Δεν το πιστεύω. Μισός αιώνας πέρασε από το τελευταίο κουδούνι στην 8η τάξη του Γυμνασίου μας και δεν αποφεύγω να πω τα τετριμμένο «σα να ήταν χθες».
Είπαμε, λοιπόν, και ξανά είπαμε, τηλεφωνηθήκαμε, να συναντηθούμε οι συμμαθήτριες, όσες το δυνατόν περισσότερες από εμάς, να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες, να θυμηθούμε τα αξέχαστα εφηβικά μας χρόνια, να γελάσουμε να κλάψουμε, να αστειευτούμε αλλά και να σοβαρευτούμε, πίνοντας ένα ποτήρι εκλεκτής σαμπάνιας, όπως αξίζει σε μιαν επέτειο σαν αυτήν.
Τελικά τα ψιλοκαταφέραμε να μαζευτούμε καμιά εικοσαριά.
Με την πρώτη ματιά, καμία δεν γνώρισε καμία! Βρε, τον πανάθλιο το χρόνο, πόσο μας είχε κατεδαφίσει, πόσο μας άλλαξε, παρά τις περιποιήσεις που προσφέραμε στον εαυτό μας, χάριν του σπουδαίου γεγονότος της συγκέντρωσης!
Ένα σοκ το έπαθα, να μην το πω;
«Ελίνα», ρώτησα μια φίλη με την οποία είχαμε κάποιες επαφές και η οποία ήταν η εμπνεύστρια της γιορτής της πεντηκονταετίας, αυτή η κοντόχοντρη κυρία με τα μωβ μαλλιά είναι το χαριτωμένο μας Μαράκι, το ζιζάνιο, το λατρεμένο μας; Αδύνατον. Να δεις που αντ΄ εκείνου ήρθε η μαμά του, μου τη θυμίζει αμυδρά. Είπα κι εγώ, βρε παιδί μου!»
«Είπες κι εσύ, βρε παιδί σου, μα δεν έκανες καλά που το είπες, γιατί είναι όντως το Μαράκι. Ε, να μη μοιάζει και λίγο με τη μανούλα; Πού θα πέσει το μηλαράκι; Να μη πέσει κάτω από τη μηλιά;»
«Και αυτή η ψηλή, η ξανθιά, μου θυμίζει την Ιωάννου, τη σημαιοφόρο μας. Αλλά εκείνη ήταν ολομελάχρινη».
«Ωχου κι εσύ, καημένη Πατρούλα. Ποια από μας, τις μη ασπρομάλλες και γκριζομάλλες, δεν έχει αλλάξει το χρώμα των μαλλιών της; Εδώ αλλάξαμε σωματότυπο, στα μαλλιά εστιάζεις;»
«Και αυτή η κυρία που κάθεται μόνη της, ποια είναι; Εμένα το μυαλό μου δεν πάει πουθενά…».
«Η Ασπασία, του πρώτου θρανίου δεξιά. Δε θυμάσαι που ήταν ερωτευμένη με τον μαθηματικό μας; Έχει ένα πρόβλημα με τα αυτιά της πολύ σοβαρό και καταλαβαίνει τι λένε οι γύρω της από τη γλώσσα του σώματός τους και με την νοηματική. Έχει πάει στου κόσμου τους γιατρούς αλλά μάλλον το έχει πάρει πια απόφαση ότι είναι θεόκουφη, η καημένη. Κάθεται, λοιπόν, σε μιαν απόσταση, όταν αναγνωρίσει κάποια και της μιλάει με νοήματα».
«Έννοια σου και θα είναι η μόνη που θα έχει αναγνωρίσει τις περισσότερες από μας.
Κι εκείνη η αμίλητη και, αν δεν κάνω λάθος, η κλαμένη;».
«Αφού δεν θυμήθηκες την Ερατώ, το πειραχτήρι μας, δεν έχεις, φοβάμαι, καμία ελπίδα να θυμηθείς άλλη καμιά από τις υπόλοιπες. Δεν θυμάσαι που την χαστούκισε ο καθηγητής, γιατί αυθαδίασε, κι εκείνη με πρωτοστατούσα τη μάνα της τον έσερναν στα δικαστήρια, ότι και καλά το χαστούκι ήταν τόσο δυνατό που έπαθε διάσειση το ευαίσθητο παιδάκι τους! Τίποτα δεν είχε το άτιμο το θηλυκό, ούτε καν τον Θεό του, προκειμένου να εκδικηθεί που ρεζιλεύτηκε στην τάξη μέσα. Να δεις που ο Σακελάριος, ο Αλέκος ντε, αυτήν είχε κατά νου όταν έγραφε «το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο». Είχαν βουίξει οι εφημερίδες και το ραδιόφωνο (αν υπήρχε και τηλεόραση θα είχε γίνει τηλεοπτικός αστέρας η πονήρω) με το θέμα τού «ξυλοδαρμού». Να ξέρω ήθελα, άραγε το μετάνιωσε για τις υπερβολές της που η μία έφερνε την άλλη και λίγο ακόμη να θεωρηθεί κακούργημα ένα δικαιολογημένο χαστούκι απ΄ αυτά που όλοι ξέραμε ότι συχνά πυκνά και για τους ίδιους λόγους «έτρωγε» από τους γονείς της. Ελπίζω τα παιδιά της να μην κληρονόμησαν κάτι, λίγο έστω, από τη μυθομανία της.
