Στην προηγούμενη ζωή μου πρέπει να ήσουν ηλιαχτίδα που τρεμοπαίζει πάνω στη θάλασσα. Γυμνή μέσα στο φως σου. Ίσως γι’ αυτό να τρέχω να επιστρέψω σε σένα. Για χάρη της θάλασσας, της ηλιαχτίδας και για χάρη σου. Στην επόμενη ζωή μου θα είσαι νερό θαλασσινό. Πόσο όμορφα είναι όλα γύρω σου όταν φεύγεις, γυμνά μέσα στο φως τους. Έστω κι αν δεν φεύγεις εσύ, ή εγώ. Η φύση ομορφαίνει, οι άνθρωποι ομορφαίνουν, ακόμα και η σιωπή όμορφη είναι, σαν άνθος κερασιάς. Σου κλείνει τα μάτια σαν πρωινό αεράκι καλοκαιρινό και χαμογελάς δίχως λόγο. Νιώθεις να αιωρείσαι σαν πλατανόφυλλο και είναι σαν να βρίσκεσαι μέσα στον κήπο του φθινοπώρου αφού έχει βρέξει. Έτσι, όταν πέσεις θα είναι στο μαλακό μουσκεμένο χώμα. Ενώ δίπλα από το δέντρο σου, ψηλά, από τη μεριά του νότου και λίγο δυτικά, δυο, τρεις ηλιαχτίδες κοφτερές σου υπενθυμίζουν θάλασσα. Γεμάτες σκόνη, θαύματα και παγωμένο χρόνο, σταματημένο. Είναι λες και σου δείχνουν το σημείο όπου είναι θαμμένος κάποιος θησαυρός. Τόσο απόλυτα σίγουρες.
Χαμογελάς και πάλι. Πάνω στο δέρμα σου βλέπεις ζωγραφιές πια. Πρόσωπα, τοπία. Τα μέλλοντα και τα γινόμενα. Χωρίς χρώμα, μονάχα του δέρματος. Αλλού πιο σκούρο, αλλού πιο ανοιχτό. Ακούς τις φωνές τους, η ανάσα τους δακρύζει πάνω σου και η αύρα τους σε περιτριγυρίζει με το αέρινο άρωμα της. Χωρίς την ικανότητα ή τη θέληση να τα αρνηθείς όλα αυτά, τα λούζεσαι. Και γδύνεσαι για να αποτυπωθούν όλα πάνω στο σώμα σου περισσότερο. Βούρκωσε η λύπη κι η χαρά αιμορραγώντας πάνω σου. Μελάνι ανεξίτηλο και ο καμβάς ωραίος σαν άγγελος. Μόνο τους ώμους σου φύλαξε για μένα αζωγράφιστους, το κοκαλάκι που προεξέχει. Οι ώμοι σου, που πάνω τους πλαταίνει η θάλασσα. Τελικά ποιος φεύγει; Γιατί δεν βρίσκω άλλη εξήγηση για την ομορφιά που βλέπω να χαράζει πάνω σου, γύρω μου, εντός μου. Καράβια από παραδεισένιους κήπους χαρισμένα, με ταξιδεύουν από τη μία ζωή στην άλλη.
0 Σχόλια