Περίμενες Γωνίας και Δρόμου κάτι.
Εννοείται πως σε είχα στήσει. Εννοείται πως δεν έφταιγα.
«Έχω σαράντα δύο λεπτά» είπες, τσαλαπατώντας το τσιγάρο και μια προσπάθεια καλής διάθεσης.
Να σου πω; Το αφήνουμε;
Με τραβούσες προς το φανάρι, γύρισες με κοίταξες, ξαφνικά χαμογέλασες και σου είπα:
«Σαράντα ένα και είσαι κόπανος».
Μου κράτησες το χέρι να περάσουμε το δρόμο, έτσι ζεστό και οικείο, φλύαρο καθόλου, καμιά κλεψύδρα στο κράτημα.
«Σ΄ έχω τσαντίσει;»
Δεν θα απαντήσω, θα χωθώ στον κατάλογο με τους καφέδες μέχρι να διαβάσω τριάντα οκτώ ποικιλίες.
«Για εσπρεσσάκι μας βλέπω» στράβωσα.
Έγειρες πίσω και χαμόγελασες σαν δικός μου. Έφτασες με τα πόδια σου τα δικά μου, κάπως έμπλεξαν, έμεινε το βλέμμα σου πειρακτικά να τσιτώνει το ξεφύσημα που σου χρωστούσα ακόμα.
«Δεν είσαι θυμωμένη και άργησες, μην ξεχνιόμαστε». Το γέλιο στη φωνή σου να κόβει βόλτες, δεν έχω καλύτερο. «Μια ωρίτσα αντίστροφα, κλεφτό καφέ είπαμε».
Ξέρεις; Δεν θέλω κλεμμένο τίποτα. Μην το λες έτσι. Σε προηγούμενες ζωές έκλεβα γραμμές στο περιθώριο και μου ‘μεινε κουσούρι να θέλω ένα κάτι ολόκληρο και να ‘ναι δικό μου, άντε δικό μας. Τα μισά, τι χλωμάδα! Άχρωμα.
Αυτό το απέναντι που εξαφανίζεται το τραπεζάκι; Που δεν υπάρχει έτσι όπως γέρνουμε και ακουμπάμε κεφάλια; Αυτό το χαζό που μετά με σπρώχνεις λίγο να γείρω πίσω; Το λες και κρυάδα. Το πιο αγαπημένο μου είναι και το ξέρεις. Και που ο καφές μου καίει και βγάζεις το ρολόι σου να το βάλω στην τσέπη.
«Είκοσι».
«Μη μετράς».
Λες ιστορίες για μέρη που τα έμαθα χωρίς εσένα, πάνω κάτω ίδια χρόνια, πάνω κάτω ίδιες ζωές. Θα γελάω και θα παίρνεις ανάσες. Θα κάνω πως δεν τις είδα. Θα γελάω μαζί σου, θα γίνεσαι δικός μου ακόμα λίγο.
«Μας χρωστάμε ένα ταξίδι»
Σε παιδί και σε τρελό μην τάζεις. Τα ταξίδια έχουν εικόνες και γεύσεις και δρόμους και θέλουν δύο να πηγαίνουν, δύο να γυρίζουν πίσω.
Στα μάτια η βολή και άντεξέ την: «Θα μείνουμε μαζί;»
Χαμηλώνεις το βλέμμα και η κλεψύδρα αδειάζει στην τσέπη μου. Στο δίνω πίσω.
«Πέντε».
«Ξέρεις».
Ξέρω. Κερνάς.
Σηκώνομαι και μου πιάνεις το χέρι· ζεστό, οικείο, έχει αγωνία και ερωτηματικά που θα πέσουν κάτω.
«Μην το κάνεις αυτό».
Σε αδειάζω στα τελευταία λεπτά και σου χαρίζω και ένα.
Είχα κάτι απωθημένα από περιθώρια που λέω να στα χαρίσω. Και ένα φιλί να βρίσκεται. Θέλω ένα ολόκληρο, ολόδικό μου τετράδιο να γράφουμε δύο. Ένα αεροδρόμιο με αφίξεις μόνο. Μια μουσική που θα την έχεις ακούσει μόνο με μένα. Έναν καφέ που θα κρυώνει όσο θα μου μιλάς. Κανένα τικ τοκ στην τσέπη μου. Να ανοίγω την πόρτα και να απαντάς. Να γκρινιάζεις που πέταξα την εφημερίδα. Να αλλάζω κανάλι και να μου πετάς μαξιλάρια.
Time is up._
_
γράφει η Ρέα Ζαχαριά
Ρέα αυτό το κείμενο το έχω γράψει εγώ. Πήρα το χέρι σου, την πένα σου και το έγραψα. Δε μπορεί. Κάτι έγινε να δεις και μπερδέψαμε τα γραπτά μας. Μπορεί και τις καρδιές μας. Ένα timing που ποτέ δε θα ερμηνεύσω ανάμεσα σε πράγματα και ανθρώπους. Γράφε -εγωιστικά- για μένα! <3
Ζούμε κάπως παράλληλα και ενώνονται οι γραμμές μας κυριολεκτικά. Και ο χρόνος χωρίς τα τικ τοκ των άλλων <3
όταν σε πιάνει και γράφεις ετσι Ζαχαριά, η πένα σου αφήνει πληγές….”Ένα αεροδρόμιο με αφίξεις μόνο…”
να σε πιανει συχνότερα – ΕΥΧΗ
την κρατάω την ευχή σου και είναι τόσο πολύτιμη, όσο η στήριξή σου πάντα <3
Ζωντανό, γρήγορο, επίκαιρο και διαχρονικό. Όταν τελείωσα την ανάγνωση του κειμένου σηκώθηκα και έφτιαξα άλλο ένα εσπρέσσο. Το δεύτερο θα το πιω αργά….
Έτσι. Χωρίς την έλλειψη κανενός. <3
Όταν θέλεις κάτι ολόκληρο να’ ναι δικό σου,πέρα από όρια,από περιθώρια που δεσμεύουν,όταν χρειάζεσαι ένα καφέ χωρίς το ρολόι που τρέχει,χωρίς να κλέβεις χρόνο από κάπου,από κάποιον,όταν θέλεις τα ερωτηματικά σου να μην ξοδεύονται πέφτοντας στο κενό,όταν θέλεις τα ταξίδια σου κι η ζωή σου να έχουν γεύση.Αν δεν τα βρίσκεις δεν αναλώνεις το χρόνο σου.Κάποιου άλλου τέλειωσε ο χρόνος.
Έτσι ακριβώς 🙂 Σας ευχαριστώ πολύ.