«Και να σκεφτείς πως ήταν περαστικός ανάμεσά μας…»

(Εξώφυλλο: Νίκος Ραφαηλίδης ©2015) …αναλογιστήκατε άραγε ποτέ, πόσο πόνο και δάκρυ κρύβει μια σιωπή και τι λύτρωση της δίνει η αγάπη; Στο δωδέκατο λογοτεχνικό ταξίδι μας μες από την δημιουργία του διηγήματος ¨Ο Άγγελος¨ με την συγγραφέα Σοφία Κραββαρίτη, σας πηγαίνουμε σε μονοπάτια που το ανέφικτο γίνεται πραγματικότητα και το ποθούμενο, μια αχνή σπίθα ελπίδας… […]

(Εξώφυλλο: Νίκος Ραφαηλίδης ©2015)

…αναλογιστήκατε άραγε ποτέ, πόσο πόνο και δάκρυ κρύβει μια σιωπή και τι λύτρωση της δίνει η αγάπη;
Στο δωδέκατο λογοτεχνικό ταξίδι μας μες από την δημιουργία του διηγήματος ¨Ο Άγγελος¨ με την συγγραφέα Σοφία Κραββαρίτη, σας πηγαίνουμε σε μονοπάτια που το ανέφικτο γίνεται πραγματικότητα και το ποθούμενο, μια αχνή σπίθα ελπίδας…

Ακολουθήστε μας λοιπόν…

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ
(…από τον Θεόφιλο Γιαννόπουλο)

Ήταν περαστικός από τούτο το μέρος, μα έκατσε σε μια γωνιά ως το πρωί. Τα μαύρα πρόσωπα γύρω και η σιωπή δεν τον έκαμπταν. Ίσως και να τ’ αγνοούσε με το σκυμμένο του κεφάλι.
Ήπιε μαζί μας το πιοτό των ξεχασμένων, μοιράστηκε την ομορφιά των σκέψεων, μα τίποτε δεν είπε για το ταξίδι του. Έπειτα που κάποιος κίνησε να του πιάσει το χέρι, αποτραβήχτηκε. Πληγές στα χέρια του. Πληγές και στο θλιμμένο του βλέμμα.
Θα ξημέρωνε και κοίταζε προς την Ανατολή. Κανένα ύφος, καμιά αντίδραση. Όλα γύρισαν στο φως καθώς πετρώναμε στη γη. Κι αυτός εκεί. Να λιώνει και ν’ αναγεννιέται αέναα. Μέσα απ’ το χώμα να γίνεται ανάμνηση ταξιδεύοντας στον χρόνο.

Και να σκεφτείς πως ήταν περαστικός ανάμεσά μας…

 

(…από την Σοφία Κραββαρίτη)

