Την βρήκαν κατάχαμα, κοντά στον καναπέ του καθιστικού, σχεδόν ετοιμοθάνατη. Μόνον η εμπειρία του τραυματιοφορέα «έπιασε» τον ανεπαίσθητο σφυγμό της. Πάλεψαν να την συνεφέρουν και μόνο μετά τρεις ημέρες στην Μ.Ε.Θ., άρχισε να δείχνει σημάδια ανάκαμψης. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έπαθε ακριβώς αυτή η γυναίκα. Κοντά στα ογδόντα, όπως υπέθεταν, και πιο γερή από ταύρο εν ταυρομαχία. Η καρδιά της σαν μικρού παιδιού, όπως χαρακτηριστικά αποφάνθηκαν οι ειδικοί.…
Με το που την είχε πάρει το νοσοκομειακό, φρόντισαν οι νοσοκόμοι να κλειδώσουν και το διαμέρισμα με τα κλειδιά που βρήκαν να κρέμονται στο πλάι της πόρτας.
Το γιατρουδάκι που έκανε την ειδικότητά του, επηρεασμένο κατά πώς φαίνεται και από το υπερβολικό διάβασμα αστυνομικών μυθιστορημάτων που τα διάβαζε μανιωδώς, βρήκε ευθύς εξ αρχής, ότι η όλη εικόνα παρέπεμπε σε μια ιστορία της αγαπημένης του γηραιάς Άγκαθα Κρίστι.
«Να δεις που γι’ αυτό και δεν βρίσκουμε να έχει μια πάθηση που, λίγο ακόμη, να την είχε οδηγήσει στας αιωνίους μονάς. Κάποιος την δηλητηρίασε και το δηλητήριο είναι μη ανιχνεύσιμο. Πλάκα θα ‘χει να αποδειχθεί και κάτι τέτοιο. Να γινόταν», λέει, «και να μπορούσα να ρίξω μια μόνο ματιά στο σπίτι της. Πώς όμως;»
Έστυψε το μυαλό του και τελικά το βρήκε. Θα πήγαινε στο σπίτι της με την άδειά της μάλιστα, να της φέρει το αγαπημένο της βιβλίο και τα γυαλιά της, που ήταν σίγουρη ότι τα είχε αφημένα κάπου εκεί όπου την βρήκαν πεσμένη οι άντρες του 166.
Πήγε μόνος του. Σε ένα μικρό καλαθάκι που βρήκε στο χώρο, έβαλε δυο τρία πραγματάκια που του ζήτησε η κυρία Σμαρώ και έκρινε ότι έπρεπε να πάρει προς έλεγχο ένα μπουκάλι με χυμό κράνμπερι που υπήρχε στο τραπεζάκι, στο πλάι του καναπέ. Βέβαια, τόσες μέρες εκτός ψυγείου ο χυμός θα είχε αλλοιωθεί, μα και αυτός δεν τον έπαιρνε για να καταναλωθεί. Κάτι του έλεγε ότι στο μπουκάλι αυτό θα βρίσκονταν κρυμμένες πολλές απαντήσεις. Του πέρασε όμως από το μυαλό και η σκέψη ότι δεν έπρεπε ίσως να πάρει όλο το μπουκάλι μαζί του, γιατί θα έβαζε σε υποψία και τον υποψήφιο δολοφόνο, στην περίπτωση που επισκεπτόταν το σπίτι για να εξαφανίσει ίχνη και δηλητήρια. Και κατά πώς φαίνεται μια τέτοια ενέργεια δεν είχε γίνει, άξιον απορίας το γιατί, αφού το «ύποπτο» μπουκάλι δεν είχαν φροντίσει να το εξαφανίσουν. Όπως και να ‘χε όμως, αυτός δεν έπρεπε να δείξει ότι το πήραν προς εξέταση. Έβαλε, λοιπόν, λίγο από το περιεχόμενό του σε ένα ποτηράκι από αυτά που έχουν βιδωμένο καπάκι και άφησε τη φιάλη εν είδει δολώματος εκεί που την βρήκε. Αν η υποψία του είχε κάποια βάση, ο παρ’ ολίγον δολοφόνος θα ξαναερχόταν κάποια στιγμή να εξαφανίσει τα ίχνη του για τα οποία και δεν ανησυχούσε, φαίνεται, ιδιαίτερα. Απλά πράγματα. Όμως τα απλά είναι και τα δύσκολα συνήθως, γιατί δεν τα υποψιάζεσαι.
Όταν επέστρεψε στο νοσοκομείο, η κυρία Σμαρώ κοιμόταν. Παρέδωσε τα πραγματάκια της στην υπεύθυνη της μονάδας και εκείνος με τον χυμό ανά χείρας κατευθύνθηκε στο Χημείο του Κράτους που ήταν τόσο κοντά, αναζητώντας τον φίλο του χημικό, να του εμπιστευτεί τόσο τον χυμό, όσο και τις υποψίες που του τριβέλιζαν το μυαλό σε σημείο παροξυσμού.
Τον ανακάλυψε ευτυχώς αμέσως, σκυμμένο πάνω από λογής λογής μπουκάλια και μυστήρια εργαλεία, τη στιγμή που ο ίδιος, το μόνο μυστήριο που κουβαλούσε μαζί του ήταν οι υποψίες του.
Παρακάλεσε απόλυτη εχεμύθεια, τόσο για την εξέταση του χυμού, όσο και για τα τυχόν ευρήματά του.
«Τυχόν ευρήματα είπες Φίλιππε; Εγώ θα σου έλεγα ότι το κράνμπερι βρίσκεται σε μία σχέση φαρμακερού πάθους με ένα σπάνιο δηλητήριο, που το χρησιμοποιούν στην φαρμακευτική βιομηχανία για θεραπευτικούς λόγους βέβαια, με κατάλληλη επεξεργασία και ανάλογη δοσολογία. Ενώ αυτή του ποτού που εξέτασα, όχι μόνον είναι στην ορίτζιναλ μορφή του, αλλά και σαν δοσολογία θα μπορούσε να αφανίσει ένα τάγμα στρατιωτών στο πιτς φυτίλι. Θα πρέπει η γυναίκα να μην είχε προλάβει να πιει ούτε γουλιά, παρά μόνον να είχε απλά βρέξει τα χείλη της, όπως πολύ συχνά βλέπω να κάνει η γιαγιά μου με τους χυμούς που της πηγαίνω για δώρο. Για να σου δώσω να καταλάβεις πώς επενεργεί σε έναν οργανισμό, είναι σαν ξαφνικά να σταματάει ακαριαία η λειτουργία όλων των οργάνων του οργανισμού υπό την ακινητοποιημένη μπαγκέτα ενός αόρατου, και κυριολεκτώ, μαέστρου μιας συμφωνικής ορχήστρας. Άψογος ο συγχρονισμός παύσης όλων ανεξαιρέτως των οργάνων, λέμε. Αντιλαμβάνεσαι περί ποίου πράγματος ομιλώ;»
«Προσπαθώ φίλε μου, προσπαθώ… Αναρωτιέμαι όμως τι κάνω από ‘δω και πέρα; Πηγαίνω αστυνομία μεριά και τα λέω όλα, ή κάνω τον ντετέκτιβ και ψάχνω μόνος μου για τον επίδοξο φονιά; Γιατί κάτι μου λέει, ότι η γυναίκα μόλις βγει από την Μ.Ε.Θ. θα κινδυνεύει το ίδιο σαν πριν ή και περισσότερο ακόμα. Βρε πού έμπλεξα γιατρός πράμα!» και εξήγησε στον φίλο του τον χημικό, ό,τι γνώριζε, ό,τι είχε μέχρι στιγμής κάνει και ό,τι υποψιαζόταν ο ίδιος. Έτσι ένωσαν τις δυνάμεις και τις αστυνομικές τους ιδιοφυΐες και αποτέλεσαν ένα ακτύπητο ντετεκτιβικό ντουέτο. Εν τη ενώσει η ισχύς, δεν λένε; Ε, αυτό…
Το γιατρουδάκι, ο Φίλιππος, εκτός της επιστημοσύνης του ήταν αυτό που λέμε «καλά διαβασμένος» στα περί εγκλημάτων. Και αν δεν είχε διαβάσει ξανά και ξανά τα άπαντα της αγαπημένης του γηραιάς κυρίας, της Άγκαθα Κρίστι. Ούτε η ίδια η δαιμόνια συγγραφέας θα θυμόταν τα όσα είχε γράψει με τόση λεπτομέρεια όσο αυτός.
Από την άλλη ο χημικός, ο Έρωτας (όνομα μια φορά και το δικό του ε;), γερό επιστημονικό μυαλό και amateur παντός είδους εγκληματικών υποθέσεων με δηλητήρια ανιχνεύσιμα ή μη. Έτσι, αποτέλεσαν ένα αχτύπητο δίδυμο και η υπόθεση της κυρίας Σμαρώς έγινε η αγαπημένη τους, στις ελεύθερες από την δουλειά τους ώρες.
Εν τω μεταξύ, η κυρία σε δύο ημέρες θα έβγαινε από την Εντατική και θα μεταφερόταν σε έναν τρίκλινο θάλαμο Β’ θέσης του νοσοκομείου. Που σημαίνει αυστηρή επαγρύπνηση για τους δύο φίλους που φοβόντουσαν τον όποιο επισκέπτη εκτός των νοσηλευτών και των γιατρών, που θα τον περνούσαν από κόσκινο με πολύ ψιλές τρύπες. Η κυρία Σμαρώ βρισκόταν εν κινδύνω, σίγουρα.
Και ήρθε η ημέρα που η «νεκραναστηθείσα» βγήκε από την Μ.Ε.Θ. Δεν είχε μάθει τίποτα για την απόπειρα εναντίον της, εδώ οι ίδιοι οι γιατροί δεν το ήξεραν. Και εκεί ήταν που πόνταρε και ο Φίλιππος, να μη ψυλλιαστεί ο υποψήφιος δολοφόνος ότι υπήρχαν και κάποιοι που υπέθεταν ότι θα το ξανά αποτολμούσε ή ότι οι μεν ενέργειές του είχαν γίνει αντιληπτές, αν και ο ίδιος ακόμη άγνωστος. Τι πιο φυσικό από το να αρρωστήσει μια γυναίκα στα ογδόντα τόσο φεύγα;
Οι δυο φίλοι αναρωτήθηκαν αν η κυρία Σμαρώ είχε συγγενείς κάποιου, έστω και μακρινού, βαθμού συγγενείας, γιατί εδώ και τόσες ημέρες δεν είχαν δει κάποιον να έχει ενδιαφερθεί για την πορεία της ασθενείας της. Μόνον μία ηλικιωμένη γειτόνισσα κανά δυο φορές ρώτησε τον υπεύθυνο της Μ.Ε.Θ. αν η «φτωχιά» ασθενής ζει, ή αναχώρησε για τας αιωνίους μονάς.
«Φτωχιά» τρόπος του λέγειν, γιατί η άρρωστη ήταν κάτοχος μεγάλης έκτασης γης, που κληρονόμησε από τον μακαρίτη τον άντρα της, ο οποίος με τη σειρά του, την είχε αποκτήσει από τους παππούδες του από την εποχή που την αγόραζε κάποιος, μετρώντας τα όριά της με το πέταγμα μιας πέτρας! Αρχαίες ιστορίες σαν να λέμε… Και επειδή, ρωτώντας πας στην πόλη, έμαθαν ότι εκείνος που από την ίδια πιο πολύ ενδιαφερόταν για τις εδαφικές αυτές εκτάσεις, ήταν ο Δήμαρχος, ο εκλεγμένος τρεις φορές στον Μεγάλο Θώκο. Αυτός ήταν που φιλοδοξούσε να αποκτήσει η περιφέρειά του ένα Νοσοκομείο σ’ αυτή τη γη που έμενε ανεκμετάλλευτη. Είχε επανειλημμένως συζητήσει το θέμα με την ιδιοκτήτρια, η οποία πάντα του απαντούσε:
«Μη βιάζεσαι Δήμαρχε, όλα στην ώρα τους θα γίνουν».
«Ποια όλα, αγαπητή μου;», θα ήθελε να της πει. «Εσύ είσαι με το ένα πόδι στον τάφο, αλλά δεν το ξέρεις. Γιατί αν το ήξερες, ίσως να είχες κάνει το όνειρό μας πραγματικότητα. Σε ένα τμήμα της γης σου το Νοσοκομείο, που με την πώληση άλλου τμήματος της ιδιοκτησίας σου, θα βρίσκαμε το χρήμα για την ανέγερσή του. Αλλά εσύ η γριά, θαρρείς και θα ζεις αιώνια».
Αυτό ήταν που εξόργιζε τον τοπικό Άρχοντα, που βλέποντας το αδιέξοδο αποφάσισε να είναι και αυτός που θα έπαιρνε και τα ρίσκα της αφαίρεσης της ζωής της γηραιάς κυρίας, αφού ο Θεός κατά πώς φαίνεται, δεν το ‘χε καν σκοπό να την καλέσει κοντά του, την είχε ξεχάσει ή δεν είχε ανάγκη από την παρέα της στον ουρανό!!!
Κατά καιρούς είχε εξυφάνει διάφορους τρόπους εξόντωσής της, μα η κυρά Σμαρώ,
1ον) απέφυγε τον τραυματισμό ή και τον θάνατό της από την πτώση του απορριμματοφόρου στην αυλή της, την ώρα που την καθάριζε, γλυτώνοντας ως εκ θαύματος, όπως είπαν οι πάντες. Εμ, να πήγαινε και από το σκουπιδιάρικο μωρέ φίλε;
2ον) Μια άλλη φορά την γλύτωσε πάλι ως εκ θαύματος, όταν το μικρό της αυτοκίνητο απώλεσε τον έλεγχο λόγω βλάβης περίεργης στα φρένα και βούτηξε με τη μύτη στο λιμάνι, μένοντας να επιπλέει στο νερό, αν είστε Χριστιανοί, χωρίς να βουλιάζει. Την ανέσυραν χωρίς να έχει ούτε έναν μώλωπα, ούτε μία γρατζουνιά. Όποιου του μέλλεται να ζήσει… Και δεν ήταν μόνον το ότι σώθηκε, αλλά η ασφάλειά της, αντικατέστησε το σαραβαλάκι της με ένα άλλο ολοκαίνουριο, του κουτιού, της ίδιας μάρκας.
Ακολούθησαν και άλλες πολλές μικροαπόπειρες, χωρίς ποτέ κανείς να υποψιαστεί εγκληματική πρόθεση, αποδίδοντας τα περιστατικά αλλά κυρίως την σωτηρία της, στον καλό φύλακα άγγελό της. «ΕΠΤΑΨΥΧΗ», την έλεγαν οι συνδημότες της. «Σκατόψυχη», ο ευγενέστατος Δήμαρχος, ο οποίος είδε και απόειδε και πήρε πιο δραστικά μέτρα, μην έχοντας και εμπιστοσύνη στα τσιράκια του που άρχισαν και να τον ψιλοεκβιάζουν, μα και που δεν το προχωρούσαν και στις άκρες το πράγμα, αφού και οι ίδιοι είχαν λερωμένη τη φωλίτσα τους.
Πύκνωσε έτσι τις κατ’ ιδίαν επισκέψεις στο σπιτικό της κυρίας Σμαρώς, φέρνοντας πάντα μαζί του το κατιτίς του. Μια από τις φορές αυτές, ήταν αυτή με το κράνμπερι που διαβάσαμε στην αρχή.
Στο δωμάτιο του Νοσοκομείου πια, η ασθενής απολάμβανε το αγαπημένο της σίριαλ στην τηλεόραση μόνη, καθώς στο τρίκλινο τα άλλα δύο κρεβάτια ήταν κενά, όταν μια ασυνήθιστη κινητοποίηση γινόταν όλο και πιο έντονη.
«Τι έγινε βρε παιδιά; Μπας και ήρθε να μας επισκεφτεί ο Υπουργός Υγείας;», ρώτησε μια νοσοκόμα που σπάνια την έβλεπε, ακόμη και όταν την καλούσε στον θάλαμο για μια της ανάγκη και που τώρα ήταν στην θέση της και όλο ευγένειες.
«Ατιμούτσικο, όχι ο Υπουργός, μα ο Δήμαρχος της ωραίας μας πόλης ήρθε να μας δει γιατί πολύ μας αποθύμησε λέει… Κάνει επίσκεψη στους θαλάμους με τον παρατρεχάμενό του φορτωμένο με λογής λογής δροσερούς χυμούς για σας, τυχεροί…»
«Κοίτα, τι άλλο να ζητούσα η γυναίκα. Έναν χυμό κράνμπερι που κάνει καλό και στο ουροποιητικό μου πολύ θα τον ήθελα…»
«Τι γίνεται, λοιπόν, φιλενάδα; Μου έλειψες. Με συγχωρείς που τόσες μέρες δεν ήρθα να σε δω. Ήμουν πνιγμένος. Αλλά ρωτούσα για σένα, ξέρεις. Είδες λοιπόν τι σου είναι η άτιμη η ζωή; Τώρα στο Νοσοκομείο θα σου δόθηκε η ευκαιρία να σκεφτείς και την δωρεά σου και να μην λες όλο: έχουμε καιρό και έχουμε καιρό Δήμαρχε.»
«Αυτό ετοιμαζόμουνα και τώρα να σου πω.»
«Ε, ΟΧΙ που έχουμε καιρό βρε κυρά Σμαρώ, όχι που έχουμε. Εδώ, λίγο ακόμη και θα τα τίναζες τα πέταλα και ακόμη για καιρό που έχουμε μου μιλάς;»
«Α, για να σου πω Δήμαρχε, τι τρόπος είναι αυτός ο δικός σου; Επί τη ευκαιρία, να σε ενημερώσω ότι εδώ στο Νοσοκομείο έκανα και την διαθήκη μου που θα ανοιχτεί όταν αποφασίσω να πεθάνω. Τότε, άλλοι θα κλάψουν και άλλοι θα γελάσουν, όπως γίνεται συνήθως, άλλωστε, με το άνοιγμα των διαθηκών. Πάντως να σου πω, ότι εγώ έκανα το χρέος μου κατά πώς νόμιζα καλύτερα.»
«Μήτσο, δώσε αυτόν τον χυμό που έχω ξεχωριστά για τη φίλη μου, είναι αυτός που της αρέσει, κράνμπερι δεν είναι Σμαρώ; Πιες τον στην υγειά σου και την δική μου και ας ελπίζουμε ότι δεν μας κρύβεις δυσάρεστες εκπλήξεις με την διαθήκη σου».
«Για μια στιγμή Δήμαρχε. Κυρία Σμαρώ μπάστα, μην πίνεις, θα σου φέρω εγώ άλλον πιο φρέσκο. Αυτός του Δημάρχου φοβάμαι ότι δεν κάνει καλό στην υγεία.
Έρωτα, φίλε μου, για έλα εδώ, κάνε ένα από τα επείγοντα μαγικά σου σε τούτον εδώ τον προσφερόμενο χυμό του κυρίου Δημάρχου και συ αδερφή, κάλεσε τον Εισαγγελέα που είναι στο γραφείο του διευθυντού να έρθει να απολαύσει ένα θέαμα ανέλπιστο. Τρέξε και μην αργείς σού λέω».
Ο Δήμαρχος να έχει γίνει πιο άσπρος από τις άσπρες μπλούζες γιατρών και νοσοκόμων, έκανε να φύγει τάχα μου προσβεβλημένος από τα λόγια του Φίλιππου, μα στην πραγματικότητα τελείως πανικόβλητος. Τρεις μπρατσωμένοι σεκιουριτάδες έπιασαν ο εις εκ δεξιών, ο έτερος εξ ευωνύμων και ο τρίτος εκ των ποδών, τον αξιότιμο Άρχοντα, που μοίραζε εκτός των χυμών, τώρα και κλωτσιές, που όμως δεν έβρισκαν στόχο και τον ακινητοποίησαν.
«Βρε τον άθλιο τον φονιά, πόσο εύκολο τον έχει τον φόνο. Και τούτη τη φορά μόνον από εκδίκηση. Σκέψου πόσα εγκλήματα και μεταφορικά, έχει κάνει κατά των αντιπάλων του κατά την διάρκεια τόσων χρόνων στον ΔΗΜΑΡΧΕΙΑΚΟ ΘΩΚΟ.
Καιρός να ανοίξουν κάτι περίεργοι φάκελοι που σαπίζουν στις καλένδες.
Ε, μα πια…».
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Υπέροχο! Το κοινοποιώ!!!
Άγνωστε ανώνυμε ευχαριστώ.
Η Λένα μας σε όλο της το μεγαλείο!!!!!!!!!!!!!
Για άλλη μια φορά ξεπέρασες την Άγκαθα!!!!!!!!!
Nai μεν υπερβολές για τις οποίες όμως ευχαριστώ από καρδιάς