Και εκείνη η ζωηρούλα που δεν έχει βάλει γλώσσα μέσα της από την ώρα που ήρθαμε; Ποια είναι; Όχι, παραδίνομαι, δεν πάει το μυαλό μου…».
«Ξέρεις γιατί το μυαλό σου δεν ακολουθεί μια σωστή διαδρομή; Γιατί τότε την ήξερες με το παρατσούκλι της, που όλοι την αποκαλούσαμε. «Η αμίλητη»! Φημολογούταν ότι οι νεράιδες τής είχαν πάρει μεγάλο μέρος από την ικανότητά της να μιλά, όταν κάποιο καλοκαίρι στο χωριό της, ενώ μετέφερε στο σταμνί της το αμίλητο νερό, έπιασε την κουβέντα με μια φίλη της και οι νεράιδες τής πήραν τη μιλιά, αφήνοντάς της κάτι λίγο για να επικοινωνεί, έτσι για να την τιμωρήσουν για την ασέβειά της. Φαίνεται όμως, ότι με τα χρόνια είτε οι νεράιδες παρέγραψαν την τιμωρία, είτε το πιο πιθανόν την ξέχασαν και τώρα λέει και λέει και λέει για να αναπληρώσει τα πολλά χαμένα χρόνια της αφωνίας της. Αλλιώς, πώς να εξηγήσεις τη ακατάσχετη ομιλία της επί παντός του επιστητού; Ανάσα δεν παίρνει η άτιμη…».
«Κι εκείνη η ψηλή, η λεπτή, η φινετσάτη, ποια είναι;».
«Ούτε κι εγώ την αναγνώρισα. Είναι η Νιόβη Τσουκαράτου, το κορίτσι των 120 κιλών και βάλε. Δεν θυμάσαι που καθόταν σε μία καρέκλα στο διάδρομο, γιατί δεν την χωρούσε το θρανίο; Όταν με το τέλος τού Γυμνασίου διαγνώστηκε, επιτέλους, με πρόβλημα του θυρεοειδούς και χειρουργήθηκε, έχανε τα κιλά της, ως εκ θαύματος, μέχρι που έγινε συλφίδα. Αφού έμαθα ότι είχε πάρει μέρος και σε έναν διαγωνισμό κομψότητας, όπου απέσπασε και ένα βραβείο, δεν θυμάμαι σε ποιαν ακριβώς κατηγορία. Το παραμύθι «το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος»; Αυτό…».
«Κι εκείνη με το πολύ εξτρίμ σπορ ντύσιμο; Είναι κάπως μακράν ηλικιακά για να είναι δικιά μας συμμαθήτρια, έτσι; Καμιά δεκαπενταριά χρόνια μικρότερή μας, δε νομίζεις;»
«Και όμως, δεν θα το πιστέψεις, είναι η Καλυψώ. Δεν την θυμάσαι με τη λόξα της περί τα θεατρικά; Ασχολήθηκε με το θέατρο και μπορεί να μην έγινε το μεγάλο αστέρι, μια αξιόλογη όμως πορεία στο θέατρο την είχε. Φημολογείται ότι έκανε τις άπειρες πλαστικές της, μα αν κρίνω από το αποτέλεσμα, αυτές υπήρξαν επιτυχέστατες. Ειρήσθω εν παρόδω, να μην ξεχάσουμε να της ζητήσουμε ονόματα και διευθύνσεις πλαστικών χειρουργών. Με έβαλε σε μεγάλο πειρασμό για να πω την αλήθεια. Όπως βλέπεις και βλέπω, είναι η μόνη που νίκησε το χρόνο. Αλλά και αυτός (ο χρόνος) δε νικιέται χωρίς πλαστικές πανάθεμα τον, όσο και καλό σκαρί, όπως λένε, να είσαι. Και πλαστικές σημαίνουν χρήματα και πού να τα βρεις; Ακόμη και αν περιοριστούμε σε ψωμί και ελιά… Ειλικρινά προβληματίστηκα και εντυπωσιάστηκα, πράγμα που δεν μου συμβαίνει εύκολα, όπως με ξέρεις. Σαν κόρη μου μοιάζει και ας με περνάει κάτι μήνες. Αν δεν ερχόμουν σε επαφή μαζί τους, όλον αυτόν τον καιρό έως ότου καταφέρω και τις μαζέψω, την ίδια έλλειψη αναγνώρισης θα ένιωθα μ΄ εσένα, μη νομίζεις».