Μόνος του το είχε διαλέξει αυτό το ταξίδι στον κόσμο της λησμονιάς. Ήθελε να δει, να νιώσει, να γευτεί… Που να ‘ξερε τι γεύση θα είχε το αίμα… Σήκωσε το ποτήρι με τα ματωμένα του χέρια και ήπιε την τελευταία γουλιά της λύτρωσης. Κίνησε να φύγει, αφήνοντας ένα δάκρυ ν’ ανακατευτεί με μια σταγόνα αίμα και να πέσουν στο πάτωμα σμιγμένα σε μια φιγούρα ερωτικού τάνγκο. Έφυγε με το κεφάλι σκυφτό. Τόσο ήταν το βάρος της θλίψης… Δεν κοίταξε πάλι την Ανατολή. Πως να της έλεγε ότι ένα αργοπορημένο τάμα δεν έφτασε ποτέ;
Γύρισε τις μνήμες πίσω.
Θυμήθηκε.
Θυμήθηκε την πτώση του. Χέρια ανοιχτά σα ν’ αγκάλιαζε τους αιθέρες. Τα μαύρα μακριά μαλλιά του ανέμιζαν στους ουρανούς σαν βεντάλια θανάτου. Ένα τζιν παντελόνι ήταν το μόνο του ρούχο και ο κορμός του γυμνός. Από μια πληγή έσταζε μια σταγόνα αίμα, ράντισμα απευθείας στην ψυχή της αμαρτίας. Τα τσακισμένα του φτερά σκορπούσαν τα μαδημένα πούπουλα εδώ κι εκεί, δίνοντας μια συγχυσμένη νότα λευκού στο κάδρο του γκριζόμαυρου ουρανού. Έκπτωτος Άγγελος σ’ έναν έκπτωτο κόσμο.
Θυμήθηκε.
Θυμήθηκε μια θλιμμένη Ανατολή να ξεπροβάλει δειλά κρυφοκοιτάζοντάς τον. Δεν της έδωσε σημασία. Είχε ήδη γυρίσει την πλάτη. Σκούρα πρόσωπα με άδεια βλέμματα συνόδευαν τα βήματά του, αλλά δεν στράφηκε να κοιτάξει κι ας τα ένιωθε μαχαιριές πάνω του. Άλλωστε ήταν μακρύ το ταξίδι που είχε να κάνει…
Θυμήθηκε.
Θυμήθηκε να περιπλανιέται ώρα, ακούραστα, αγόγγυστα ψάχνοντας τον προορισμό του. Ένα γκρίζο τοπίο φάνηκε μακριά και η καρδιά του σκίρτησε σε τούτο το καινούριο αίσθημα της προσμονής.
Την είδε από μακριά και εκεί η μνήμη βρήκε τον πρώτο σταθμό, πήρε την βαλίτσα της, κατέβηκε και κάθησε να ξαποστάσει.
Την γνώρισε αμέσως. Κόκκινα μαλλιά ως την μέση της κι ένα βλέμμα που αν και μακριά της, μπορούσε να δει ότι μαρτυρούσε θλίψη. Περιπλανιόταν ανάμεσα σε χαλάσματα. Πόνεσε με την εικόνα της. Την πλησίασε δίχως να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Μέχρι να φτάσει κοντά της, είχε καθήσει πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Τον είχε δει καθώς πλησίαζε, όμως δεν έδειξε να την ενοχλεί η παρουσία του. Θα ‘λεγες ότι δεν του έδωσε καν σημασία. Στάθηκε απέναντί της. Την κοιτούσε σα να μην χόρταινε να την βλέπει. Φορούσε ένα μπλε μακρύ φόρεμα και μαύρες μπότες. Καθόταν με τα γόνατα τραβηγμένα στο στήθος και τα χέρια πλεγμένα. γύρω τους. Ατένιζε τον ορίζοντα. Ή μήπως το κενό της άδειας καρδιάς της;
– Τι δουλειά έχεις στα συντρίμμια; Την ρώτησε πλησιάζοντάς την.
– Σαν που θα μπορούσα να πάω; Απάντησε μια πέτρινη φωνή. Δεν βλέπεις ότι εδώ είναι η ψυχή μου;
– Δως μου το χέρι σου, την προέτρεψε, τείνοντας το δικό του. Θα φύγουμε από εδώ.
Τον κοίταξε σα να μην είχε αντικρίσει πάλι άνθρωπο. Σάμπως είχε; Το βλέμμα της καθάριο, μα κενό. Η ψυχή λευκή σε μαύρο φόντο.
– Τράβα πιο πέρα να κάνεις δουλειά σου, τον αποπήρε. Έχω έναν κόσμο να χτίσω.
Μια πονεμένη ματιά της έστειλε για συντροφιά. Πως να της έλεγε ότι γι’ αυτήν είχε έρθει; Πως να της ομολογούσε ότι το αίμα του έσταζε για να την λυτρώσει;
– Όχι εδώ, βρήκε το κουράγιο να μιλήσει. Δεν μπορείς να χτίσεις πάνω στα χαλάσματα. Όχι κάτω από ένα γκρίζο ουρανό. Θα πιάσει μπόρα. Άσε με να σου δείξω τον ήλιο.
