Σβήνει τη μηχανή από το αυτοκίνητο και για λίγα λεπτά μένει εκεί, ώσπου να καταλαγιάσει η σκόνη που σηκώθηκε από το πέρασμα του. Το σπιτάκι στην άκρη του χωριού, χωρίς ψυχή είκοσι χειμώνες τώρα, με το άρωμα της μοναξιάς να κάθεται επάνω του, περιμένει καρτερικά τον γλυκό Οκτώβρη που θα το επισκεφθεί. Κι εκείνη πιστή στο ραντεβού της είναι πάλι εκεί.
Παίρνει τηλέφωνο να ενημερώσει για την άφιξη της και απενεργοποιεί τη συσκευή, προκειμένου το ραντεβού αυτό να μην διακοπεί για κανένα λόγο. Το πιο πιστό ραντεβού της ζωής της. Το ραντεβού με τον εαυτό της. Από τότε, κάθε Οκτώβρη για λίγες μέρες είναι εκεί. Για να μη λησμονήσει, να αναθεωρήσει, να πάρει δύναμη, να σκεφτεί, να νιώσει. Για να τηρήσει την υπόσχεση.
Ένα χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη της και μια πνοή γαλήνης και ηρεμίας φυσά μέσα της. Κατεβαίνει και κατευθύνεται προς το σπίτι. Όλα μοιάζουν να την περιμένουν. Ένιωσε μάλιστα τον πλάτανο, που υψώνεται στο κέντρο της αυλής, να τη χαιρετά όταν άνοιξε το πορτάκι, με το ήσυχο θρόισμα των φύλλων του.
Μπήκε στο σπίτι βιαστική και για λίγο βάλθηκε να τακτοποιεί το χώρο, ώστε να κάνει την σύντομη παραμονή της στο χωριό όσο γίνεται πιο απολαυστική. Άνοιξε διάπλατα τα παντζούρια και τα παράθυρα ώστε να γεμίσει το σπίτι με το πιο καθαρό και ήρεμο φως, αυτό του φθινοπώρου. Έτσι της έλεγε ο παππούς σαν ήταν κοριτσάκι. Το φθινόπωρο ήταν η αγαπημένη του εποχή. Κι εκείνο το φως του… μπορούσε να κάθεται ώρες να χαζεύει από το παράθυρο του τη μικρή αυλή, λουσμένη από αυτό το φως. Ένα φως μειλίχιο και αγνό. Το φθινόπωρο, έλεγε ο παππούς, είναι η αγαπημένη εποχή των τρυφερών ανθρώπων. Των ανθρώπων που έψαξαν στη ζωή και βρήκαν. Που έδωσαν και πήραν. Που δεν έχουν παράπονα.
Ο παππούς έμεινε στο σπίτι αυτό όλη του τη ζωή. Μόνος ήταν για πάνω από δεκαπέντε χρόνια και τη μοναξιά αυτή διέλυσε μεμιάς η δική της εγκατάσταση εκεί, στα τέσσερα της χρόνια, όταν έχασε τον πατέρα της. Η μητέρα της ναυαγισμένη στα δάκρυα, γύρισε στο χωριό.
Καμιά φορά όταν αναλογίζεται τα γεγονότα νιώθει ενοχές… γιατί δε θα άλλαζε με τίποτα στον κόσμο τον παππού, το σπίτι στο χωριό και τη ζωή της εκεί. Σαν η απώλεια εκείνη να ήταν το ακριβό νόμισμα που έπρεπε να πληρώσει στη μοίρα ώστε αυτή να της χαρίσει τον κόσμο που έζησε.
Έναν κόσμο με ιστορίες μαγικές, με ατελείωτους περιπάτους, με συζήτηση. Έναν κόσμο που έφτιαξε ο παππούς για ν ‘ανθίσει εκείνη μέσα του.
Ο παππούς ήταν όλη της η ζωή. Όλο το πνεύμα και η αλήθεια της ζωής χωρούσε μέσα σε μια του λέξη – αγάπη – . Εκείνος την έμαθε ν’ αγαπά την αυλή και τα λουλούδια της. Να τα σέβεται. Την έμαθε να τα βλέπει από κοντά, να τα παρατηρεί. Να εξερευνεί τα μοναδικά τους χρώματα…Όλη η αυλή γεμάτη μαργαρίτες… κι όμως κάθε μια τόσο διαφορετική. Ο παππούς την έβαζε να περιγράψει τα ιδιαίτερα χρώματα που είχαν στο τελείωμα των πετάλων τους. Ίσα που μπορούσες να τα διακρίνεις. Κι έτσι έμαθε στην πορεία να παρατηρεί τους ανθρώπους. Να βρίσκει τις ιδιαιτερότητες τους. Αυτό που τους κάνει ξεχωριστούς. Γιατί μόνο έτσι μπορείς να τους αγαπήσεις. Είναι όλοι φοβητσιάρηδες και κρύβονται πίσω από τον τεράστιο καλοσχηματισμένο τους εγωισμό. Μα αν ξεσκεπάσεις την ψυχούλα τους, θα δεις πόσο διψασμένοι είναι όλοι για αγάπη. Αν τους χαϊδέψεις λίγο και δεν τους τρομάξεις, αν είσαι ευγενικός μαζί τους, κάτι αλλάζει. Φωτίζεται το πρόσωπό τους. Σε βλέπουν στα μάτια.
“Και μη ρωτήσεις ποτέ Γιατί” της έλεγε. Την απάντηση την ήξερε. Γιατί κάθε φορά που πλησιάζεις την ψυχή κάποιου χαμογελά και η δική σου… και το χαμόγελο αυτό δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να το κερδίσεις.
Αν δεν ήταν ο παππούς δε θα είχε μάθει πως το ήθος και η εντιμότητα απέναντι στον εαυτό σου είναι αυτό που σε κάνει να πορεύεσαι σταθερά στη ζωή. Δε θα είχε μάθει πως ο πιο γλυκός ύπνος είναι με το μαξιλάρι της καθαρής συνείδησης….Δε θα είχε μάθει πόσο υπέροχο είναι να μαγειρεύεις για τους ανθρώπους που αγαπάς και να έχεις το σπίτι σου ανοιχτό σ’ αυτούς. Θα έχανε το μισό μεγαλείο της ζωής αν ο παππούς δεν της είχε μάθει να εκτιμά τα μικρά θαύματα της φύσης.
Εκεί στη μικρή τους αυλή. Εκεί έμαθε πως οι αποσκευές που χρειάζεται για δικό της ταξίδι βρίσκονται βοτρυδόν μέσα της. Έμαθε να συγχωρεί και να ξεχνά. Να στρέφει το βλέμμα της εκεί που θέλει να δει. Να γεμίζει τα δωμάτια της ψυχής της με ανθρώπους, συναισθήματα, με ό,τι έχει ζωή. Γιατί όλα τ’ άλλα είναι απλώς ταφικά κτερίσματα. Έμαθε να κλείνει τ’ αυτιά της όταν οι υλακές του κόσμου την τρομάζουν και να επιτίθεται θρασυκάρδια όταν πλήγεται η αξιοπρέπεια της.
Μια ζωή με θεμέλιο την ψυχή του παππού.
Κι ήταν μια ηλιόλουστη Παρασκευή του Οκτώβρη που την πήρε τηλέφωνο η μαμά να της πει πως ο παππούς δεν αισθανόταν πολύ καλά. Μια ανεπαίσθητη ανησυχία την πίεσε στο στομάχι. Φτάνοντας στο σπίτι βρήκε τη μαμά στο πλατύσκαλο να κλαίει. Τα μάτια της αμέσως θόλωσαν. Σαν ένα ολόκληρο σύννεφο να στριμώχτηκε μέσα τους και δεν την άφηνε να δει. Ο ήχος χάθηκε. Ο αέρας λιγόστεψε κι ένιωσε ένα τρομερό κάψιμο στο στήθος. Έφτασε στο σαλόνι. Το σώμα του παππού στην πολυθρόνα, με το πρόσωπο στραμμένο στο παράθυρο.
Για μια στιγμή ένιωσε έκθετη στη ζωή. Για μία και μοναδική στιγμή.
Δεν έκλαψε. Ήταν έτοιμη από καιρό. Κι ο παππούς το ίδιο. Έμοιαζε μάλιστα τον τελευταίο καιρό να το αποζητά.
Γύρισε κι εκείνη το βλέμμα στο παράθυρο και σα ν’ άρχισαν ξανά ν’ ακούγονται οι ήχοι της αυλής. Κάπου ανάμεσα στο αεράκι που έπαιζε με τα φύλλα ακουγόταν το κλάμα της μαμάς και τότε καθώς ο ήλιος έσκυψε στο απομεσήμερο, λίγο φως μπήκε και τρεμόπαιξε στα χέρια του. Φθινόπωρο. Ήταν σίγουρη πως εκείνος διάλεξε τη στιγμή!
Θαρρείς και το φως που τρύπωσε, η λεπτή αυτή αχτίδα κουβαλούσε μέσα της τη χρυσόσκονη όλης της πλάσης για να τον χαιρετήσει και της ψιθύρισε:
“Μη χάσεις το δρόμο. Μη μπερδευτείς. Με κάθε τρόπο μέσα σου, κράτα τον παππού ζωντανό.”
_
γράφει Ελένη Αρρενοπούλου
“Θαρρείς και το φως που τρύπωσε, η λεπτή αυτή αχτίδα κουβαλούσε μέσα της τη χρυσόσκονη όλης της πλάσης για να τον χαιρετήσει και της ψιθύρισε:
“Μη χάσεις το δρόμο. Μη μπερδευτείς. Με κάθε τρόπο μέσα σου, κράτα τον παππού ζωντανό.”
Τι όμορφο! Τι πολύ τρυφερό και πολύ όμορφο!
Με συγκίνησες, φίλη μου Ελένη, μπράβο σου!
Πολύ γλυκός ο φθινοπωρινός σας παππούς…όμορφο κείμενο!
Συγκινητικό,γεμάτο ευαισθησία και ευγνωμοσύνη!
Πολυ ομορφο..διαβαζοντας το.. ειχα στα ματια μου την εικονα του δικου μου παππου…. Πολυ ομορφες εικονες…
Πολύ καμαρώνω φίλη μου… με συγκίνησες πολύ. Τα λόγια σου σχηματίζουν στο μυαλό μου τις εικόνες γεμάτες χρώμα, ολοζώντανες σαν τα πινέλα μας στον καμβά. Τυχαίο? Περιμένω τις επόμενες σκεψεις σου….
Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια… καθώς και το βιβλίο.net. που μας χάρισε την ευκαιρία να μοιραστούμε σκέψεις, εικόνες, λόγια..
“Γιατί κάθε φορά που πλησιάζεις την ψυχή κάποιου χαμογελά και η δική σου…”, “Δε θα είχε μάθει πως ο πιο γλυκός ύπνος είναι με το μαξιλάρι της καθαρής συνείδησης….” Έχω μείνει άφωνος. Ελένη Χίλια μπράβο. Δεν έχω λόγια. Για αυτό παρέθεσα κάποια δικά σου….
Ευχαριστώ πολύ Αλέξη..