«Και εκείνη με το μπλοκ που γράφει και γράφει, τι στην ευχή γράφει που να πάρει;»
«Για μας. Για εσένα, εμένα. Δεν θα το πιστέψεις, όταν σου πω ποια είναι. Ποια έγραφε τις ωραιότερες εκθέσεις, που τις διάβαζε στην τάξη μας, με τον φιλόλογο εκστασιασμένο;»
«Η Μυρτώ».
«Α γεια σου, αυτή. Είναι η πασίγνωστη Μυρτώ, η διηγηματογράφος, σεναριογράφος, μυθιστοριογράφος, αρθρογράφος που γράφει το χρονογράφημα την εφημερίδας «ομιλείτε σωστά». Τα βιβλία της πουλάνε τρελά, σε μιαν εποχή τόσο δύσκολη και στείρα από πάσης απόψεως. Κάνουν απανωτές επανεκδόσεις, αν και οι κακές γλώσσες λένε ότι το θέμα αυτό είναι μαϊμού. Μαϊμού ή όχι, εγώ ξέρω ότι είναι σημαντική συγγραφέας και τη ζηλεύω. Πολύ θα ήθελα να ήμουν στη θέση της. Οικογένεια έκανε. Μεγαλώνει εγγόνια, «γέννησε» του κόσμου τα βιβλία και τα κείμενα… και έχει κάτι σημαντικότατο να κάνει από το να περνά το χρόνο της και όχι σαν εμάς με την μπιρίμπα. Μπράβο της».
«Κι εκείνη με το τσιμπούκι που καπνίζει σαν ναυτικός, ποια είναι; Αλλά στάσου, νομίζω την αναγνώρισα. Είναι η Θεοφανώ, η Θεούσα μας. Κάνω λάθος;».
«Μα σοβαρά, τη γνώρισες; Εμένα ούτε που θα μου πήγαινε το μυαλό. Από μια κουβέντα δε που είχα με την Έρση, την κολλητή μου (τη θυμάσαι την Έρση μου, δεν είν΄ έτσι; Δεν ήρθε ακόμη, αλλά θα έρθει σίγουρα) στο πολύ νιάτο της άλλαζε τους παρτενέρ της σαν τα φουτεράκια της. Από την πλήρη «αποχή» πέρασε στο αντίθετο άκρο, δηλαδή. Να γιατί, ρε παιδί μου, χρειάζεται και κάποιο μέτρο. Οι υπερβολές θα γεννήσουν άλλες υπερβολές, εκ διαμέτρου αντίθετες με τις πρώτες, το μόνο σίγουρο. Και τώρα ακόμη, δεν ξέρω αν καταστάλαξε. Πάντως, οικογένεια δεν έκανε. Ζει με την πολύ γριά μάνα της, τα σκυλιά και τις γάτες της. Μα αν αυτή τη βρίσκει με τη ζωή τούτη, εμάς μας περισσεύει. Δεν είναι;»
«Πες μου για το Ερσάκι. Είστε ακόμη φίλες, λοιπόν; Θυμάμαι, ήταν η κολλητή σου. Όταν βλέπαμε τη μία, ξέραμε ότι όπου να ΄ναι θα βλέπαμε και την άλλη». «Πράγματι. Είναι η φίλη τής ζωής μου. Μπορεί να μην τραβήξαμε τους ίδιους επαγγελματικούς δρόμους, αλλά συναισθηματικά ήμασταν πάντα δίπλα δίπλα. Έγινε μάλιστα και κουμπάρα μου, με πάντρεψε. Η Έρση είναι οικογένειά μου. Καλύτερη από αδερφή. Την έχω, αμέσως μετά τα παιδιά μου, στη θέση τής καρδιάς».
«Ναι ναι, τώρα που το λες θυμάμαι τα δικά σου πιστεύω, όσον αφορά τη φιλία. Σας θαυμάζαμε και ίσως λίγο σας ζηλεύαμε».
