Πήρα μια μέρα μήνυμα, μετά σαράντα χρόνια,
όταν πια στο κεφάλι μου πασπάλιζαν τα χιόνια,
το έστειλαν μαθήτριες που ‘χα πρωτοδιδάξει
και τους συμπεριφέρθηκα μη βρέξει και μη στάξει
θα είχε, λέει, αντάμωμα η παινεμένη τάξη,
τους άνδρες δεν τους έφεραν, τους είχαν απαλλάξει.
Βάλσαμο ήταν η βραδιά, ήμουν ευτυχισμένος,
με όλα τα κοσμητικά επίθετα λουσμένος,
είπαν για την αγάπη μου και για την καλοσύνη,
νοσταλγικά θυμήθηκαν την εποχή εκείνη
και πάντα όταν ήτανε πολύ βασανισμένα,
τη σκέψη πίσω γύριζαν, θυμόταν και εμένα.
Έλα να σε φιλήσουμε και συ να μας φιλήσεις,
σου τα χρωστάμε τα φιλιά και θα ξεχρεωθούμε,
θέλουμε πάλι δάσκαλε να μας ξαναμιλήσεις
τα χρόνια μας τα όμορφα να ξαναθυμηθούμε.
Έβγαλα το καπέλο μου, φάνηκε η χωρίστρα
φάνηκαν τα άσπρα μου μαλλιά τα καλοχτενισμένα,
άκουσα μια γλυκιά φωνή “θα γίνω αντροχωρίστρα,
θα βγάλω κι από μέσα μου κι όλα τ’ απωθημένα”.
Μικρός ήταν ο λόγος μου, χωρίς περικοκλάδες,
ήταν όμως και έπαινος για τις καλές κυράδες,
“όμορφες, όπως πάντοτε, χαίρομαι που σας βλέπω,
σας αγαπώ πάρα πολύ, μεσ’ την καρδιά σάς έχω.
Το γλέντι ας αρχίσουμε, να ξαναθυμηθούμε
εκείνα τα Χριστούγεννα, τα χιλιονειρεμένα,
να γίνουμε πάλι παιδιά, όπως πάντα ποθούμε,
θέλω μάτια χαρούμενα κι όχι μάτια θλιμμένα.”
Με γέλιο και με δάκρυ το γλέντι το χορτάσαμε,
το φθονερό το χρόνο λίγο τον ξεγελάσαμε,
η άλλη μέρα θ’ άρχιζε με βάσανα και πάλι
κι ήταν για όλους δύσκολη η ζωή κι η βιοπάλη.
Γέρος εγώ, γριές κι αυτές, μείναν οι αναμνήσεις,
σε λίγα χρόνια θα ‘μαστε πράγματα πεταμένα,
πολλές φορές στον ύπνο μου βλέπω πως λύνω ασκήσεις
στα όμορφα κι υπέροχα παιδιά τα ονειρεμένα.
Άλλες μανάδες ήτανε κι άλλες ήταν γιαγιάδες,
του άντρα τους τον έρωτα τον είχαν πια μπουχτίσει
με τα υπονοούμενα έλεγαν μαντινάδες,
καμιά δεν είχε διάθεση να τα παρεξηγήσει.
Μόλις το γλέντι ανέβηκε και έφτιαξαν κεφάλι,
με τρόπο λίγο τολμηρό πείραζε η μια την άλλη,
σηκώθηκε πανέμορφη κυρία η Πανωραία,
έπεσε χειροκρότημα απ΄ την καλή παρέα,
μου είπε να διηγηθώ τότε τι είχα πάθει
κι αφηρημένος ήμουνα κι έκανα τόσα λάθη.
“Δάσκαλε, όπως σ’ έβλεπα σ’ εκείνο εκεί το χάλι
ήθελα των υπαίτιων να σπάσω το κεφάλι”.
Το μυστικό το ξέραμε, το είχε ξεφουρνίσει
η νεοκόρισσα, αφού τ’ αυτί της είχε στήσει,
στην παπαδιά κι αυτόματα μέσα σε μία μέρα,
το νέο διαδόθηκε στην πόλη, πέρα ως πέρα.
Τώρα δεν είχε νόημα καμιά λογοκρισία
και κάθε στείρα άρνηση ήταν υποκρισία,
διέκρινα στα μάτια τους παράξενη γυαλάδα,
είχε φουντώσει για καλά του έρωτα η δάδα.
Όλα έχουν παραγραφεί, λέει μια Δικαστίνα,
μ’ ένα φουλάρι στο λαιμό, κόμμωση πολύ φίνα,
να πεις τις λεπτομέρειες, καθόλου δεν πειράζει,
κι ευθύς οι περιφέρειες κουνήθηκαν με νάζι.
Σε στίχους θα ακούσετε γι’ αυτά που θα μιλήσω,
είναι πολύ πικάντικα, μπορεί να σκανδαλίσω,
φοβούμαι τους υποκριτές, τους ηθικούς καθόλου,
γιατί οι πρώτοι θα μου πουν πως είμαι του διαόλου,
όταν στον κόσμο μέσα ζεις και το κρασί νερώνεις
και την ελαστικότητα στους άλλους φανερώνεις.
Αν έχετε εσώρουχο δεύτερο, να αρχίσω,
φοβάμαι ατυχήματα, αλλιώς να σταματήσω,
έγινε μέγα σούσουρο, με δάκρυα γελούσαν,
τα πρωτοβρόχια άρχισαν, μαζί μου συμφωνούσαν.
Λέγε, προχώρα δάσκαλε, γιατί δεν μας λυπάσαι,
άμα βραχείς απ’ τη βροχή, καθόλου δεν φοβάσαι.
Άρχισα τη διήγηση με στόμφο και με ύφος,
δεν ακουγόταν ψίθυρος, ούτε ανάσας ήχος,
κάποιο αχνό χαμόγελο στα χείλη μαρτυρούσε,
πως γέλιο ασυγκράτητο και πάλι θα ξεσπούσε.
Θυμάστε τον Διευθυντή, εκείνον τον ωραίο,
που στο σχολείο έφερε πλήρη Δημοκρατία,
αγόρασε και καναπέ να κάθονται οι Δασκάλες,
κι έπαψαν τα μαλώματα, που έφερναν ψιχάλες;
τον επισκέπτονταν συχνά μια όμορφη κυρία,
για μένα αυτό το γεγονός υπήρξε και μοιραίο.
Το κάστρο της αντίστασης ήταν καλά κλεισμένο,
μα, δυστυχώς, μ’ εκρηκτικά ήταν παγιδευμένο
και μία σπίθα ικανή ήταν φωτιά ν’ ανάψει
και στον αέρα, μονομιάς, τα πάντα να τινάξει.
Το είπε ο μέγας Σοφοκλής κι είναι να μη σου λάχει,
ανίκητος ο έρωτας είναι σε κάθε μάχη
και με αυτόν αντίπαλο θα ηττηθείς εν τάχει,
πολύ καλά το ξέρουμε, φώναξαν μ’ ένα στόμα,
μας φούντωσε κι εδώ φωτιές για μια φορά ακόμα
και σου το λέμε, δάσκαλε, όλες ερωτευμένες,
ήμασταν οι μαθήτριες μαζί σου οι καημένες.
Όλα κυλούσαν όμορφα μέχρι που κάτι είδα,
που μ’ αναστάτωσε πολύ, με έκανε κοτσίδα,
από φαρέτρες μυστικές, βέλη φαρμακωμένα,
μιλιούνια εκτοξεύτηκαν και λάβωσαν εμένα,
φωτιά και λάβρα μ’ έζωσε, κόλαση φλογοβόλου
κι άκουγα μέσα μου φωνή: είναι έργο του διαβόλου.
Το βαθμολόγιο μαθητών ξέχασα στο σχολείο,
φοβούμενος απώλεια έτρεξα στο γραφείο,
ήταν, θυμούμαι καθαρά, απόγευμα, Σαββάτο,
βλέπω την πόρτα ανοιχτή, τον καναπέ γιομάτο,
κοιτάζω πιο προσεκτικά, ο καναπές κουνιόταν,
γαζέλα αναστέναζε και λέοντας βρυχιόταν.
Τραγούδι Ηπειρώτικο μου ‘ρθε να τραγουδήσω
τους δυο αναστενάρηδες να τους παρηγορήσω,
ακώ τον άνεμο που ηχά και τις οξιές βουίζουν,
πετιούνται έξω οι βολβοί, τα μάτια αλληθωρίζουν.
Είδα δυο πόδια σηκωτά και δυο γονατισμένα,
στη μέση ένα ξεσκούφωτο με μούτρα πυρωμένα,
στην άκρη ήταν πηγαδιού πανέτοιμος να πέσει,
φαίνεται θα κατέβαινε να πάει να βρει το φέσι.
Έμοιαζε τον Πολύφημο, προτού του βγει το μάτι,
να κουβαλάει δεξιά ζερβά δυο σφαιρικά λιθάρια,
μ’ αυτά να κλείσει τη σπηλιά ν’ αρχίσει το ραχάτι,
πίνοντας το γλυκό κρασί απ’ τα καλά πιθάρια.
Πανάξιε, περήφανε, περίφημε Πολύφημε,
όταν στη σπηλιά σου μπαίνεις, πάντα μοιάζεις με ατσάλι,
όταν όμως έξω βγαίνεις, είσαι ένα μαύρο χάλι.
Μ’ έπιασε κρίση πανικού, οίστρος ακολασίας
με τσίμπησε και ζήτησα δροσιά και νηνεμία,
χίλιες μετάνοιες έβαλα, μα επί της ουσίας,
δεν βρήκα, από τότε, ανακούφιση καμία,
πώς να κρατήσεις εντολή απ’ τους πνευματικούς σου,
“φύλαξε την αγνότητα, όπως τους οφθαλμούς σου”.
Συμμετρικές παραβολές μού φάνηκε πως είδα,
ως προς τον άξονα των ψι όμοια η μια μ’ αψίδα,
στα θετικά τον τέμνει η μια, στα αρνητικά η άλλη,
και μεταξύ τους τέμνονται σε δυο σημεία πάλι.
Ξίφος θωρώ, Ρωμαϊκό, μπαινόβγαινε στη θήκη,
που λέει κι ο καθηγητής απ’ τη Θεσσαλονίκη,
ο Σάββας ο Αλέξανδρος, ο μέγας ανατόμος,
που ήταν για τους φοιτητές ο φόβος και ο τρόμος.
Πήραν φωτιά τα μέσα μου, άναψαν τα μπατζάκια,
λες και φούντωσαν γύρω μου σαράντα πέντε τζάκια,
έτριψα το κεφάλι μου κι όλο το πρόσωπό μου,
τίποτε δεν βοήθησε να βρω τον εαυτό μου.
Μία εικόνα πως αξίζει, λένε, χίλιες λέξεις,
για μένα ήτανε σεισμός, ήταν κατολισθήσεις,
πήγα ξομολογήθηκα, μου είπε ο Παπαλέξης
τρέχα παντρέψου σύντομα, μην ψάχνεις άλλες λύσεις.
Μάταια αναζήτησα την ηρεμία να ‘βρω
η θύμηση της μ’ έκανε αγριεμένο ταύρο,
εκείνη η πρωτόγνωρη η μαγική στιγμή,
ανατριχίλα μ’ έφερνε σε όλο το κορμί.
Κάτι όμως δε μ’ άρεσε, μ’ έζωσαν φίδια μαύρα
κυκλοφορούσε η παπαδιά όλο φωτιά και λαύρα,
μπορεί από περιέργεια αφτί να έχει στήσει,
δύσκολο είναι μυστικό γυναίκα να κρατήσει.
Καλόγερος σχεδίαζα να πάω στ’ Άγιο Όρος,
μου άλλαξε την πλεύση μου έρωτας, o πυρφόρος.
Βλέπω το μαγαζάτορα, κρατούσε την κοιλιά του,
αλλά σε λίγο άλλαξε, μαδούσε τα μαλλιά του
φύγαν τραπεζομάντιλα, έγιναν σαματάδες,
ποτήρια κάτω έπεσαν, έσπασαν μαστραπάδες
έγιναν όλες έξαλλες, έκαναν σαν μαινάδες,
τα πονηρά τετράστιχα τα κάναν μαντινάδες
ήταν το πανδαιμόνιο τόσο πολύ μεγάλο,
που δεν θυμούμαι όμοιο να έχω ζήσει άλλο.
Σεμνοτυφίες και ντροπές στην άκρη πήγαν όλα,
λες και συναγωνίζονταν, ποια πρώτη θ’ αποδείξει
πως είχαν γράψει πια αυτά στου παπουτσιού τη σόλα,
τη λευτεριά της ήθελε η κάθε μια να δείξει.
Δεν γλύτωσαν το βρέξιμο, το λέγαν και γελούσαν,
που χάρηκαν τόση χαρά, πολύ με ευχαριστούσαν.
Ήταν και η Ελένη εκεί, της ξέφυγε ένα δάκρυ,
“ξέχασε ό,τι έγινε, άφησέ το στην άκρη”,
τη σήκωσα κι ένα ταγκό χορέψαμε ωραίο,
που θα μπορούσε άλλοτε να ήταν και μοιραίο.
Στον ώμο μου ακούμπησε πανέμορφο κεφάλι,
κι έβγαλε αναστεναγμό σα νάταν κοριτσάκι,
“κράτα την ψυχραιμία σου, είπα, φίλε Μιχάλη,
κυκλοφορούν εμφράγματα, θα βγεις με καροτσάκι”.
Καμία δεν τον γνώριζε τον έρωτα μου εκείνο,
σαφώς ήταν πλατωνικός, ήταν και αμοιβαίος,
αλλά ανικανοποίητος κι ας ήταν και σπουδαίος
χοροπηδούσαν οι καρδιές, έπαιζαν τραμπολίνο,
οι άλλες, καθώς χόρευε, περνούσαν, τη σκουντούσαν
σε περιμένει ο στρατηγός, την προειδοποιούσαν.
Μελωδικά τραγούδησα για κείνες, τις μελάτες,
“αφήνω γεια στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες”
κι αυτό που λέει για πουλιά, κορμιά κυπαρισσένια,
γι’ άσπρους λαιμούς και κρύα μου βρύση μαλαματένια.
Στο νου μου ήρθε η σκληρή ειδοποίηση και πάλι,
χαιρέκακη, ανάλγητη, μου ‘φερε παραζάλη,
“καθώς περνάει ο καιρός σάς κόβει σαν σαλάμι
σε λίγο θα περάσετε του Άδη το ποτάμι.”
Αυτών των αναμνήσεων η κρυσταλλοπηγή μας,
αμόλυντη και διάφανη πάντα θα μας δροσίζει,
κι όταν τα χίλια βάσανα θ’ ανοίγουν την πληγή μας,
της θεραπείας φάρμακο αυτή θα μας χαρίζει.
Όλα τέλειωσαν όμορφα, χωρίς παρεξηγήσεις,
πάντοτε ήμουν ηθικός, σεβόμουν τους ανθρώπους,
ποτέ μου δεν ενέδωσα κι είχα πολλές προκλήσεις,
την προσβολή απέφευγα με χίλιους δύο τρόπους.
Έφευγα, δάκρυα έτρεχαν, πονούσαν οι ψυχές μας,
κόμπος από συγκίνηση έκοβε τις φωνές μας
και από τότε κι ύστερα μες το μυαλό μου τρέχει
“κι ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει”.
_
γράφει ο Μιχάλης Δημητρίου
0 Σχόλια