Αναμφισβήτητα… Το μικρό υπόγειο εργαστήριο, με το μοναδικό κίτρινο φως που εξέπεμπε από το ταβάνι, είχε γίνει το καταφύγιό του για πολύ καιρό τώρα. Η υγρή ατμόσφαιρα του, ο παγωμένος χώρος από την έλλειψη οποιασδήποτε θέρμανσης, υπήρξαν οι αιτίες να επιδεινωθούν οι κρίσεις άσθματος. Ωστόσο δεν τα παρατούσε. Μάλιστα, χθες καθάρισε καλά το υπόγειο με μια φθαρμένη σκούπα, παρότι η αλλεργία εμφανίστηκε απρόσκλητα, κάνοντας τα μάτια του να ρέουν από δάκρυα. Πολλά έφτασαν ως την άκρη των χειλιών του, τα γεύτηκε και κατάλαβε ότι η λύπη είχε αλμυρή γεύση, ακόμα κι όταν τα δάκρυα είναι μια τεχνητή άμυνα αντιμετώπισης της σκόνης.
Αφού σκούπισε καλά το τσιμεντένιο πάτωμα και έπλυνε με νερό και σαπούνι κάθε τραχιά επιφάνειά του, τακτοποίησε με σειρά, κατά ύψος, του γυάλινους δοκιμαστικούς σωλήνες. Στα ενωμένα μόρια του πρωταρχικού τους υλικού, την άμμο, είχαν χαραχθεί με επιμονή οι προσπάθειές του να μπορέσει να κάνει μια εφεύρεση που αρχικά θα τον απελευθέρωνε από τα σχοινιά που είχαν δέσει την ύπαρξή του στα γεωμετρικά σχήματα του χώρου. Δεν ήταν απάνθρωπος, όμως δεν ενδιαφερόταν να σώσει τους άλλους, αφού πρώτα δεν είχε καταφέρει να ξεχωρίσει τον εαυτό του από τη φθορά μιας παρανοϊκής και άλογης κίνησης των εποχών.
Στάθηκε μπροστά στον περιοδικό πίνακα των χημικών στοιχειών, μια έγχρωμη αφίσα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο. Την παρατήρησε με απογοήτευση ενός θαλασσοπόρου εξερευνητή, που από το μεσαίο κατάρτι του πλοίου του κοιτάζει με αγωνία κάθε γωνιά του ορίζοντα, ενώ πλέει βαθιά στον ωκεανό και δε διακρίνει τη στεριά που προοριζόταν για το ταξίδι του. Αλλά και καμία στεριά, που θα μπορούσε να ήταν η παραμυθία της προσπάθειάς του.
Διάβασε τα ονόματα μερικών στοιχείων, όπως και τον ατομικό τους αριθμό. Έπειτα, με κινήσεις που δε βιάζανε, την ξεκρέμασε. Τη δίπλωσε προσεκτικά στη μέση και μετά άλλη μια φορά. Προσεκτικά άρχισε να τη σχίζει με τα χέρια του σε απόλυτη συμμετρία, ώσπου τα κομμάτια της έβγαιναν σε ένα τέλειο τετράγωνο, μετά από αυτήν την καταστροφή. Μέσα στις παλάμες του, σκορπισμένα τα στοιχεία που ορίζουν τον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε ή μας κάνουν αυτά να τον αντιλαμβανόμαστε με τον τρόπο τους, τα πέταξε σε μια μαύρη πλαστική σακούλα σκουπιδιών, όπως πετούσε όλα εκείνα που πριν τα είχε αγιοποιήσει και μετά τα δαιμονοποιούσε. Δεν είχε κάτι άλλο να πετάξει. Τα πειράματά του είχαν αποτύχει. Έδεσε το κορδόνι της σακούλας και μέσα έκλεισε, όπως η Πανδώρα, τα άχρηστα υλικά μιας ζωής κατεστραμμένης. Και η ελπίδα δεν υπήρχε μέσα.
