Κάπου οι θάλασσες θα περιμένουν και πάλι να γίνουν πατρίδες μας.
Αποδημητικά λιοστάσια γέρνουν τη θλίψη της φυγής τους
σε όσα ονειρευτήκαν οι γυμνοί εραστές,
σε όσα ανθρώπινα δεν άντεξαν στον πρώτο του θανάτου
φθινοπωρινό περίπατο και σκόρπισαν σαν ξεραμένο αλάτι
μιας αλυκής που δεν ξέπλυνε ποτέ την αλμύρα της
με αγιασμένο από τα λαγόνια σου νερό.
Μόνο ο ιδρώτας των εραστών που αγκαλιάζονται γυμνοί
σε ανοιχτά παράθυρα τα βράδια του Αυγούστου
στοιβάζεται στις ρυτίδες του χώματος.
Καταμεσήμερο, κι ο ήλιος να φωτίζει, να καίει αυτά που έσπειραν οι χειμώνες
και βυθίστηκαν βαθιά στα μάτια μας.
Τα χέρια μας σκαλώνουν στις πέτρες που άφησαν οι θεριστές.
Εκεί, στο χωράφι που χόρευαν βαλς δύο γυμνά σώματα.
Η μουδιασμένη φωνή της κίσσας
ταξιδεύει τα κύματα που έπνιξαν και φέτος
αυτούς που μέρευαν κάτω από τα στάχυα,
τα κουλουριασμένα σαν νωθρά φίδια σώματα
κάτω από ξερές και άνυδρες ρίζες.
Κάθε του Αυγούστου τέλος
ο θάνατος θα σπέρνει σταυρούς στο χωράφι με τα στάχυα.
Κάθε του Αυγούστου τελευταίο λιόγερμα
θα προσμένει τα σώματα μας να ξαπλώσουν.
Χαράματα, με το φως από τα πυροφάνια να τρεμοσβήνει
θα βρίσκουμε το δρόμο για τους ανοιχτούς μας τάφους.
Κάπου οι θάλασσες, όμως, θα περιμένουν και πάλι να γίνουν πατρίδες μας.
Κάθε καλοκαίρι οι θάλασσες θα γδύνουν τους τάφους μας
από το χώμα που τους σκέπασε.
Και τα κορμιά μας με τις φαγωμένες σάρκες
θα αφεθούν στα πεινασμένα των γλάρων ράμφη.
Αμφίβια σκέλεθρα που νιώθουν πατρίδα τους
εκεί που το αλμυρό τα σκεπάζει νερό.
Κάποτε μια θάλασσα θα ξεπλύνει την κόλαση που μας όρισαν για γη
και θα πνίξει τη μάταιη που μας δόθηκε ζωή.
Μόνο από το ανοιχτό παράθυρο κάθε Αύγουστο
δυο σκέλεθρα το γλυφό θα προσμένουν να τους σκεπάσει νερό
και στην αγκυροβολημένη στα μάτια τους βάρκα
για πανί θα κρεμάσουν το δέρμα τους
μακριά από τη φθινοπωρινή να τους πάει Ισημερία.
_
γράφει ο Αντρέας Πολυκάρπου
0 Σχόλια