Ένα γάργαρο γέλιο ακούστηκε, αλλά δεν έφτασε στην ψυχή του. Ήταν βλέπεις που δεν είχε και μακρινό προορισμό. Κοίταξε τις πληγές του δίχως να μιλήσει. Σα να έβλεπε κάτι οικείο και γνώριμο. Γύρισε την πλάτη της και άρχισε να περπατάει κοιτάζοντας εκεί που πατούσε. Κάπου κάπου έσκυβε και το χέρι της ψαχούλευε μες τα χαλάσματα, αλλά δεν έβρισκε κάτι. Απομακρύνθηκε συνεχίζοντας το ψάξιμο και αυτός έμεινε εκεί να την κοιτάζει. Έναν πόνο ένιωσε στην πλάτη στην θέση που ήταν τα φτερά του. Ήξερε ότι δεν θα ‘ταν ο μόνος… Την είχε πάρει την απόφασή του. Εκείνη τον χρειαζόταν πιο πολύ. Επιτακτικά ερωτήματα αιωρήθηκαν γύρω του, βουβές απειλές χόρευαν μπρος τα μάτια του, όμως αυτός αδιαφόρησε.
Έκλεισε για μια στιγμή τα βλέφαρά του κι όταν τα ξανάνοιξε το τοπίο είχε καθαρίσει. Τον είχε πλησιάσει τώρα και τον κοίταζε.
– Ποιος είσαι; Τον ρώτησε. Πως σε λένε;
Την κοίταξε με λαχτάρα για μια στιγμή δίχως να μιλάει, πονώντας και απολαμβάνοντας μαζί τούτο το νέο γήινο συναίσθημα.
– Άγγελο… με λένε Άγγελο, της απάντησε καρφώνοντάς την με μια ματιά που και να ‘θελε, δεν θα μπορούσε να μετρήσει την επιθυμία.
– Άγγελο… ψιθύρισε σηκώνοντας τα μάτια της ψηλά στον ουρανό. Πόσο θα ΄θελα κι εγώ έναν… συνέχισε κατεβάζοντας το κεφάλι και ακουμπώντας το υγρό της βλέμμα πάνω στο δικό του.
– Είμαι εδώ… ψέλλισε αδύναμα προσπαθώντας να κυριαρχήσει στην δύναμη του πρωτόγνωρου, του άγνωστου… Θα σε βοηθήσω…
– Όχι, του είπε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. Θέλω έναν κανονικό. Βλέπεις ο φύλακάς μου, μ’ εγκατέλειψε.
Γύρισε πάλι από την άλλη και συνέχισε να ψάχνει. Ο Άγγελος κοίταζε μέσα της. Δεν έβλεπε τίποτα πέρα από ένα θολό και γκρίζο τοπίο. Δύσκολη αποστολή είχε αναλάβει. Ας ήταν. Γι’ αυτήν είχε έρθει.
– Τι ψάχνεις; Άσε με να σε βοηθήσω, άκουσε την φωνή του πίσω από την πλάτη της.
Γύρισε απότομα. Το βλέμμα της έμοιαζε σχεδόν άδειο.
– Τα κομμάτια μου, είπε με φωνή που έκανε αγώνα για να βγει. Μπορείς αλήθεια να με βοηθήσεις;
Ο Άγγελος μπορούσε να διακρίνει την απελπισία και την ειρωνεία σε μια άγρια αναμέτρηση μέσα στους ήχους της φωνής.
– Γι’ αυτό είμαι εδώ… για να σε βοηθήσω. Απλά άφησέ με, της είπε μ’ έναν ικετευτικό τόνο να συνοδεύει την κάθε του λέξη.
Μια ριπή ερωτήσεων τον βομβάρδισε.
– Από που ήρθες; Με τι ήρθες; Γιατί είσαι γυμνός; Γιατί έχουν πληγές τα χέρια σου;
– Πες μου… πες μου… πως σε λένε; Θέλησε να μάθει με την σειρά του, αφήνοντας λίγο στην άκρη τις δικές της ερωτήσεις.
– Γιατί δεν μου απαντάς; Συνέχισε αυτή με σθένος.
– Σε παρακαλώ… τ’ όνομά σου… χάρισέ μου τ’ όνομά σου… Επέμενε ο Άγγελος.
– Και τι θα κερδίσεις αν στο πω; Του πέταξε ενοχλημένη.
– Χριστέ μου, τόση άμυνα! Γιατί το κάνεις αυτό; Τ’ όνομά σου απλά ζήτησα. Δεν θα σου κάνω κακό, της απάντησε.
Η δυνατή φωτιά που έκαιγε στην καρδιά του η ανάγκη του να την γιατρέψει, μάλλον της μετέδωσε λίγη από την ζεστασιά της, γιατί το πρόσωπό της έδειξε να μαλακώνει και μια φλόγα τρεμόπαιξε στα μάτια της.
– Σοφία… με λένε Σοφία, είπε ήσυχα.
– Είδες; Δεν ήταν τόσο δύσκολο, της αποκρίθηκε καθησυχαστικά.
