Ήταν μεσημέρι, έκανε πολλή ζέστη. Τα τζιτζίκια είχαν στήσει τη δική τους συναυλία. Κάθε τόσο ένας συρτός, διαπεραστικός ήχος διέκοπτε το καλοκαιρινό σκηνικό. Ένα κόκκινο μεταλλικό τρίκυκλο ποδηλατάκι τριγυρνούσε στον κήπο σε κάθε πιθανό και απίθανο μονοπάτι του. Οδηγός του ήταν ο Πέτρος, ένας 4χρονος μπόμπιρας που έκανε διακοπές στο σπίτι του παππού στο χωριό. Οι γονείς του δούλευαν, κάποιος έπρεπε να τον φυλάει. Αδέλφια δεν είχε. Έπαιζε και μιλούσε μόνος του. Συζητήσεις ολόκληρες! Και μετά πάλι στο ποδηλατάκι και δώστου να ακούς το τρίξιμο από τα πετάλια. Μέχρι το απόγευμα που μαζευόντουσαν όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς και γινόταν πραγματικός χαλασμός! Εικόνες από παλιότερες δεκαετίες που όμως τις απολάμβαναν κι οι μεγάλοι, που είχαν βαρεθεί την πολλή ησυχία. Το χειμώνα κατοικούν όλες κι όλες 50 ψυχές στο χωριό…
Ο παππούς του Πέτρου, από τον οποίο είχε πάρει και τ’ όνομα, ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος με προβλήματα υγείας και μια μάλλον φυσιολογική μελαγχολία από τα βάσανα της ζωής. Όταν όμως είχε να κάνει με τον εγγονό του, το γιο της κόρης του, δεν παραπονιόταν για τίποτα. Ακόμη κι αν έχανε τον μεσημεριανό του ύπνο από τον εκνευριστικό θόρυβο που έκαναν τα πετάλια του τρίκυκλου του μικρού, κάτι που υπό κανονικές συνθήκες, τον υπόλοιπο χρόνο δηλαδή, μπορούσε να τον κάνει έξαλλο! Ήθελε τις λίγες μέρες που είχε κοντά τον εγγονό του, να τις χαρεί όσο γινόταν περισσότερο. Έπαιρνε ενέργεια για το χειμώνα, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Η γιαγιά Ελένη, έκανε τα κλασσικά του σπιτιού στο χωριό. Ήταν καλοστεκούμενη για την ηλικία της, είχε πατήσει τα 75, είχε τις κότες της, το περιβόλι της και την εκκλησία. Όταν τέλειωνε από αυτά, έψαχνε να βρει αφορμές να γκρινιάξει στον άντρα της. Του «χτύπαγε» πράγματα που είχαν γίνει δεκαετίες πριν και με βάση τη δική της λογική “… αν με είχες ακούσει τότε, θα μπορούσαμε τώρα να είχαμε κάνει εκείνο και το άλλο και το άλλο…». Δύσκολα την έβλεπες ευχαριστημένη. Ακόμη και τώρα που είχε το εγγόνι της. Κάτι μουρμούραγε για την κόρη της, κάτι για τον γαμπρό της, σε δουλειά να βρισκόμαστε ένα πράμα!
Ο κυρ Πέτρος, ταλαιπωρημένος από τα γόνατά του και τα χρόνια του, ογδόντα πια, δεν τη συμμεριζόταν, προσπαθώντας να ξεκλέψει στιγμές ησυχίας. Είχε συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, με ότι καλώς ή κακώς έκανε στη ζωή του και προσπαθούσε να ευχαριστηθεί λίγες καθημερινές στιγμές. Αυτό του είχε απομείνει και αυτό καταλάβαινε ότι έχει σημασία στην ηλικία του. Δεν μπορούσε τις μεμψιμοιρίες και τις άσκοπες αναφορές στο παρελθόν.
Μόνο στο καφενείο με τους λίγους φίλους του έλεγαν καμιά παλιά ιστορία για να γελάσουν, πίνοντας τις μπυρίτσες τους και παίζοντας ταβλάκι για να περάσει η ώρα.
Τον ένοιαζε μόνο ο εγγονός του. Ίσα-ίσα να τον κοιτάει. Του χαμογελούσε, τον έπαιρνε αγκαλιά και του έδινε μερικά φιλιά όποτε περνούσε το ποδηλατάκι από κοντά του!
Κι ο μικρούλης εκεί ακούραστος! Πάνω στο κόκκινο τρίκυκλό του…
Αυτή ήταν η σχετικά καλή ρουτίνα του καλοκαιριού τους. Μέχρι μια μέρα που τη διέκοψε το κουδούνι της εξώπορτας. Έτρεξε πρώτος ο μικρός. «Περίμενε Πέτρο, θα ανοίξω εγώ…», φώναξε η γιαγιά φοβούμενη μήπως πεταχτεί ο μικρός στο δρόμο.
Ήταν λίγο πριν το μεσημεριανό φαγητό. Ο κυρ Πέτρος είχε ξαπλώσει λίγο.
–Παρακαλώ πολύ θα ήθελα τον κύριο Πέτρο Παπαγεωργίου, εδώ δεν μένει; Εμφανίστηκε στην πόρτα ένας κύριος ψηλός, μελαχρινός, γύρω στα 30, με σκούρο μπλε κοστούμι και λευκό πουκάμισο χωρίς γραβάτα. Είχε προσεγμένη κόμμωση, μοδάτα παπούτσια και ήταν ευγενικός και χαμογελαστός.
Η γιαγιά έκανε έναν μορφασμό απορίας, κατεβάζοντας το βλέμμα της είπε χαμηλόφωνα «μάλιστα» καθώς δεν γνώριζε τον κύριο, ούτε μπορούσε να φανταστεί περί τίνος πρόκειται. Και όταν κάτι δεν μπορούσε να το ελέγξει η κυρία Ελένη, την έβγαζε έξω απ’ τα νερά της… Δεν ρώτησε καν ποιος είναι, παρά μόνο του ζήτησε να περιμένει να πάει να φωνάξει τον άντρας της. Ο άγνωστος κύριος χαμογέλασε στον μικρό Πέτρο και του χάιδευε το κεφάλι, όσο περίμενε.
-Μη στέκεστε στην πόρτα, ελάτε να καθίσετε, κατάφερε να πει η κυρία Ελένη προχωρώντας προς το βάθος του σπιτιού και βγάζοντας την ποδιά από τη μέση της. Εκείνος έκανε δυο-τρία βήματα προς τα μέσα περιεργαζόμενος κάθε γωνιά του σπιτιού και στάθηκε στο κέντρο του σαλονιού, όρθιος να παρατηρεί τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ήταν κρεμασμένες στον τοίχο, δεξιά κι αριστερά από το παλιό αλλά καλογυαλισμένο σκρίνιο, που ταίριαζε απόλυτα με τον καναπέ που βρισκόταν απέναντι και δίπλα στην τραπεζαρία.
–Έλα Πέτρο, σήκω… βάλε κάτι πάνω σου, κάποιος κύριος σε ζητάει… δεν τον ξέρω.
–Ποιος είναι;
–Σου είπα, δεν τον ξέρω χριστιανέ μου!’, ήταν ο συνήθης τρόπος επικοινωνίας των δύο ηλικιωμένων, που με το παραμικρό έστηναν καβγά…
–Εντάξει, εντάξει…έρχομαι, είπε ο κύριος Πέτρος και αφού βρήκε τις παντόφλες του, προσπάθησε να στηρίξει το γέρικο κορμί του στο μπαστούνι του. Το να σηκωθεί από κάπου ήταν επίπονο. Το αριστερό του γόνατο ήταν κατεστραμμένο, το βάρος όλο έπεφτε στο δεξί που με τα χρόνια είχε κι αυτό φθαρεί ανεπανόρθωτα. Όμως σε γιατρό δεν πλησίαζε. Ήταν τραυματιοφορέας στα νιάτα του και είχε δει πολλά στα νοσοκομεία. Δεν μπορούσε να ξαναπάει εκεί, φοβόταν, πήγαινε το μυαλό του στο κακό και πίστευε ότι αν κάτι άσχημο σου καρφωθεί στη σκέψη, καλό είναι να μην το κάνεις.
–Γεια σου κύριε Πέτρο!, είπε ο καλοντυμένος νεαρός, δείχνοντας ενθουσιασμό και μια ανεξήγητη οικειότητα. Μάλλον δε σας θυμίζω κάτι…, συνέχισε ο νεαρός με χαμόγελο πάντα, παρατείνοντας την αγωνία στο δωμάτιο. Ο μικρός Πέτρος είχε καρφώσει τα μαύρα ματάκια του και παρακολουθούσε επίσης με απορία. Ο παππούς Πέτρος δεν συμμερίστηκε αρχικά τον ενθουσιασμό του επισκέπτη του και είχε μια έκφραση απορίας, «ποιος θα μπορούσε να είναι ο παράξενος επισκέπτης»; Συνέχιζε να τον κοιτάζει επίμονα και διερευνητικά. Κάτι έπρεπε να του θυμίσει ποιος ήταν. Αυτός τον γνώριζε, ήταν φανερό.
-Καθίστε κύριε…να σας φέρουμε έναν καφέ, παρενέβη ευγενικά η κυρία Ελένη, που στο μεταξύ παρακολουθούσε κάθε λεπτομέρεια για να μπορέσει να καταλάβει κι αυτή τι γίνεται.
–Κύριε Πέτρο, λέγομαι Γιάννης Παπασταύρου… είμαι ο γιος του Ορθοπεδικού του Παντελή Παπασταύρου…, είπε ο νεαρός δίνοντας τέλος στα ερωτηματικά για την ταυτότητά του, περιμένοντας την αντίδραση στο βλέμμα του παππού.
Ο κύριος Πέτρος σάστισε… Αιφνιδιάστηκε. Βούρκωσε. Τότε συνειδητοποίησε ποιόν είχε μπροστά του! Ήταν ο γιος ενός καλού φίλου του από το νοσοκομείο που δούλευαν μαζί. Το βλέμμα του άλλαξε, άστραψε. Είχε χρόνια να νιώσει τέτοια χαρά… μα δεν μπορούσε να μιλήσει από τη συγκίνηση! Πέρασαν κάποια αμήχανα δευτερόλεπτα και βάζοντας όλη του τη δύναμη πάτησε και τα δύο πόδια του όσο γερά μπορούσε, αδιαφορώντας για τον πόνο και έπεσε στην αγκαλιά του απρόσμενου επισκέπτη του!
–Γιαννάκη μου καλέ, του είπε φιλώντας τον. Πόσα χρόνια πέρασαν αγόρι μου, ολόκληρος άντρας έγινες! Πού με ξετρύπωσες εδώ πάνω; Θα είναι πολύ χαρούμενος ο πατέρας σου για σένα Γιάννη μου!
Ο νεαρός ανταπέδωσε την αγκαλιά με την ίδια θέρμη. Κύριε Πέτρο μάς βοηθήσατε πάρα πολύ εκείνη τη δύσκολη περίοδο, δεν ήταν δυνατόν να σας ξεχάσω, συνέχισε ο Γιάννης με ευγνωμοσύνη, ενώ η κυρία Ελένη μόλις είχε ακουμπήσει τους καφέδες με τα νερά στο τραπέζι, παρακολουθώντας τη σκηνή πιο σιωπηλή από ποτέ…
–Κυρία Ελένη, πήρε το θάρρος να μιλήσει Ο Γιάννης, ..εγώ κι ο πατέρας μου, χρωστάμε πολλά στον άντρα σας! Δεν ήταν δυνατό να μη ψάξω να σας βρω να πω ένα ευχαριστώ για όσα έκανε για εμάς ο κύριος Πέτρος. Δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι σαν κι αυτόν. Και δεν ζήτησε ποτέ του τίποτα ως ανταπόδοση!
Ο παππούς Πέτρος ήταν αποσβολωμένος. Αυτή η συνάντηση τον γύρισε πολλά χρόνια πίσω, όταν έτρεχε να τα προλάβει όλα και βοηθούσε όπου ήταν δυνατό. «Κάνε το καλό και ρίχτο στο γιαλό» συνήθιζε να λέει. Και να που δικαιώθηκε. Το καλό ήρθε να τον συναντήσει!
–Όταν ήμουν μικρός…, άρχισε να διηγείται ο επισκέπτης στη γυναίκα του κύριου Πέτρου, …γύρω στα έξι, χάσαμε τη μητέρα μου από μία ανίατη ασθένεια. Τα πράγματα ήταν δύσκολα για τον πατέρα μου. Τελείωνε ειδικότητα και δεν είχε βοήθεια για να με μεγαλώσει. Βρισκόταν σε απόγνωση. Τότε βρέθηκε ο κύριος Πέτρος και πρόσφερε τη μαγική λύση, όπως μου είχε διηγηθεί πολλές φορές ο πατέρας μου, πίνοντας έναν καφέ στα όρθια, ανάμεσα σε δύο χειρουργεία σε μια γενική εφημερία! Με έγραψε λοιπόν σε ένα σχολείο κοντά στο νοσοκομείο και ανέλαβε ο κύριος Πέτρος να με πηγαινοφέρνει στο σχολείο. Το μεσημέρι που σχόλαγα, με πήγαινε σε ένα δωματιάκι ήσυχο που χρησιμοποιούσαν για ύπνο στις νυχτερινές βάρδιες οι γιατροί και οι νοσηλευτές, μου έβαζε να φάω και να διαβάσω, μέχρι να τελειώσει ο πατέρας μου από τα χειρουργεία…, συνέχιζε τη διήγηση ο Γιάννης Παπασταύρου, κοιτάζοντας όλη αυτή την ώρα τον κύριο Πέτρο με ένα βλέμμα που πρόδιδε βαθιά ευγνωμοσύνη. Χωρίς τον κύριο Πέτρο δεν ξέρω πώς θα τα είχαμε καταφέρει…, επανέλαβε κοιτάζοντας αυτή τη φορά την κυρία Ελένη με βλέμμα έντονο που υπογράμμιζε αυτό που έλεγε.
Η γιαγιά του μικρού Πέτρου, είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα, πρώτη φορά άκουγε αυτή την ιστορία και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Ήταν φανερό όμως ότι παρουσιαζόταν μπροστά της από έναν ξένο, μια πλευρά του συζύγου της απρόσμενα τρυφερή και ανιδιοτελής, που δεν την είχε διαπιστώσει στον κοινό τους βίο. Ίσως ένιωσε και κάπως άσχημα, κάνοντας μια στιγμιαία αυτοκριτική για την επιθετική της γκρίνια που δεν επέτρεπε να «φυτρώσει» τίποτα θετικό γύρω της.
Ο κύριος Πέτρος δεν μιλούσε, άκουγε συγκινημένος και ιδιαίτερα κολακευμένος από την αναγνώριση του ‘έργου’ του. Ήταν σεμνός άνθρωπος, αλλά και παραπονιάρης. Δεν καυχιόταν ποτέ για ότι έκανε. Μέσα του όμως ήθελε να αναγνωρίζονται οι κόποι του και οι προσπάθειές του. Με ένα απλό ‘ευχαριστώ’. Τίποτα άλλο.
Τώρα λοιπόν ζούσε μια τέτοια στιγμή και μέσα του χαιρόταν. Κοίταζε τον Γιάννη όπως κοιτούσε συνήθως και τον εγγονό του τον Πέτρο. Αυτό που έβλεπε μπροστά τον έκανε περήφανο, ένιωθε καλά που κάτι είχε προσφέρει. Αυτό τον βοηθούσε να ξεχνάει τα δικά του προβλήματα…
-Τι κάνει ο πατέρας σου Γιάννη; κατάφερε να τον ρωτήσει.
Ο Γιάννης συννέφιασε, κατέβασε το κεφάλι… Τον έχασα πέρυσι κύριε Πέτρο…. ήταν αρκετά μεγάλος πια κι η καρδιά του δεν άντεξε, είπε βαριανασαίνοντας. Πρόλαβε όμως να με δει να προχωράω, σπούδασα Νομική, δεν ακολούθησα τα χνάρια του και παντρεύτηκα. Μάλιστα είναι έγκυος η γυναίκα μου, περιμένουμε μωρό σε λίγους μήνες, κατέληξε δίνοντας έναν θετικό τόνο στην κουβέντα.