«Άκου, όχι ότι δεν περάσαμε και δύσκολες εποχές. Κάποια στιγμή η σχέση μας δοκιμάστηκε πολύ σοβαρά και λίγο ακόμη να χωρίσουν τελείως οι δρόμοι μας. Όταν όμως, βρε παιδί μου, κάτι αξίζει, ε, δε χάνεται, όσο και αν βάζει ο διάβολος το χεράκι του. Τα τύμπανα του πολέμου σιώπησαν, τα σύννεφα που σκέπαζαν τη φιλία μας διαλύθηκαν και έκτοτε η αγάπη μας καλά κρατεί. Όσοι δε δεν μας ξέρουν πολύ καλά, μας νομίζουν για αδερφές. Και είμαστε. Σου τη λέω την αμαρτία μου, την αγαπώ περισσότερο από τις βιολογικές μου αδερφές. Το Ερσάκι μου. Άργησε όμως να έρθει και άρχισα να ανησυχώ. Είναι τόσο τυπική και τη μάζωξη τούτη την περίμενε πώς και πώς».
«Εν αντιθέσει μ’ εμένα που, να σου πω, είχα τους ενδοιασμούς μου. Ήξερα ότι θα στενοχωρηθώ, ότι θα απομυθοποιούνταν τα ωραία, τα αξέχαστα και ξέγνοιαστα χρόνια της εφηβείας μας, όπως και έγινε. Τι σχέση έχουν όλες αυτές οι συμπαθητικές, μα άγνωστες κυρίες με τα παιδιά της νιότης μου; Τι σχέση έχω εγώ με αυτές; Καμία απολύτως.
Να σου πω την αλήθεια στο εγγύς ή και απώτερο μέλλον, αν πάρω πρόσκληση για ένα καινούριο αντάμωμα, θα την αποφύγω. Αν τώρα ακούγεται πικρό αυτό το «για θυμήσου», πόσο πολύ πικρότερο θα ακούγεται σε δέκα χρονάκια, ας πούμε, αργότερα. Αυτή δεν θα είναι γιορτή παλιών συμμαθητών, αλλά γιορτή σε ΚΑΠΗ ή γιορτή ξεμωραμένων γερόντων γηροκομείου. Σας το λέω από τώρα, σε μια τέτοια μάζωξη μην υπολογίζετε στην παρουσία μου, αν υπάρχω βέβαια. Εγώ απόψε «έπαθα» και κάνω πολλή προσπάθεια να μην το δείξω. Σίγουρα και πολλές άλλες κυρίες θα αισθάνονται σαν εμένα. Μόνο θα σε παρακαλέσω, μη πεις σε καμία τίποτα για τα συναισθήματα τα πικρά μου. Δεν θα έχει νόημα. Πόσο ζηλεύω εκείνες τις άλλες συμμαθήτριες που δεν ήρθαν απόψε, ίσως γιατί αισθάνθηκαν εκείνες έγκαιρα, αυτό που αισθάνομαι εγώ τώρα…
Έλα, λοιπόν, να βάλουμε τις μάσκες τού ενθουσιασμού και της νοσταλγίας και ας προσποιηθούμε ότι απολαμβάνουμε τη συγκέντρωσή μας. Βοήθα με στο θέατρο που θα παίξω όπως θα κάνω εγώ για σ΄ εσένα…
Χρόνια καλά μας.
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
…το να ξαναθυμομαστε προσωπα της νιοτης μας.η και αν εχουμε την πολυτελεια να τα συναντησουμε οπως σε τουτη την συναντηση σας..ειναι και υγεια …θαμασια η γραφη!!!
Mπορεί να έχεις δίκιο , μπορεί και όχι. Καλό είναι να συναντάς άτομα της νιότης αλλά όχι όταν θα έχεις γίνει χούφταλο βρε παιδί μου Θα είναι πολύ πικρό
Παρ’ όλη την “απομυθοποίηση”, είναι τόσο όμορφο τούτο το συναπάντημα! Έχει μαι γοητεία! Όπως και η γραφή σου, άλλωστε!!!!!!!
Να είσαι καλά, Λενάκι μου, και να γράφεις τόσο όμορφα!!!!!!!!!
Eξαρτάται από ποια σκοπιά το βλέπει κανείς Νανάκα μου Ο υποβόσκων ναρκισσισμός ο δικός μου πάντως, θα αισθανόταν άβολα ακόμα και αν μού έλεγαν ”ΚΑΛΆ ΚΡΑΤΙΈΣΑΙ ”!!!
Ευχαριστώ για τα αγαπησιάρικα λόγια σου …
Αυτή ήταν συνάντηση για χούφταλα. Βέβαια τα χρόνια περνούν και είναι αναμενόμενες τέτοιες καταστάσεις, αλλά και την ψυχολογία που την πας. Τέλος οι συναντήσεις. Μόνο τηλεφωνικά θα τα λένε από εδώ και πέρα. Και για ακόμη μια φορά ο τρόπος της γραφής σου Λένα μου, είναι απολαυστικός.
Ευχαριστώ Βασούλα μου να είσαι καλά. Χαρούμενο απόγευμα σού εύχομαι