– Άκουσέ με, αμύνθηκε αμέσως. Δεν ξέρω ποιος είσαι, ούτε θέλω να μάθω. Δεν δείχνεις κακός, μα δεν με αφορά κιόλας. Δεν ξέρω πως βρέθηκες εδώ και δεν θέλω να μου πεις. Ξέχνα ότι σε ρώτησα πιο πριν. Αν δεν σε πειράζει, μάλλον όχι, ακόμα κι αν σε πειράζει, θέλω να μείνω μόνη μου.
Τα μάτια της έμοιαζαν έτοιμα να τον πυρπολήσουν. Δεν ήταν δύσκολο για τον Άγγελο να καταλάβει. Είχε εισβάλλει στον χώρο της, απειλούσε να περάσει την άμυνά της. Δεν είχε σκοπό να αφήσει κανέναν να την πλησιάσει, αυτό ήταν φανερό. Ήταν πολύ πληγωμένη, μπορούσε να δει το αίμα να στάζει από την καρδιά της. Ήξερε ότι είχε δύσκολο έργο να φέρει εις πέρας, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήξερε και το τίμημα που θα πλήρωνε, αλλά ούτε αυτό τον ένοιαζε.
Ο πόνος στην πλάτη επέστρεψε εκδικητικός. Έσφιξε τα δόντια και όλη του η προσοχή στράφηκε σ’ αυτήν. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να την πείσει.
– Σοφία… είπε με μια βαθιά φωνή λες και την τραβούσε από την άβυσσο, είμαι εδώ για σένα… άσε με σε παρακαλώ να σε βοηθήσω. Δεν θα σου κάνω κακό. Δεν χρειάζεται να είσαι μόνη. Δύο μαζί πάντα ξορκίζουν το κακό. Ήρθα για να διώξω την θλίψη σου και να δω στα μάτια σου την γιορτή της χαράς. Άσε με δίπλα σου… το έχω ανάγκη. Δες με… μόνος μου είμαι κι εγώ…
Τον κοίταξε και η απορία είχε αρπάξει την παλέτα της και δημιουργούσε πίνακες πάνω στο πρόσωπό της. Πινελιές δυσπιστίας, σαρκασμού, λίγη ειρωνεία, να εδώ.. κόντευε κιόλας να τελειώσει το πορτρέτο.
– Ποιος είσαι; Τον ξαναρώτησε και έδωσε εντολή στην άμυνα να κουβαλήσει μεγαλύτερα σακιά άμμου να φτιάξει πιο γερό το φράγμα.
– Είμαι αυτό που θέλεις… αυτό που ψάχνεις… αυτό που γυρεύεις… Ο Άγγελός σου… της είπε με την ικεσία να χτυπάει την πόρτα του νου και της καρδιάς της. Αυτό δεν ζητάς; Την ρώτησε κοιτώντας την στα μάτια, προσπαθώντας να βρει μια γωνιά μέσα της να κουλουριαστεί.
– Και που ξέρεις εσύ τι ζητάω; Ποιος νομίζεις ότι είσαι που θα σ’ εμπιστευτώ; Σου είπε κανείς ότι χρειάζομαι παρηγοριά; Εγώ τάχα σε κάλεσα;
– Όχι… δεν με κάλεσες εσύ, απάντησε στρέφοντας αλλού το πρόσωπό του για μια στιγμή.
Πάλευε μέσα του με μια επιθυμία ακατανίκητη που του ήταν αδύνατον να τιθασεύσει. Πως να κυριαρχούσε σε τούτα τα καινούρια συναισθήματα που δεν μπορούσε να ορίσει; Γύρισε και την κοίταξε πάλι.
– Η ματωμένη σου καρδιά με κάλεσε, είπε μ’ ένα βουβό πόνο στα μάτια. Είμαι εδώ για σένα… άφησέ με να μείνω κοντά σου…
Το βλέμμα του για μια στιγμή την λύγισε. Έδειχνε ειλικρινής, όμως είχε σιχαθεί την ψευτιά και υποκρισία. Τα καθάρια μάτια και οι καλές ψυχές της είχαν κλέψει την δική της. Τους σκάρτους δεν τους φοβόταν. Τους γνώριζε. Όμως αυτός… είχε κάτι διαφορετικό. Πως βρέθηκε όμως εκεί;
– Σου είπα ότι βρέθηκα εδώ για σένα, διάβασε την σκέψη της. Για να φτιάξουμε μαζί τον κόσμο που θέλεις. Αρκεί να μ’ εμπιστευτείς. Δως μου το χέρι σου…
Άπλωσε το δικό του και το βλέμμα της καρφώθηκε στις πληγές.
– Τι είναι αυτό; Τον ρώτησε δίχως να παίρνει το βλέμμα της από τα πληγιασμένα του χέρια.
– Το τίμημα…
– Ποιο τίμημα; Τι είναι αυτά που λες; Δεν καταλαβαίνω…
– Δεν χρειάζεται να καταλάβεις καλή μου. Απλά εμπιστεύσου με…
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Μια κουρασμένη θλίψη βρήκε δύναμη και ξεχύθηκε ορμητική και οι άμυνες φοβήθηκαν το πέρασμά της κι έκαναν στην άκρη.
Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Άγγελος την κοιτούσε με ραγισμένο βλέμμα.
– Φύγε… Τον διέταξε μια σπασμένη φωνή. Δεν αντέχω άλλο. Δεν ενόχλησα κανέναν. Δεν έχω κάτι άλλο να σου δώσω. Όλα μου τα πήραν. Δεν έχω ψυχή, ούτε καρδιά… δεν έχω καν κορμί… ένα άψυχο κουφάρι είμαι… άχρηστο…
– Σώπα, μην μιλάς έτσι…
Ο Άγγελος είχε λυγίσει κι αυτός πέφτοντας στα γόνατα δίχως να το καταλάβει και ο πόνος του συντρόφευε τον δικό της. Το γκρίζο τοπίο άρχισε να γίνεται μαύρο και σκέφτηκε ότι έπρεπε να ξηλώσει αυτή την σκεπή που απειλούσε να γίνει στέγη της ψυχής της. Έπρεπε να της χαρίσει λίγο χρώμα.
– Πάμε Σοφία, της είπε με μια μελωδική φωνή που την έκανε να κοιτάξει βαθιά μέσα του, προσπαθώντας να διαβάσει την ψυχή του.
– Που; Τον ρώτησε και μια δειλή ελπίδα έκανε την εμφάνισή της.
– Στην ευτυχία γλυκιά μου… έλα…
Δυο δάκρυα στάθηκαν αναποφάσιστα στα μάτια της και μετά από σύντομη σκέψη, πήραν τον δρόμο της επιστροφής νικημένα.
Περπατούσαν χέρι χέρι και η Σοφία μιλούσε ασταμάτητα. Ήταν βλέπεις πολλά αυτά που την ρωτούσε ο Άγγελος. Του μίλησε για τους γονείς της. Απορροφημένοι στο μίσος τους ο ένας για τον άλλον, ξέχασαν να την αγαπήσουν. Ξέχασαν ότι υπήρχε. Μεγάλωνε μόνη της σ’ έναν φανταστικό κόσμο με φανταστικούς γονείς που την αγαπούσαν, φανταστικούς φίλους και φανταστικά αισθήματα. Δεν της είχε μάθει κανείς τον πραγματικό κόσμο κι έτσι όταν έφτασε η ώρα να ζήσει μέσα σε αυτόν, ήταν άμαθη και ήταν πολύ εύκολο να της κουρελιάσουν την καρδιά. Ήταν ένα γλυκύτατο πλάσμα που πίστευε στις αξίες και της αλήθειες της ζωής. Μόνο που ανακάλυψε ότι οι άλλοι δεν ήταν σαν αυτήν. Δεν κατάφερε ποτέ να γίνει σκληρή. Το αποτέλεσμα ήταν να τριγυρίζει με μια μαύρη καρδιά, δίχως να ξέρει ούτε η ίδια πια τι ψάχνει.
– Αγάπη ψάχνεις, της είπε ο Άγγελος. Τίποτα άλλο. Απλά αγάπη. Ήρθα για να σου την δώσω…
– Θα με προσέχεις; Ρώτησε η απελπισία.
– Φυσικά! Απάντησε η σιγουριά.
– Με ποιον τρόπο; Τον ρώτησε καρφώνοντας τα θλιμμένα της μάτια πάνω στα δικά του.
Την τράβηξε κοντά του. Το ένα του χέρι αγκάλιασε την μέση της, ενώ το άλλο της άγγιζε τρυφερά το πρόσωπο μετατοπίζοντάς της πότε πότε τα μαλλιά.
– Θα σ’ αγαπώ, της είπε και η κάθε λέξη έσταζε τρυφερότητα κοιτάζοντάν την με λατρεία.
Του χάρισε διστακτικά τα χείλη της και όλες του οι αισθήσεις τέθηκαν σε συναγερμό να μην χάσουν αυτό τον αγγελικό ασπασμό που είχε κάτι από σταγόνες ανακούφισης, φάρμακο στις πονεμένες του πληγές. Μια πρωτόγνωρη αίσθηση, διαφορετική για τον καθένα, τους πλημμύρισε και ο Άγγελος ένιωσε πως είναι να αναγεννιέται όλο του το είναι σε μια καινούρια ζωή, την στιγμή που η Σοφία νόμιζε πως γεύεται το νέκταρ των Θεών. Την αγκάλιασε με τα δύο του χέρια και την κράτησε σφιχτά, ενώ τα δικά της είχαν μπλεχτεί στα μακριά μαλλιά του και συνέχισαν σ’ ένα φιλί πιο βαθύ, ταξιδιάρικο, που συνάντησε τις καρδιές τους πάνω στον δρόμο της αγάπης. Ένας όρκος σιωπηλός δόθηκε σ’ αυτήν την συνάντηση και μια θλιμμένη ευτυχία φόρεσε το χαμόγελό της.
Κανείς από τους δύο δεν ήξερε τι πάει να πει κορεσμός κι έτσι το φιλί πήρε παράταση ώσπου το κάταχνο τοπίο κουράστηκε να παλεύει την ομορφιά των αισθημάτων τους και ηττημένο, γύρισε την πλάτη κι έφυγε για να θριαμβεύσει το φωτεινό γαλάζιο.
Αντιλαμβανόμενοι και οι δύο την αλλαγή, σήκωσαν τα μάτια τους ψηλά στον ουρανό κι έμειναν αγκαλιασμένοι κι ευτυχισμένοι να θωρούν το απέραντο γαλάζιο.
Ζούσαν ευτυχισμένοι στο σπίτι που έφτιαξαν σε μια ακτή μπροστά στην θάλασσα. Ο Άγγελος δεν της μίλησε ποτέ για τις πληγές που μάτωναν όταν έβγαινε και κοίταζε την Ανατολή, ούτε για τους φρικτούς πόνους στην πλάτη που του προκαλούσαν. Ήταν ευτυχισμένος που έβλεπε την λάμψη στα μάτια της και κυρίως γι’ αυτό που ήξερε και η ίδια δεν είχε ανακαλύψει ακόμα. Όταν του ανακοίνωσε ότι είναι έγκυος, τίποτα δεν μπορούσε να μετριάσει την χαρά του, ούτε καν αυτό που ήξερε ότι θα συμβεί. Η Σοφία γνώρισε την απόλυτη ευτυχία και ήταν πιο δυνατή από ποτέ, την στιγμή που αυτός υπέφερε πιο πολύ από ποτέ. Πρόλαβε και γνώρισε τον γιο του. Τον ονόμασαν αμέσως Εμμανουήλ, μετά από δική του επιθυμία.
– Θα τον φωνάζεις Μάνο, της είπε ένα βράδυ και θα σε μάθει ν’ αγαπάς πάλι από την αρχή.
– Μα μ’ έμαθες εσύ ν’ αγαπώ και πάλι, του απάντησε μ’ ένα αίσθημα ανησυχίας.
– Αυτός θα σου μάθει την πραγματική αγάπη, της ξανάπε χαϊδεύοντάς την τρυφερά στο πρόσωπο και θα φροντίσει να μην ξεχάσεις ποτέ ν’ αγαπάς.
Οι πληγές του είχαν ανοίξει πάλι και αυτή την φορά δεν θα έκλειναν.
– Πρέπει να φύγω γλυκιά μου, είπε με φωνή βαριά από τον πόνο. Εσύ όμως δεν θα είσαι ποτέ πια μόνη. Η αγάπη θα είναι πάντα κοντά σου.
– Τι είσαι; Τον ρώτησε και η αγωνία έτρεχε μήπως και προφτάσει τη φυγή του.
– Η ανάγκη σου καρδιά μου. Είμαι ένας άγγελος που ήρθε να σώσει την αγάπη μέσα σου πριν πετύχει η επόμενη απόπειρα αυτοκτονίας της. Όμως δεν μπορώ να μείνω άλλο. Φεύγω ικανοποιημένος. Έχεις τον Μάνο. Βρήκες την αγάπη.
– Άγγελος… επανέλαβε η Σοφία χαμηλώνοντας τα μάτια. Τι είδους άγγελος; Συνέχισε σηκώνοντας το βλέμμα της.
– Έκπτωτος… της είπε, με σχεδόν σβησμένη φωνή.
– Και τώρα; Τον ρώτησε. Τώρα τι θα κάνεις;
– Θα πληρώσω το τίμημα, της απάντησε θλιμμένα.
– Και ποιο είναι αυτό;
Της είπε.
Του απάντησε.
Δεν μίλησε. Μπήκε στο δωμάτιο του γιου του και στάθηκε πάνω από την κούνια του. Έσκυψε και τον χάιδεψε κι ένα γλυκό φως τύλιξε τον μικρό. Του έριξε ένα τελευταίο δακρυσμένο βλέμμα και βγήκε από το δωμάτιο.
Η Σοφία δεν ήταν στο σπίτι. Είχε κατέβει στην παραλία και το βλέμμα της παρακολουθούσε τον ήσυχο παφλασμό των κυμάτων. Την πλησίασε και την έσφιξε πάνω του. Δεν μιλούσε κανείς. Τα χείλη τους συναντήθηκαν σε μια υπέρτατη ένωση και οι σιωπές τους έδωσαν αιώνιο όρκο. Έτσι ήσυχα, χώρισαν.
Τα βήματά του κουρασμένα τον οδήγησαν στο μπαρ. Όταν βγήκε έξω, πήρε τον δρόμο που ήξερε πως δεν είχε γυρισμό. Δεν τον ένοιαζε. Το χρέος του το είχε κάνει. Αυτή δεν θα πονούσε πια. Οι πληγές έτρεχαν πολύ τώρα. Στάθηκε σε μια άκρη στην θάλασσα και λύγισε από τον πόνο. Λίγο πριν πετάξει η ψυχή του μακριά, θυμήθηκε τα τελευταία λόγια της Σοφίας όταν βρίσκονταν μέσα στο σπίτι.
– Έκπτωτος Άγγελος σ’ έναν έκπτωτο κόσμο… Έκπτωτος Άγγελος σ’ έναν έκπτωτο θάνατο…

Λογοτεχνικό βιογραφικό της συγγραφέως Σοφίας Κραββαρίτη


Γεννήθηκα στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1974. Τελείωσα οικονομικό κλάδο στο Επαγγελματικό Λύκειο και στην συνέχεια ξεκίνησα σπουδές φωτογραφίας τις οποίες δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω. Έχω κάνει αρκετές δουλειές μέχρι τώρα. Η τελευταία ήταν πωλήτρια – ταμίας σε αλυσίδα σούπερ μάρκετ. Αυτό τον καιρό ασχολούμαι αποκλειστικά με την συγγραφή.

Ζω με τα τρία παιδιά μου σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Κορινθίας. Αγαπώ την τέχνη σε κάθε της μορφή και λατρεύω την μουσική. Από τότε που έμαθα να διαβάζω, τα βιβλία με συντροφεύουν πάντα.

Το βιβλίο ”Ο Θεός άργησε πολύ’ είναι το πρώτο μου ολοκληρωμένο έργο. Διαθέτω επίσης τα διηγήματα ‘Η Σκιά’, ‘Η μορφή του Ερέβους’, “Το ποτάμι της οργής” και μια συνεργασία με τον λογοτέχνη Θεόφιλο Γιαννόπουλο με τίτλο “Ο Άγγελος”, καθώς και μια ανέκδοτη ποιητική συλλογή.

Αυτό τον καιρό δουλεύω πάνω στο πέμπτο διήγημα, το οποίο είναι επίσης συνεργασία και στο δεύτερο μυθιστόρημά μου.

Επικοινωνία με την συγγραφέα: https://www.facebook.com/profile.php?id=100004449826585

Για να συμμετέχετε και εσείς σε μια λογοτεχνική συνεργασία μας ,-με διήγημα ή ποίημα-, μπορείτε να έρθετε σε επαφή με προσωπικό μήνυμα στο www.facebook.com/giannopoulos.theofilos

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου