Κρέων βασιλεύς τω Τειρεσία χαίρειν,
Σου φαίνεται παράξενο το ότι πήρα την απόφαση να σου γράψω. Δεν θα διαβάσεις βέβαια συ ο ίδιος αυτήν την επιστολή – εκτός βέβαια και αν η σύγχρονη ιατρική κατάφερε επιτέλους να θεραπεύσει τα μάτια σου. Σε βλέπω όμως – τώρα που γράφω αυτές τις λέξεις – να μορφάζεις και να απορείς. Μπορεί και να σε ακούω να ρωτάς με δυσπιστία: «Γράφει σε εμένα αυτός; Θεοί, πώς είναι δυνατό;»
Αλλά αφού όπως λες είσαι πράγματι μάντης, τότε – τι λέω – μήτε ρωτάς, μήτε μορφάζεις. Μέσα στα σκοτάδια σου με βλέπεις εδώ πέρα που σου γράφω. Και αν βλέπεις, τότε σίγουρα διαβάζεις. Και ίσως να ήξερες και από πριν όσα τώρα που σκέφτομαι σου γράφω. Όπως και να έχει όμως, αυτό που άρχισα θα το τελειώσω…!
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που σε συνάντησα. Ίσως να είναι από τότε που πρόσταξα τον εγκλεισμό αυτής της απείθαρχης της Αντιγόνης και έμεινα στο τέλος μόνος μες στη Θήβα. Αλλά τί να σου μιλώ για αυτά που ξέρεις; Η Θήβα δεν είναι πια η ίδια. Τα ανάκτορα και η Κάδμεια απέμειναν μουσείο κι εγώ διωγμένος από τους δημοκράτες είμαι πια συνταξιούχος.
Ζω ανάμεσα σε αγνώστους που προσποιούνται πως δε ξέρουν ποιος είμαι, μα με καλοδέχονται σαν συστηθώ σαν παλαίμαχος γιατρός ή γέρος δικηγόρος. Περνάω ώρες διαβάζοντας ό,τι πέσει στα χέρια μου. «Και θα επιμείνω, ότι κανείς καλλίτερά μου δεν γνωρίζει Πατέρας ή Γραφάς, ή τους Κανόνας των Συνόδων». Τόσοι και τόσοι αιώνες που περάσανε έχουν αφήσει άπειρα γραμμένα. Δεν θα σε κουράσω άλλο με αυτά. Κατά βάθος ξέρεις πως σε ό,τι έλεγα είχα δίκιο.
«οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος
κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις
πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων·
τόδ᾽ ἐκδιδάσκει καὶ παραλλάσσει φρένας
χρηστὰς πρὸς αἰσχρὰ πράγματ᾽ ἵστασθαι βροτῶν·
πανουργίας δ᾽ ἔδειξεν ἀνθρώποις ἔχειν
καὶ παντὸς ἔργου δυσσέβειαν εἰδέναι».
Το ήξερες… Δεν μπορεί να μην το ήξερες. Δεν πάτησα ποτέ τον θείο νόμο. Προσπάθησα να δαμάσω, όσο ήταν καιρός, τους ανθρώπους. Και τώρα πες μου!... Τί κατάλαβες με το να με εμποδίζεις; Άκουσες άραγε ειδήσεις ή εφησυχάζεις εκεί στην ερημιά σου. Τους θεούς σου πια δεν τους προσκυνάνε. Και σε αυτό κάνουν καλά γιατί πρώτος εσύ ξέρεις ότι ήταν λάθος. Χώνεψε το: Θεοί κατ΄ εικόνα των ανθρώπων δεν υπάρχουν. Έκανες λάθος τη σειρά. Εμείς είμαστε κατ’ εικόνα του Θεού. «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» και μετά είμαστε εμείς. Και μη μου αρχίσεις τώρα με νεολογισμούς και Νίτσε. Δεν πεθαίνουν οι Θεοί έτσι απλά.
οὔτ’ ἂν σιωπήσαιμι τὴν ἄτην ὁρῶν
στείχουσαν ἀστοῖς ἀντὶ τῆς σωτηρίας,
οὔτ’ ἂν φίλον ποτ’ ἄνδρα δυσμενῆ χθονὸς
θείμην ἐμαυτῷ, τοῦτο γιγνώσκων ὅτι
ἥδ’ ἐστὶν ἡ σῴζουσα καὶ ταύτης ἔπι
πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους ποιούμεθα.
Και μη μου λες ότι προασπίζεσαι το αυτεξούσιον του ανθρώπου. Μη μιλάς έτσι αστόχαστα για ελευθερίες. Πρόσεχε γιατί από την εποχή του Σολωμού η Ελευθερία οπλοφορεί και δεν τη γνωρίζεις με αυτές τις φιλοσοφίες παρά με την «κόψη την σπαθιού την τρομερή»… Σε τί σας πείραξα; Ονομάζετε βασιλιά σας αυτόν τον αθυρόστομο τον Λάιο και έπειτα καυχιόσασταν για τα εγγόνια του τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, που λίγο έλειψε να ισοπεδώσουν την πόλη παίζοντας στρατιωτάκια… «Ανόητοι και μωροί». Δεν με δεχθήκατε για βασιλιά! Μονάχα στρατηγό με αποκαλούσατε και αυτό με μίσος….! Με αναγκάσατε πληρωμένοι από τους ολιγαρχικούς να συγκρουστώ με τον ίδιο μου το γιο χάνοντας έτσι σίγουρο στήριγμα της δυναστείας και άξιο στήριγμα της πόλης. Μιλάω για τον Αίμονα. Και μη μιλήσω για τον Μενοικέα γιατί κι εσύ και η Πυθεία γίνατε συνεργοί των εχθρών τής πατρίου πολιτείας και τον στείλατε να πεθάνει δήθεν για τις τιμές, δήθεν για το καλό της πόλης…
Και πού είναι τώρα οι τιμές; Ξέρω, θα σε συντρέξει ο φίλος σου ο Καβάφης με εκείνο το «τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες»… Αλλά δεν περνάνε αυτά σε εμάς. Και μη μου πεις ότι κάνω κήρυγμα και αραδιάζω ρητορείες. Εδώ σε θέλω! «Το θέμα είναι τώρα τι λες» και μη μου πεις πως ήταν ζήτημα ποιητικής οικονομίας. Δεν φταίνε οι στίχοι γιατί έχει γραφτεί και αυτό «Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα».
Αλλά εδώ θα πάψω «πριν οργής καμέ μεστώσαι λέγων»
Και μην οργίζεσαι. Είναι που τα χρόνια έχουν περάσει. Και «όσο πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν» νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις. «Να τα πεις όλα και να τα πεις τώρα», που λέει και ο Ιωάννου.
Αλήθεια, πες μου τα νέα σου. Ψάχνεις ακόμα το πέταγμα των πουλιών και εξετάζεις τα εντόσθια των ζώων του δάσους; Αν θες τη συμβουλή μου, άκουσε την. Σε τίποτα δεν θα σε ωφελήσουν πια όλα αυτά. Αν θες να είσαι σοφός, αν θες ψυλλιαστείς «τα προσιόντα», μα κυρίως αν θες να καταλάβεις τα παρόντα, προφήτευσε πάνω στον πέρασμα των αεροπλάνων. Πόσοι φεύγουν, πού πηγαίνουν. Πόση ζημιά κάνουν αυτά τα θεριά στα δάση και στα «κράτιστα έπαυλα της γαίας». Και μην εξετάζεις πια τα ζώα. Ας τα να ζήσουν. Το λέει και ο Ντοστογιέφσκι πως είναι αθώα και σε τίποτα δεν μας φταίνε. Άρχισε να ανατέμνεις τα βιβλία και - αν αντέχεις – τα σκουπίδια. Ναι, τα σκουπίδια. Μην απορείς! Εκεί θα βρεις τα σπλάχνα του άριστου μας μέτρου ανάμεσα σε χαρτοσακούλες, αποδείξεις, ζωοτροφές και εκπτωτικά κουπόνια.
Αυτά σου παραγγέλνω. Θα χαρώ πολύ, αν πάρω απάντηση σου. Να ξέρεις δεν είμαι πια αυτός που ήμουν. Δεν θα σκίσω την επιστολή σου. Θα της δώσω όσο χώρο θέλει στο γραφείο μου. Και θα συζητάω μαζί της ακούγοντας πάνω από το σπίτι μου να περνούν αεροπλάνα. Ποιος ξέρει; Ίσως να καταλάβουμε κι εσύ και εγώ τι θέλει να μας πει το πέρασμα τους…!
Υγίαινε!
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Κάθε φορά και ένα καλύτερο γραπτό! Συγχαρητήρια !
Μαρία Καρίβαλη
Μας εντυπωσιάζεις συνεχώς….
Μοναδικό το κείμενό σας!!
Συγχαρητήρια!!!