Σήμερα επέστρεφε για τελευταία φορά στο υγρό μικρό υπόγειο με το κίτρινο φως, που το είχε ονομάσει εργαστήριο. Προσπαθούσε να εγκλωβίσει το άπειρο μέσα σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα και ύστερα να το διοχετεύσει στο μικρό του χώρο και μέσα του να ανασάνει την αιωνιότητα του χρόνου που δε μπορούσε να κατανοήσει με το νου. Ήθελε να χτυπήσει στα κύματα του ανεξήγητου, να βυθιστεί μια, δυο, τρεις φορές, να αλλάξει αν γινόταν και το όνομά του, τη σύσταση που τον καθόριζε ως άνθρωπο και να πιει από τις σταλαγματιές του σημείου του απείρου. Τα πειράματα του είχα αποτύχει. Τη μοναδική φορά που έφτανε να εφεύρει χημικά το άπειρο, ήταν οι κινήσεις του δαχτύλου του στο σχήμα του, “ξαπλωμένο οχτώ”, όπως συνήθιζε να λέει, στον πιεσμένο αέρα του μικρού υπογείου.
Με μια άλλη κίνηση, πιο επιθετική, έριξε από το πάγκο εργασίας του, τους δοκιμαστικούς σωλήνες, με τόσο κόπο είχε ταξινομήσει την προηγούμενη μέρα κατά ύψος. Δεν άκουσε τον ήχο της συντριβής. Είχε ήδη κινηθεί προς μια μεριά του τοίχου και κοιτούσε τον τετράγωνο καθρέφτη. Μια μικρή αντανάκλαση όλων των αποτυχιών του σε μια έκταση του χώρου που ξαφνικά άρχιζε να διαστέλλεται μέσα στις κραυγές του. Αφιέρωσε όλη την καλή του σκέψη για την αναζήτηση του απείρου και την αξιοποίηση του για να λυτρώσει τη χαμένη του ψυχή. Τώρα κλείνεται στο σχήμα του, “το ξαπλωμένο οχτώ” και δε μπορεί πια να ξεφύγει από την ίδια του την παγίδα που πήγε να στήσει στο σύμπαν.
Ο τετράγωνος καθρέφτης υποκίνησε και ο ίδιος μια ανταρσία στην ιεροσυλία που για πολύ καιρό εκείνος, που υπήρξε ένας ονειροπόλος, αξιοποιούσε με την ανοχή όλων των στοιχείων που ξέρουν μόνο να προσθέτουν, χωρίς να επαληθεύουν το άθροισμα. Ο καθρέφτης άλλαξε το σχήμα του. Έγινε ένας επικίνδυνος κύκλος, που έκλεισε τον πρόσωπό του μέσα. Κοιτούσε τον εαυτό του ήρεμα, αν και οι αρθρώσεις του είχαν παραλύσει μπροστά στην αλλαγή. Βρισκόταν ξαφνικά μέσα στο ίδιο το μηδέν, και αυτός και το είδωλο του. Δεν είχε τη δύναμη να διαφύγει πια. Εγκλωβίστηκε στην ίδια του την επιθυμία, να αλλάξει τον εαυτό του για να γνωρίσει τελικά ότι το μηδέν από το άπειρο το χωρίζει μόνο μια λεπτή, σχεδόν δυσδιάκριτη γραμμή.
Έβγαλε τον στρογγυλό καθρέφτη από τον τοίχο και τον τοποθέτησε πλάγια, για να γίνει ένα ξαπλωμένο μηδέν. Έκοψε για λίγο τη ροή του αίματός του από τα κομμάτια των δοκιμαστικών σωλήνων που είχαν σκορπίσει, έβαψε το δάχτυλό του και έπειτα πέρασε μια κόκκινη γραμμή στη μέση του καθρέφτη. Ανυπεράσπιστος, έκλεισε ότι αντικριζόταν από εκείνη την πλευρά σε ένα πλαστό άπειρο. Γιατί το άπειρο δεν υπάρχει, όπως και το μηδέν που είναι μονάχα η απουσία, που ξέρει να αφαιρεί δίχως να επαληθεύει ποτέ το αποτέλεσμα.
Κλείδωσε για πάντα το μικρό υπόγειο, έφυγε. Το άπειρο και το μηδέν δεν υπήρχαν. Όπως και το άσθμα του. Οι πνεύμονες του καθάρισαν από την υγρασία και τη σκόνη. Τότε ανέπνευσε.
_
γράφει ο Άκης Παρισιάδης
Κύριε Παρισιάδη, επειδή ο Καρυωτάκης δεν ζει και δεν πρόκειται να ζητήσει πνευματικά δικαιώματα, δε σημαίνει πως μπορούμε να ξεπατικώνουμε ό,τι μας κάνει κέφι από το έργο του.. Ας αλλάζατε έστω λίγο την πλοκή ή τον τίτλο! Έλεος
Κύριε Νικολαΐδη, μπορείτε να γίνετε σαφέστερος στην αναφορά σας στον Καρυωτάκη και στη σχέση αυτού με το δημοσιευμένο κείμενο του κυρίου Παρισιάδη, προκειμένου να διασαφηνιστεί ο συλλογισμός σας; Θα σας ήμουν ευγνώμων.
Κωνσταντινίδης, κ. Θερμογιάννη. Ευχαριστώ.
Δεν νομίζω πως χρειάζεται να διασαφηνίσω κάτι. Παρακαλώ, κρίνετε εσείς ο ίδιος. http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kwstas_karywtakhs/06_index.htm
Στον τίτλο “Ονειροπόλος”, φυσικά.
Όντως… Υπέπεσα στον πειρασμό του Καρυωτακισμου και χρησιμοποίησα την πλοκή, τις λέξεις άπειρο, ονειροπόλος και υπόγειο… Αλλά ούτως ή άλλως το ρεύμα του Καρυωτακισμου απέτυχε. Κι επειδή δεν έχω δικές μου πρωτότυπες ιδέες παραθέτω ενα απόσπασμα απο το άρθρο του Παναγιώτη Πάκου: Τότε το ελληνικό κοινό θα μάθει επιτέλους ότι η λογοτεχνία, όπως και η μουσική, είναι πεπερασμένες επικράτειες και ότι τίποτε δεν μπορεί να ανήκει σε κανέναν – και ότι όλοι αυτοί, που μαθαίνουμε να θεωρούμε ξεχωριστούς, δεν είναι παρά απλοί άνθρωποι που, ανάλογα με την οξυδέρκεια και το αισθητήριό τους ο καθένας, δανείζονται λίγα ή πολλά πράγματα ο ένας από τον άλλο, σε ένα καθεστώς άμιλλας που δεν αποκλείει κανέναν και τίποτε, παρά μόνο τους επιλεκτικούς αποκλεισμούς.
Κύριε Κωνσταντινίδη, ζητώ συγγνώμη για την εκ παραδρομής λανθασμένη αναφορά στο επώνυμό σας.
Στα λοιπά όμως, θα μου επιτρέψετε να έχω διαφορετική αντίληψη, αν και τούτο δε σημαίνει κατ’ ανάγκη πως η αντίληψή μου αυτή είναι και η ορθή.
K. Παρισιάδη, άλλο η δημιουργική αφομοίωση κι άλλο το κανονικότατο ξεπατίκωμα, όταν μάλιστα δεν αναφέρεται έστω η πηγή. Όσο για τον Καρυωτακισμό, είναι πολύ βαθειά κουβέντα και χρειαζόμαστε μπρατσάκια..
Κ. Θερμογιάννη, απλά λυπάμαι που δεν το βλέπετε. Μια απλή αντιπαραβολή των κειμένων θα σας πείσει. Τίποτα παραπάνω.
Η άποψή σας κύριε Κωνσταντινίδη είναι απολύτως σεβαστή. Θα προτιμούσα βεβαίως εκφράσεις του τύπου “χρειαζόμαστε μπρατσάκια” να τις αποφεύγαμε στο μέλλον, παρόλα αυτά σας ευχαριστώ θερμά για τον ειλικρινή διάλογο.
Κύριε Θερμογιάννη, εγώ σας ευχαριστώ. Δεν νομίζω όμως πως πρόκειται για άποψη, αλλά για κάτι εντελώς προφανές, που διαπιστώνεται πανεύκολα. Καλό είναι κάποια πράματα να ξεκαθαρίζονται, ειδικά όταν είναι τόσο εξόφθαλμα.