σημείο να …μην πεθαίνει κανέναν τους, καθ’ όλη τη διάρκεια της όποιας ιστορίας της. Και σχήμα οξύμωρο, ενώ εκείνη δεν πέθαινε κανέναν, η ίδια είχε αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο εδώ και καιρό…
Εκείνη «έφυγε», μα τα γραπτά της έμειναν, όπως έλεγε η αγαπημένη της φράση. Les paroles s’ enfuient mais l’ ecriture demeure. ΕΔΙΝΕ μεγάλη σημασία στην υστεροφημία της. Δεν πρέσβευε το γνωστό: «άμα εγώ φύγω, στάχτη και μπούρμπερι όλα». Όχι.
Περίεργη η Ελένα ανοίγει το κρυφό συρτάρι περιμένοντας ίσως να βρει κανένα καινούργιο σημείωμα από το υπερπέραν. Και βρίσκεται μπροστά σε μία έκπληξη πολλών βαθμών της κλίμακας ρίχτερ, ένα πάκο από δέκα κολλαριστά 500ρικα!.
Η γιαγιά, ώς και πριν την κρίση, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία πολύ εύπορη αστή. Με την κρίση όμως ήρθε η πλήρης κατάρρευση. Οι τραπεζικές της μετοχές μηδενίστηκαν, οι καταθέσεις της πήραν τον κατήφορο, η δε πλούσια σύνταξή της από τον συγχωρεμένο τον άντρα της κουτσουρεύτηκε για πάνω από το μισό. Τα χρήματα τούτα, λοιπόν, ήταν αιματηρές οικονομίες, που φαίνεται να έκανε η γηραιά κυρία, για να βοηθήσει την εγγόνα της, που ήξερε ότι περνούσε δυσκολίες. Έτσι, μπήκε στο παιχνίδι των δώρων, γιατί επίσης γνώριζε πόσο υπερήφανη ήταν η μικρή και δε θα δεχόταν ποτέ κανενός είδους οικονομική βοήθεια. Γνωστό το τακτ της γιαγιάς και μεγάλο προσόν αυτού που το κατέχει. Ορίστε, βοηθούσε τώρα από το υπερπέραν, με αυτόν τον δήθεν φιλάρεσκο τρόπο της, επειδή ΤΑΧΑ ΜΟΥ η μικρή την διάβαζε… Χα, χα, χα. Τόση λεπτότητα και τρυφερότητα αυτή η γυναίκα τελικά; Με τα χρήματα αυτά εξασφαλιζόταν η κλινική που θα γεννούσε το κοριτσάκι που περίμενε και που θα έπαιρνε το όνομά της. Μακάρι να μπορούσε αυτό να το μάθει εκεί που βρισκόταν, η καλή της.
Στο 4ο βιβλίο της, ένα απίθανο αστυνομικό μυθιστόρημα, η Ελένα βρίσκει ένα από κείνα τα ουρανόπεμπτα σημειώματα, όπου της: έλεγε:
«Μωρό μου συγγνώμη, αλλά δεν έχω άλλο δωράκι να σου κάνω και να ήξερες πόσο πολύ λυπάμαι γι’ αυτό, αλλά και πόσο θυμωμένη είμαι ελόγου μου. Πώς τα κατάφερα έτσι και έμεινα χωρίς χρήματα; Θα μου πεις, όπως ακριβώς συνέβη και με όλον τον ελληνικό πληθυσμό. Σύμφωνοι. Μα και πάλι, παρ’ όλα τα ελαφρυντικά, νιώθω ένοχη. Αν διάγουμε μιαν εποχή όπου οι γιαγιάδες δεν μπορούν να βοηθήσουν τα εγγόνια τους, τότε κοριτσάκι μου τα πράγματα θα ξέφυγαν και πολύ φοβάμαι τι ατραπό θα ακολουθήσουν από δω και μετά… Και πού ’σαι, μη νομίσεις ότι θα θυμώσω και μαζί σου αν απογοητευτείς από την έλλειψη δώρων και σταματήσεις το διάβασμα. Θα σκεφτώ, ας ήταν να έγραφα καλύτερα, για να με διάβαζε η μικρή μου».
Μα πώς να ήξερε η γιαγιά πως για την Ελένα πια τα πονήματά της ήταν η καλύτερη κληρονομιά που της άφησε φεύγοντας και δε συγκρίνονταν με το ακριβότερο των δώρων, αφού αυτά ΗΤΑΝ καρποί ταλέντου και ψυχής. Και πόσο, μα πόσο υπερήφανη ήταν που είχε μια γιαγιά σαν τη δική της! Με πόση ευαισθησία ακουμπούσε πάνω στους ήρωές της, και η Ελένα πονούσε και γελούσε μαζί τους σαν να ήταν πρόσωπα υπαρκτά και όχι βγαλμένα από το ευφυές μυαλό μιας γυναίκας με απίστευτη έμπνευση και φαντασία.
Όταν έφτασε στο 5ο κατά σειρά βιβλίο, το αποφάσισε. Πήρε τα τέσσερα βιβλία που ήδη διάβασε και τα πήγε σε έναν εκδοτικό οίκο. Γνώριζε πολύ καλά την τεράστια απόρριψη που ετύγχαναν κατά την αξιολόγησή τους έργα άγνωστων συγγραφέων, μα εκείνη θα επέμενε. Και, όπως αποδείχτηκε, καλά έκανε και έδειξε αυτήν την πίστη, αυτήν την επιμονή. Γιατί ο εκδοτικός ενθουσιάστηκε και η Ελένα πανευτυχής τους εμπιστεύτηκε το έργο ζωής της γιαγιάκας της.
Σιγά, φίλε εκδότη, μην ενθουσιάζεσαι από τώρα που βρίσκεσαι στην αρχή… Στάσου να προχωρήσεις λίγο και το ουάου σου φύλαξέ το για αργότερα. Στα επόμενα.
Μα ο εκδοτικός έκανε τη δουλειά του. Από τη μια ο ενθουσιασμός και η πίστη, από την άλλη μια έξυπνη διαφημιστική καμπάνια προώθησης των βιβλίων, που ίσως είχε και την υπερβολή της, και τα βιβλία της μακαρίτισσας έκαναν τρελές πωλήσεις.
Σημειώματα άλλα, με δώρα ή χωρίς δώρα, δε βρήκε η κοπελιά. Ο πακτωλός τους είχε αλλάξει μορφή και είδος. Και η γιαγιά από το υπερπέραν βοηθούσε έμπρακτα, και φρόντιζε, τόσο για την εγγονή, όσο και την υστεροφημία της την οποία όσο ζούσε, είχε ονειρευτεί να κρατηθεί σε υψηλά επίπεδα, όταν ερχόταν η στιγμή.
Σε λίγα χρόνια η Ελένα κατάφερε να εκδώσει όλο το τεράστιο έργο της συγχωρεμένης, το οποίο ευτύχισε αξιοζήλευτης αναγνώρισης.
Και όταν μια ημέρα η δεκάχρονη κόρη της Ελένας και συνονόματη δισέγγονη της εκλιπούσης έδειξε στη μητέρα της το πρώτο της κείμενο, εκείνη αμέσως κατάλαβε ότι η γιαγιά της από κάπου στο ΣΥΜΠΑΝ διοχέτευσε το ταλέντο της και μέρος της ψυχής της σίγουρα σε αυτό το παιδί. Και μακάρι η μικρή να απολάμβανε εν ζωή ό,τι η γιαγιά της κέρδισε μετά θάνατον.
Καλός προγραμματισμός.
Καλή συγκυρία
Καλό όνομα
Καλή τύχη
Και απίστευτο ταλέντο η ΕΠΙΤΟΜΗ της επιτυχίας.
–
γράφει Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια