
Φωτογραφία: Ι. Αβραμέας
Αύγουστος.
Ντάλα μεσημέρι...
ο Ήλιος πύρωνε την άμμο στην παραλία της Καλογριάς, κι όποιος έκανε το λάθος να πατήσει ξυποληταρία εκτός σκιάς το πλήρωνε χορεύοντας Irish - River dance, προς τέρψιν κι ευθυμία των υπολοίπων λουομένων.
Χάζευα ένα γκομενάκι μπουκιά και συχώριο, μια κατασκευή του Ύψιστου με τον ίδιο σε τρελά κέφια προ εικοσιπενταετίας (πάνω κάτω)... με την κάλυψη που μου παρείχαν τα γυαλιά - καθρέφτες μου, (πρώτο παλληκάρι ο κύριος Ray ban κι όσο να πεις μας έλαβε υπόψη του εμάς τα αρσενικά...). Δίπλα η γυναίκα μου διάβαζε ένα Best seller της Μαντά και η κόρη μου ένα ταλαιπωρημένο από το χρόνο Μίκυ Μάους.
Η φασαρία από τις ρακέτες και το Μπιτς Βόλεϊ (τις παραλίας, ασφαλώς όχι το ετήσιο πρωτάθλημα των γυναικών - χαλαρού ήθους), δεν άφησε κανέναν να παρατηρήσει το φαινόμενο της ξαφνικής ...θαλάσσιας ησυχίας. Αν και η παραλία ήταν τίγκα στον κόσμο, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όλως τυχαίος, ουδείς κολυμπούσε ή βρισκόταν μέσα στη θάλασσα.
Παρατήρησα το ακίνητο του νερού.
Δεν ήταν δυνατόν.
Η Θάλασσα δεν ήταν λάδι... πιο πολύ θα την έλεγες ακίνητη.
Υπήρχε ένα αεράκι που δημιουργούσε ένα ελαφρύ κύμα, μέχρι πριν λίγα λεπτά. Ε, λοιπόν τα μικρά κύματα ήταν εκεί, απλά ...ακίνητα, σα γλυπτά πάνω στο γαλάζιο, με τον λευκό αφρό τους ακινητοποιημένο επίσης, ίδια εικόνα σε πίνακα ζωγραφικής.
Αρχικά ζαλίστηκα μια ψιλή, διότι το άτοπο του πράγματος άγγιζε τα όρια του αδύνατου. Έκλεισα τα μάτια κι έτριψα λίγο τους κροτάφους μου... Τι διάολο... τρελαίνομαι;.
Δεν είπα τίποτα, είχα καταπιεί τη γλώσσα μου κι ο λαιμός μου ξεράθηκε. Σηκώθηκα όρθιος και κοίταξα λίγο τριγύρω. Ήταν όλα φυσιολογικά λες και κανένας δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό.
Άρχισα ν’ ακούω σχεδόν τους παλμούς μου, τα μηνίγγια μου έπαιζαν κόνγκας σε εισαγωγή του jingo από Santana.
Απίστευτο...
Σήκωσα το δεξί μου πόδι που 'χε ανάψει από την καυτή άμμο και σιγά - σιγά προσπάθησα να το κατεβάσω στο σημείο που το νερό έγλυφε την αμμουδιά έξω - έξω. Συνέβη αυτό που φοβόμουν... πάτησα ένα γλοιώδες διάφανο στερεό... κάτι σαν ζελέ.
Με ένα εξίσου γλοιώδη ήχο το πόδι μου βυθίστηκε σχετικά εύκολα στο ζελέ, το διαπέρασε κι ακούμπησε στην άμμο... άρχισα να προχωρώ με αργά και σταθερά βήματα, ενώ το μουρμουρητό πίσω μου έδειχνε ότι άρχισαν και οι υπόλοιποι λουόμενοι να παρατηρούν το φαινόμενο.
Τα ίδια... φλατσ - φλατς και τα πόδια βούλιαζαν μέσα στη γλίτσα. Κάπου δεξιά, μια μικρή μουρμούρα έστεκε βαλσαμωμένη - προφανώς εγκλωβισμένη κι ακίνητη - σε ένα ύψος κοντά στην επιφάνεια. Έχωσα τα χέρια μου μέσα και τράβηξα ένα ολόκληρο κομμάτι ζελέ. Το ψάρι εντελώς ακίνητο σα βαλσαμωμένο, με τα μάτια του γουρλωμένα, ήταν... νεκρό. Πολύ λογικό σκέφτηκα καθώς τα βράγχια ήταν κατασκευασμένα να φιλτράρουν οξυγόνο από το νερό κι όχι από ζελέ
...έσκασε.
Νέος πανικός... Θεέ μου σκέφτηκα... αν κάποιος κολυμπούσε εδώ πριν;
Τη σκέψη μου διέρρηξε μια εικόνα μπροστά μου κι αριστερά που καλυτέρα να μην είχα αντικρίσει. Ένα μικρό παιδικό χέρι εξείχε παράλληλα στην επιφάνεια του νερού, μαζί με το πάνω μέρος από τα σκούρα μαλλιά του κεφαλιού του.
Έτρεξα, αν μπορώ να πω τρέξιμο ένα μάλλον δύσκολο και μεθυσμένο βηματισμό, που η πυκνότητα της γλίτσας με άφηνε να κάνω προχωρώντας, ενώ το βάθος μεγάλωνε. Ευτυχώς δίπλα στο παιδί, το ζελέ μου ερχόταν μόνο μέχρι το στήθος.
Έχωσα αποφασιστικά τα χέρια μου πλάι στο κεφάλι του και το τράβηξα βίαια έξω. Τον γύρισα ανάσκελα, η μύτη και το στόμα του έχασκαν ανοιχτά και ήταν γεμάτα από αυτό το σκατο-ζελέ...
Είχε πνιγεί.
Ήταν κατάλευκος από την παρατεταμένη άπνοια μέσα στο δροσερό και στέρεο περιβάλλον και τον έκοψα καμιά εικοσαετία μικρότερο μου... Άρχισα να τον σέρνω προς τα έξω... η όπισθεν με τσάκιζε μέσα στην πυκνή γλίτσα και σέρνοντας μάλιστα τόσο βάρος.
Άρχισα να φωνάζω βοήθεια...
Κόντευα να φτάσω έξω και μου φάνηκε πως άκουγα γέλια πίσω μου... Απίθωσα το κορμί του στην αμμουδιά και γύρισα παραξενεμένος να κοιτάξω τους λουόμενους που γελούσαν... Είδα εκατοντάδες χαμογελαστά πρόσωπα όλων των φύλλων και ηλικιών να ξεσπούν σ ένα ηχηρό και ταυτόχρονο χειροκρότημα...
Ήθελα να ουρλιάξω με κάθε ικμάδα δύναμης που μου είχε απομείνει... ΤΙ ΓΕΛΑΤΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ; ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΝΙΓΗΚΕ... ΒΟΗΘΕΙΑ... τον κοίταξα... ξανά και ξανά.... ζαλιζόμουν πάλι... (θα 'τανε μάλλον από την κούραση και την ένταση της φωνής)... ΒΟΗΘ...
Κόπηκα...
Τα γόνατα μου λύγισαν κι έπεσα δίπλα του... έμεινα να τον κοιτάζω ξέπνοος... έμοιαζε με... έμοιαζε τόσο σε ΜΕΝΑ σ εκείνη την ηλικία...
Τον τράβηξα πάνω μου... τον κοιτούσα, τα παγωμένα πράσινα μάτια... και το οικείο της νεκρικής του εμφάνισης εν συνόλω... με τσάκισε.
ΘΕΕ ΜΟΥ ΗΜΟΥΝ ΕΓΩ...
Κοίταξα τη θάλασσα... ούτε ζελέ ούτε τίποτα παράξενο... υγρή με τη δική της ζωή να πάλλεται στο ρυθμό του αέρα. Στράφηκα στο πλήθος... Δεν υπήρχε ΚΑΝΕΙΣ... ούτε καν η γυναίκα με την κόρη μου…
Τον (ή καλύτερα με;) ξανακοίταξα...
Μια ισχνή φωνούλα σα ψίθυρος που ερχόταν από κάπου βαθιά στο μυαλό μου, δυνάμωνε ολοένα , θέλοντας να μου αποσπάσει την προσοχή... τα κατάφεραν... τα κατάφεραν... ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ... ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑΤΕ...
ΠΕΘΑΝΕ ΤΕΛΙΚΑ
Όσο κι αν αντιστάθηκε όσο κι αν το προσπάθησα κι εγώ...
Πέθανε το παιδί ΜΕΣΑ μου...
_
γράφει ο Δημήτρης Π. Μποσκαΐνος
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Καλημέρα Δημήτρη,
να σου πω την αλήθεια περίμενα οτι θα καταφέρεις με τεχνητές αναπνοές να βγάλεις το ζελέ της αηδίας (που αποκτήσαμε όλοι μας μεγαλώνοντας) από μέσα του και να τον φυγαδεύσεις στο σπίτι σου..ή όπου.. Προσωπικά ετούτο το μικρό το κουβαλάω ακόμα και πότε το εμφανίζω πότε το κρύβω αναλόγως των συνθηκών..και έχουμε περάσει και εμείς από “βέβαιους” πνιγμούς!!
Εξαιρετική γραφή με το ολόδικό σου προσωπικό στυλ που το σφραγίζεις από κείμενο σε κείμενο.
Μου αρέσει η ροή της ιστορίας και μπόρεσα και είδα ξεκάθαρα την ιστορία να εκτυλίσσεται λες και βρισκόμουν παραδίπλα σε κάποια ομπρέλα..
Σαν να ήμουν εκεί …σαν να ήμουν εκείνο το παιδί το πνιγμένο …σαν να ήμουν εσεις Δημήτρη ……. Συγκλονιστική ιστορία!!!
Καταφέρες για ακόμα μία φορά να ξεδιπλώσεις μια ιστορία ουσίας και να μας κρατήσεις το ενδιαφέρον μέχρι τη συγκλονιστική κορύφωση, μπράβο για την πρωτότυπη ιδέα, τις γλαφυρές εικόνες, το άμεσο συναίσθημα, τη ζωντάνια του λόγου και του λόγου το…αληθές!