Ξεκίνησε από το καφενείο έχοντας κάτι στο μυαλό του. Αυτήν την φορά θα έκανε το βλέμμα της να λάμψει. Είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό του ότι θα τα κατάφερνε. Πήγε πέρα στην άκρη του χωριού εκεί που παλιά ήταν το εργοστάσιο. Χρόνια είχαν δουλέψει και οι δύο σε εκείνο το εργοστάσιο. Εκεί γνωρίστηκαν, εκεί έφαγαν το πρώτο κολατσιό, εκεί φιλήθηκαν για πρώτη φορά, εκεί το είχαν αποφασίσει… Έφτασε με γοργά βήματα, άνοιξε στα γρήγορα την πρόχειρη πόρτα που είχε φτιαχτεί με κομμάτια συρμάτινης περίφραξης και πήγε στην πίσω μεριά εκεί που πετούσαν τα ραγισμένα τούβλα, τα λειψά και τα σπασμένα. Όλη η περιοχή ήταν κόκκινη από τα θραύσματα, μόνο λίγες μαργαρίτες έσπαγαν την μονοτονία του κοκκινωπού χρώματος των κομματιών που συσσωρεύονταν εκεί για χρόνια. Έβγαλε ένα κουτάκι χαρτονένιο από το σακάκι του, έσκυψε και άρχισε να μαζεύει μικρά κομματάκια, μικρά σαν κουφέτα… γάμου!
Ναι εκεί ήταν που κάθονταν κάθε μεσημέρι στο δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα τους και κοιταζόντουσαν στα μάτια. Της το είχε πει από νωρίς πώς ήθελε να την παντρευτεί, να κάνουν μαζί πολλά κουτσούβελα, να τα μεγαλώσουν και μετά να ζήσουν και εγγόνια και όλα αυτά που κάνουν οι άνθρωποι τέλος πάντων, αλλά εκείνη έλεγε πώς τους έλειπαν τα χρήματα και πώς έπρεπε σιγά-σιγά να μαζέψουν μερικά για να πάρουν ένα σπίτι πρώτα. Και πέρασαν έτσι πέντε χρόνια και μετά φάνηκε πώς μάζεψαν τα χρήματα και πήραν αυτό το μικρό σπιτάκι στην άκρη του λιμανιού, και μετά μια μέρα φόρεσαν τα καλά τους, και εκείνη ήταν πανέμορφη μέσα στα άσπρα, και ανέβηκαν τα σκαλιά της εκκλησίας και από πίσω όλοι οι εργάτες του Τουβλοποιείου, και τους κέρασαν μετά στην ταβέρνα του χωριού και γλέντια και την χόρευε…. ναι τα θυμάται τώρα όλα αυτά που μαζεύει τα κομμάτια, γιατί αντί για μπομπονιέρες είχαν μοιράσει κουτάκια με κεραμικά θραύσματα… σαν αυτό που πάει να φτιάξει τώρα, πάλι από την αρχή… και οι άλλοι εργάτες γελούσαν και τα έβαζαν στο στόμα και τα πιπιλούσαν σαν να ήταν αληθινά κουφέτα και κοκκίνιζαν τα χείλια τους από την κεραμιδί σκόνη και έλεγαν «Να ζήσετε!»
Να ‘τος τώρα στην δημοσιά, με γοργό βήμα… Πάει για να της φωτίσει το βλέμμα. Δεν έκαναν τελικά παιδιά, μάλλον δεν θα δουν εγγόνια, αλλά έζησαν είκοσι πέντε χρόνια μαζί ευτυχισμένα. Και τα καλοκαίρια… Αυτά τα καλοκαίρια στην θάλασσα… Τι όμορφα που ήταν!
Μπήκε στο σπίτι και την είδε στην κουζίνα να σκουπίζει το τραπέζι. Την κοίταξε στα μάτια.. Τον κοίταξε και αυτή λίγο πιο θαμπά… Βγάζει το κουτί και το βάζει πάνω στο νάιλον τραπεζομάντιλο του τραπεζιού:
– Και τι είναι αυτό; του είπε αυτή
– Δεν θυμάσαι; της απάντησε, άνοιξε το κουτί, και το αναποδογύρισε πάνω στο καθαρό τραπεζομάντιλο… Κεραμιδί «κουφέτα» ξεχύθηκαν μπροστά της και λίγη σκόνη που αμέσως έκανε τα μάτια της να αστράψουν. Έβαλε τις φωνές.
– Τι μου τα έφερες αυτά τα χώματα εδώ μέσα; Τώρα καθάρισα!
Άρπαξε αμέσως το σφουγγάρι και με μια γρήγορη κίνηση τα μάζεψε όλα στην φούχτα της, άνοιξε τον κάδο και τα έριξε όλα μέσα…
Την κοίταξε για λίγο στα μάτια και της είπε:
– Θυμάσαι τι σου είχα ορκιστεί σε αυτά τα κομματάκια;
– Έχω φτιάξει φαγητό, να κάτσεις να φας…
– Δεν πειράζει… θα πάω στην ταβέρνα…
Περπατάει τώρα προς την ταβέρνα. Είναι νωρίς το απόγευμα αλλά ξέρει πολύ καλά ότι θα νυχτώσει εκεί μέσα. Είναι και κάτι παλικάρια που έρχονται από το λιμάνι, ναυτικοί και λένε όμορφες ιστορίες για εξωτικά λιμάνια και γυναίκες και καυγάδες και του αρέσουν. Πίνει πιο πολύ το κόκκινο το μπρούσκο. Αυτό, από το τρίτο το ποτήρι, του φέρνει λήθη. Αλήθεια σε τι τον βολεύει αυτή η λήθη; Μάλλον ξεχνάει ότι και αυτή ξεχνάει, ότι τον έχει ήδη ξεχάσει, ότι θα μπορούσε να πάει κάποιος άλλος στο σπίτι και να του πει: “Έχω φτιάξει φαγητό, να κάτσεις να φας …”
Νύχτωσε τώρα και γυρίζει. Θα ήπιε μέχρι και τρία κιλά κρασί. Ίσα που βρίσκει τον δρόμο για το σπίτι. Ανοίγει την πόρτα με το κλειδί, μπαίνει στην κάμαρη και την βλέπει ξαπλωμένη. Αχ, κυρά Ελένη γέρασες… και ήσουν το πιο όμορφο κορίτσι στο Τουβλοποιείο. Βγάζει τα ρούχα του ευλαβικά, τ’ απιθώνει στην καρέκλα και ξαπλώνει δίπλα της. Το σώμα της ένα κουβάρι ρούχα, μαύρα μάλλινα, χοντρές κάλτσες, αυτή είναι η γυναίκα του. Την ακούει για λίγο να παραμιλάει…
–Τι μου τα έφερες αυτά τα χώματα;
Είχε ξεχάσει και αυτός πια! Η Λήθη είχε στήσει χορό μαζί με τα ναυτάκια στο κεφάλι του και στην μέση η κυρα-Ελένη με το σφουγγάρι να μαζεύει τα σπασμένα ποτήρια του κρασιού.
Κοιμήθηκε, έτσι μέσα στην ζαλάδα, ώρες πολλές, μέχρι που μπήκε ο ήλιος από το κοφτό το κουρτινάκι. Ακούστηκε και η καμπάνα της εκκλησιάς. Κυριακή ήταν πάλι! Άνοιξε τα μάτια του και τον πήραν χρώματα πολλά και μυρωδιές. Η κυρά του είχε βάλει ένα βάζο δίπλα στο κρεβάτι και το γέμιζε με λουλούδια. Και ξαφνικά, βλέποντας τα ζωηρά πέταλα τα θυμήθηκε όλα! Για αυτό την είχε πάρει την κυρα-Ελένη. Γιατί του έκανε την ζωή όμορφη! Σηκώθηκε πάνω και με δάκρυα στα μάτια τής έδωσε ένα φιλί στα μάγουλα. Εκείνη τον ξανακοίταξε με θαμπό βλέμμα και του είπε:
– Άντε να πιεις τον καφέ σου, να πας στην εκκλησιά! Και αν παντρεύεται κανείς να μου φέρεις και κουφέτα… Από τα κόκκινα…
_
γράφει ο Δημήτρης Φαρής
Είναι εντυπωσιακό πώς μπορεί να στηθεί μια ιστορία πραγματικά και κάθε φορά που βρίσκω το χρόνο να τρυπώσω σε όσα δημοσιεύονται στη σελίδα μας εντυπωσιάζομαι. Το οτι κομμάτια από κόκκινα τούβλα θα γινόντουσαν κόκκινα κουφέτα σε μια σχέση γεμάτη αληθινή Αγάπη είναι η απόδειξη πως μια καλή πένα μπορεί να δει μια ιστορία όπου κι αν γυρίσει να κοιτάξει. Στην φράση “Για αυτό την είχε πάρει την κυρα-Ελένη. Γιατί του έκανε την ζωή όμορφη! ” βούρκωσα. Μπράβο Δημήτρη…