Στο πεζοδρόμιο, ένα κουτί από χαρτόνι
φυλάσσει τα όνειρα ενός άστεγου.
Μέσα του, ένα παλτό σκισμένο,
μια φωτογραφία ξεθωριασμένη,
και μια χούφτα σιωπές.
Οι σιωπές αυτές δεν είναι απλές·
είναι φορτωμένες με λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ,
με ματαιώσεις που γεννήθηκαν
στη σκιά του αδιάφορου πλήθους.
Το κουτί μιλά για έναν κόσμο
που προτιμά να μην κοιτάζει κατάματα την αλήθεια.
Οι περαστικοί γυρνούν το βλέμμα αλλού,
προχωρούν βιαστικά,
όχι γιατί δεν βλέπουν,
αλλά γιατί δεν αντέχουν να δουν.
Κι όμως,
ο ήλιος το αγκαλιάζει κάθε πρωί,
σαν να του λέει πως είναι αρκετό.
Όχι για να ζήσει,
αλλά για να θυμίζει πως υπάρχει.
Τα βράδια, το κουτί τρέμει στο άγγιγμα του ανέμου.
Ο άστεγος κουλουριάζεται μέσα του,
σαν παιδί που αναζητά ασφάλεια
σε μια μητρική αγκαλιά που δεν υπάρχει πια.
Η ανάσα του ζεσταίνει το χαρτί,
και το κουτί, αν και εύθραυστο,
γίνεται καταφύγιο,
ένας μικρός κόσμος που λέει:
“Εδώ είμαι. Αυτό έχω. Αυτό είμαι.”
Και το κουτί,
όσο μικρό, όσο ασήμαντο κι αν μοιάζει,
κρατά μέσα του ολόκληρες ζωές.
Ζωές που δεν χώρεσαν στα μεγάλα σπίτια,
στις άνετες καρέκλες,
στις στημένες κουβέντες.
Μα, κάθε πρωί,
ο ήλιος σηκώνεται ξανά
και αγγίζει απαλά το χαρτόνι,
σαν να του ψιθυρίζει:
“Δεν είσαι μόνος. Ακόμα εδώ.”
_
γράφει η Ειρήνη Κτενίδου
0 Σχόλια