-Κρίμα ρε Γιαννάκη, ήθελα να τον δω τον Παντελή. Έχω χάσει τις επαφές μου με τους συναδέλφους κόψει από το νοσοκομείο και δεν έμαθα το μαντάτο. Τον πατέρα σου τον είχα ξεχωρίσει από την αρχή. Ήταν ο μόνος γιατρός που μιλούσε και στο υπόλοιπο προσωπικό χωρίς τουπέ, ήταν ανθρώπινος. Καθόταν στα διαλείμματα μαζί μας και πίναμε κανένα καφεδάκι μαζί με τσιγάρο. Μικρές καθημερινές στιγμές που μας έδεσαν. Και τότε με τη μάνα σου τον είδα που πελάγωσε ο άνθρωπος. Αυθόρμητα του είπα ότι θα κάνω ότι μπορώ κι εκείνος ήταν τόσο ζορισμένος που δεν το πολυσκέφθηκε. Με εμπιστευόταν πάντα. Αλλά κι εγώ ένιωθα ότι προσφέρω με αυτό το πράγμα κι ο πατέρας σου ήταν άνθρωπος που εκτιμούσε. Και τώρα που σε βλέπω ρε Γιάννη, κάναμε καλή δουλειά, ολοκλήρωσε την κουβέντα με ένα βροντερό γέλιο και χτυπώντας τον στην πλάτη φιλικά.
–Είναι μεγάλη μου τιμή αγόρι μου, που έψαξες να με βρεις! Με συγκινείς πραγματικά. Έχεις μοιάσει στον πατέρα σου…κι αυτός έτσι ήταν. Εύχομαι το μωρό σου να είναι γερό κι αν είναι αγόρι, να το πεις Παντελή’’! είπε αποφασιστικά ο κυρ Πέτρος, που πλέον είχε ‘’πάρει μπρος’’ για τα καλά και από την ενέργεια της ωραίας έκπληξης ένιωθε και πάλι νέος μετά από πολλά χρόνια, έστω και για λίγες στιγμές.
–Τον βλέπεις αυτό τον όμορφο κύριο που ήρθε σήμερα στο σπίτι μας; Έβαλα κι εγώ το χεράκι μου για να γίνει τόσο μεγάλος, έλεγε στον εγγονό του καμαρώνοντας, κάτι που σπάνια το έκανε και έδειχνε ότι η σημερινή ημέρα είχε κάτι το ξεχωριστό.
Το παιδάκι χωρίς να πολυκαταλαβαίνει λόγω ηλικίας, χαμογέλασε, σηκώθηκε από την αγκαλιά του παππού του και πήγε στον Γιάννη τον έπιασε από το χέρι και σαν να τον ήξερε από χρόνια του λέει: Έλα, πάμε, οδηγώντας τον προς το ποδηλατάκι του στον κήπο για να παίξουν μαζί. Επιτέλους βρήκε την παρέα που τόσο ζητούσε! Σαν να εμφανίστηκε ένας μεγάλος αδερφός από το πουθενά!
Ο Γιάννης χαμογέλασε, πήρε τον μικρό και προχώρησε. Γυρνώντας το κεφάλι του είδε τον Κύριο Πέτρο, να τους κοιτάει χαρούμενος και βυθισμένος σε σκέψεις. Σαν να είχε και δεύτερο εγγονό. Η κυρία Ελένη είχε σιωπήσει για τα καλά. Πήγε κι έπιασε το χέρι του άντρα της και κάθισε ήσυχη δίπλα του. Σπάνιο…
–Κάτι έκανα στη ζωή μου τελικά…, μονολόγησε ο κύριος Πέτρος που ήταν αυστηρός πάντα στην αυτοκριτική του. Τον πήραν για άλλη μια φορά τα κλάματα… χαράς και ανακούφισης αυτή τη φορά.
–Κάνε το καλό και ρίχτο στο γιαλό, σκέφτηκε και χαμογέλασε, αγκαλιάζοντας την κυρία Ελένη…
_
γράφει ο Λάκης Kοντσιώτης
0 Σχόλια