Καμπύλη γραμμή

Δημοσίευση: 20.04.2015

Ετικέτες

Κατηγορία

 

 

…ορίζεται και ως γραμμή που μεταβάλλει κατεύθυνση, χωρίς να σχηματίζει καμία γωνία.

 

Ο Πάνος ήρθε στην παρέα μας στο δεύτερο έτος της σχολής, ένα βράδυ μετά από εξεταστική που θολωμένοι βγήκαμε απ’ το αμφιθέατρο και ψάχναμε να πάμε κάπου να ξεδώσουμε. Ήταν Φλεβάρης, έβρεχε ακατάπαυστα και σχεδόν τον σύραμε με το ζόρι να έρθει μαζί μας για ένα μόνο ποτό. Οι υπόλοιποι ήμαστε μόνιμοι θαμώνες του ¨Κάκτου¨, ενός μπαρ δύο στενά πιο κάτω από τη σχολή μας, με μουσική τζαζ και ψαγμένη διακόσμηση. Η επιμονή της Αμαλίας-είναι καλό παιδί ρε σεις ας δείχνει απόμακρος- μας έπεισε.

Ο Πάνος, ψηλός, συμπαθητικός τύπος, νορμάλ θα έλεγε κανείς σε σχέση με μας τους υπόλοιπους που μία ψιλοτρελίτσα την κουβαλούσαμε. Η Αμαλία με πράσινες ανταύγειες, ο Φάνης με τα σκουλαρίκια στα φρύδια και η Πέρσα με τη φυσαρμόνικα πάντα στην αριστερή τσέπη, ίσως να του φαινόμαστε κάπως αφού δεν ήταν κι ο τύπος που χώνεται παντού, μοναχικός κι απόμακρος πάντα. Μοντέρνος στο ντύσιμο, συνεπής στις διαλέξεις και τα μαθήματα αλλά εκτός φοιτητικού κλίματος, ίσως γιατί είχε διακόψει για αρκετό χρονικό διάστημα ώστε να υπηρετήσει την πατρίδα, με μοναδική ¨παραξενιά¨ ένα τατουάζ κάτω από το αριστερό του αυτί. Μια λεπτή πράσινη καμπύλη, που περισσότερο έμοιαζε με ουλή ή κάποιο σημάδι από χτύπημα παλιό.

Εκείνο το βράδυ, μετά τα πρώτα σφηνάκια, η Πέρσα μας έπαιξε με τη φυσαρμόνικα κάτι δικά της και μελαγχολήσαμε τόσο που ήπιαμε ακόμα δύο ποτά για να ευθυμήσουμε. Η Αμαλία ήταν φανερό πως ήθελε να μάθει περισσότερα για τον καινούριο της παρέας και προσπαθώντας να κάνει ερωτήσεις εύστοχες, άναβε το ένα τσιγάρο πίσω απ’ το άλλο. Ο Πάνος έγινε Πανούλης και πες πες φύγαμε απ΄ τον ¨Κάκτο¨ ξημερώματα.

«Γερό ποτήρι ο Πανούλης», την πείραξε η Πέρσα, όταν ξυπνήσαμε το απόγευμα πια, στο σπίτι της Αμαλίας που ήταν το κοντινότερο αφού απ ΄το πιώμα δεν είχαμε περιθώρια για άλλη επιλογή. «Ναι, καλά τα καταφέρνει», απάντησε βαριεστημένα η Αμαλία κι έβγαλε το μπρίκι για να φτιάξει καφέ.

Οι μέρες που ακολούθησαν μας βρήκαν ανάμεσα σε βιβλία και σημειώσεις, στο σπίτι της Πέρσας για φαγητό και στου Πάνου για ηλεκτρονικά και ταινίες, παλιές ασπρόμαυρες αμερικάνικες. Το δωμάτιό του γεμάτο με δίσκους βινυλίου, rock, jazz και 45άρια με παλιά λαϊκά, συλλέκτης με κληρονομιά από τους γονείς του.

Εντυπωσιακή όμως, ήταν μία μεγάλη φωτογραφία πάνω από το κρεβάτι του, που απεικόνιζε τον ίδιο σε παλιές στιγμές κεφιού από τα μαθητικά του χρόνια, ανάμεσα σε άδεια μπουκάλια από ποτά και μια κοπέλα να δείχνει με νόημα το τατουάζ στο λαιμό του, με τίτλο στο κάτω μέρος γραμμένη, με κόκκινα γράμματα, τη λέξη ¨πειρασμός¨.

