Κανείς δε θα μάθει
πως η σκουριά σκαρφάλωσε στο προσκεφάλι μου,
ατσάλινα όνειρα εύθραυστων ημερών
που όταν ξυπνώ,
χαράσσω με τη λεπίδα στο σωματένιο μαξιλάρι μου.
Εσύ, που αρματωμένος εισβάλλεις στη θλίψη μου,
κρύβεις τη ζέση σου
κάτω από γρανιτένιες επιφάνειες,
ανίκανος μαζί και άφωνος,
όταν τα μάτια μου σε ρωτούν
πώς σμίγει ο βράχος με τη θάλασσα
και ο άνεμος με την καταιγίδα.
Το ξύλινο άγγιγμά σου
αφήνει στο σώμα μου
τη μυρωδιά από ροκανίδι
λησμονημένων ερωμένων
και τα υγρά που στάζει ή γενετήσιά σου ορμή,
διαβρώνουν το αιδοίο μου,
κρυψώνα που οι αγάπες μου απόθεσαν
την αρχέγονη θλίψη τους,
παραμερίζοντας τις πύλες
που τα σκέλη μου μαρμάρωσαν
σαν την γυναίκα του Λωτ.
Μετά εξαπέλυσες τη μήνη
της ταραγμένης σου ψυχής…
Τι υπέροχος κόσμος!
Με ένα κουτάλι
πώς να δραπετεύσεις από τους τοίχους της οδύνης.
Η ουτοπία μου
θρυμματίζει και διαβρώνει
από τα αδέξια φιλιά,
το βουερό και μαζί
παιδιάστικό μου στόμα.
_
γράφει η Δήμητρα Διαμαντοπούλου
0 Σχόλια