Ποιος ακριβώς ήταν ο πειρασμός, δεν γινόταν ξεκάθαρο. Ο Πάνος, που μισόγυμνος έπινε από ένα μπουκάλι βότκα; Τα αμέτρητα άδεια μπουκάλια; Η κοπέλα που τον κοιτούσε προκλητικά ή το σημάδι του, που έμοιαζε σαν δρόμος, μικρός, στριφογυριστός που ανέβαινε προς τα πάνω στη βάση του κεφαλιού.

Το βράδυ που η σχολή μας πραγματοποίησε τον ετήσιο χορό της, η παρέα μας μαζί με τα νέα της μέλη, έξι ακόμα παιδιά από άλλα τμήματα, σύσσωμη γλεντοκόπησε ως τα ξημερώματα, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά η έκπληξη ήταν αλλού… Ο σοβαρός και μετρημένος Πάνος, που είχε πιεί λίγο παραπάνω από τα συνηθισμένα για εκείνον πλαίσια, σε μια στιγμή κεφιού και ζάλης, πήρε το μικρόφωνο και τραγούδησε παλιά λαϊκά τραγούδια, του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη. Και τα τραγούδησε με τέτοιο πάθος που μας άφησε άφωνους.!

Σαν να είχε βιώσει τους στίχους, στις γειτονιές της δεκαετίας του ΄60, τον πόνο και τον απελπισμένο έρωτα, τη φτώχεια και την ξενιτειά. Η φωνή του κάτι παραπάνω από καλή. Καθαρή, αντρική, μπάσα, φωνή βαθιά με συναίσθημα! Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο σαν να περιμέναμε μια απάντηση στο ερώτημα, αν τα μάτια και τα αυτιά μας, έπαιζαν κάποιο παιχνίδι ή ήμαστε τόσο πιωμένοι που αδυνατούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τι ήταν αυτό που βλέπαμε. Έναν άνθρωπο διαφορετικό, χαρούμενο, απελευθερωμένο, με τον αέρα επαγγελματία τραγουδιστή.

«Ρε συ, χαραμίζεσαι με τις φυτούκλες», του είπε όταν γύρισε στο τραπέζι μας ο Αλέξης, που πρώτη φορά τον έβλεπε κι αυτός να ξανοίγεται έτσι. Για λίγα λεπτά επικράτησε αμηχανία, η Πέρσα γέμισε τα ποτήρια μας κι ο Πάνος ξαναγύρισε στον παλιό του εαυτό. «Άντε γειά μας» με μια φωνή, για πολλοστή φορά και το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι πρωίας.

Η Αμαλία είχε τσιμπηθεί ολοφάνερα μαζί του αλλά αυτός ψυχρός κι απόμακρος, συγκρατημένος υπερβολικά, μπλοκαρισμένος ανεξήγητα. Κι όμως στο βλέμμα του δεν διέκρινα αδιαφορία, όταν την κοιτούσε σε χρόνο ανύποπτο για όλους τους υπόλοιπους, εκτός από μένα, που από το βράδυ του χορού και μετά τον παρατηρούσα εξονυχιστικά.

Όσο κι αν προσπαθούσα να τον προσεγγίσω περισσότερο δεν το κατάφερα. Ποτέ δεν μιλούσε για τον εαυτό του ή την οικογένεια και τη ζωή του πριν από εμάς. Το μόνο που γνωρίζαμε ήταν πως οι γονείς του τον ήθελαν μηχανολόγο, ήταν αριστούχος στο λύκειο και είχε καταγωγή από τη Λάρισα.

Οι μέρες κυλούσαν συνηθισμένα, με περάσματα από τη σχολή, καφέδες, ποτάκια, βόλτες στη λιακάδα. Μετά τις διακοπές του Πάσχα μπήκαμε πάλι σε ρυθμούς εξεταστικής και μαζευτήκαμε ο καθένας στο καβούκι του. Η Πέρσα βρήκε δουλειά τετράωρη τα απογεύματα, οι γονείς της δυσκολεύονταν λίγο τελευταία και κάτι έπρεπε να κάνει για να καλύπτει κάποιο μέρος των εξόδων της.

Η Αμαλία έβαλε στόχο να περάσει και δύο μαθήματα από προηγούμενα εξάμηνα κι ο Πάνος έμεινε στη Λάρισα γιατί ψαχνόταν, μας είπε, για κάποιο μεταπτυχιακό στην Αγγλία και ήθελε να τελειοποιήσει τα αγγλικά του. Επικοινωνία είχαμε πια μαζί του με μηνύματα στο κινητό, που σιγά σιγά αραίωσαν και ως το καλοκαίρι τον χάσαμε εντελώς. Δεν ήρθε στη σχολή ούτε για τις εξετάσεις.

Το καλοκαίρι, ζεστό και φωτεινό ήρθε να μας ξεσηκώσει με σχέδια για διακοπές και καθώς τα είχαμε καταφέρει καλούτσικα με τα μαθήματα, θα γλιτώναμε τη γκρίνια των δικών μας και θα ανοίγαμε πανιά για νησιά και παραλίες.

Πίναμε δροσερά ποτά εκείνο το υγρό βράδυ, αρχές του Ιούλη, σε κατάσταση ευθυμίας, όταν αρχίσαμε να πειράζουμε την Αμαλία για την άδοξη κατάληξη του φλερτ που είχε με τον Πανούλη, ο οποίος είχε ρίξει μαύρη πέτρα. «Κόφτε το ρε σεις, ο τύπος ήταν αλλού…» φώναξε πειραγμένη, αφήνοντας να εννοηθεί πως ήξερε κάτι παραπάνω για εκείνον, ενώ στην πραγματικότητα είχε θιχτεί και ήθελε να αλλάξουμε την κουβέντα.

Αρχίσαμε τα γέλια και τα χαχανητά, κουβέντες περί ανέμων και υδάτων, με την Πέρσα στο τσακίρ κέφι να θέλει να μας παίξει κάτι με τη φυσαρμόνικα, που τόσο καλά γνωρίζαμε ότι θα μας έριχνε στα πατώματα! Πιάσαμε να κοιτάζουμε και να σχολιάζουμε τις διπλανές παρέες και τα ζευγαράκια που βλέπαμε. Τα κινητά μας πάνω στο τραπέζι, άναψαν με την ένδειξη του μηνύματος, με διαφορά λίγων δευτερολέπτων…

«Την επόμενη Παρασκευή 14 Ιουλίου, χειροτονούμαι διάκονος στον Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, στη Λάρισα. Χρειάζομαι όσο ποτέ τις προσευχές σας. Παναγιώτης.»

Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο αμήχανα. Ο Φάνης γύρισε στην Αμαλία με βλέμμα συμπόνιας, έκπληξης και γεμάτο ερωτηματικά και της είπε με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου: «Φαντάζεσαι ρε συ τον εαυτό σου πρεσβυτέρα με πράσινες ανταύγειες; Not good...»Κουνούσε το δείκτη του χεριού του δείχνοντας την άρνηση ενώ οι υπόλοιποι ξεσπάσαμε σε ένα ηχηρό, νευρικό, ξέφρενο γέλιο.

 

_

γράφει η Μαριάνθη Πλειώνη 

Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!

Ακολουθήστε μας

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Mimozas

Mimozas

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Είχε γεννηθεί απότομα πολλά χρόνια πριν το καταλάβει. Η ζωή του έμοιαζε με αρχαία τραγωδία, παιδί αγνώστων θεών, ήξερε πως έπρεπε να θυσιαστεί στο βωμό της διαφορετικότητας για να μπορέσει να ζήσει. Τον είχαν προικίσει όμως οι θεοί με...

Dream

Dream

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Η Πολυξένη κάθε πρωί άφηνε τον κουρασμένο της πόθο να κοιμηθεί ήσυχα ήσυχα πάνω στο μαξιλάρι της. Μπροστά στον καθρέφτη ζωγράφιζε την ιδανική της εικόνα, κοκκίνιζε τα χείλη της κι ονειρευόταν για όσο διαρκούσε η καθημερινότητα έναν...

2 σχόλια

2 Σχόλια

  1. Μάχη Τζουγανάκη

    Πολύ όμορφα γραμμένη η ιστορία σου Μαριάνθη.
    Ο Πάνος που τραγουδά όμορφα λαϊκά,ο σιωπηλός με την ασπρόμαυρη συλλογή του, τα βινύλια και τη μυστήρια καμπύλη του στο αυτί, γίνεται ο Παναγιώτης ο διάκονος που ζητά τις προσευχές…ίσως βρίσκοντας εκείνο που αναζητούσε περισσότερο …ίσως καταλήγοντας εκεί μήπως και βρει την εσωτερική του ηρεμία..για να καμπυλώσει το οποιο συναίσθημα…

    Τι μεταβάλλει την κατεύθυνση του καθενος, τι προκαλεί κύκλο και τι όχι…μεγάλη η ιστορία της ζωής…

    Εύγε…

    Απάντηση
  2. Μαριάνθη Πλειώνη

    Η θέληση να πραγματοποιήσουμε ό,τι ονειρευτήκαμε ,ίσως καθορίζει αν η κατεύθυνσή μας μεταβληθεί,ολοκληρώσει τον κύκλο της ή μετατραπεί σε γωνία. Μάχη, χαίρομαι για τον τρόπο που προσέγγισες την ιστορία μου και ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια!

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου