Λεων(ίδας), ο τελευταίος

wine_love

Να ‘μαι λοιπόν στο τρόλεϊ για Κυψέλη. Η ώρα 10 και 34 πρώτα. Πάω Φωκίωνος να δω ένα φιλαράκι απ’ τα παλιά. Ένα γεροξεκούτη μπαγάσα που μόλις χώρισε. Το τρόλεϊ τίγκα στη δυστυχία, εγχώρια και αλλοδαπή. Στριμώχνομαι με την πλάτη στην πόρτα, όχι τόσο γιατί φοβάμαι μη με χουφτώσουν, όσο να μη μου ξαφρίσουν το πορτοφόλι με τα ευρώπουλα. Μια στάση πριν την πλατεία ανεβαίνει ένας χλεχλές μ’ ένα πέτσινο τσαντάκι και μου λέει:
-Το εισιτήριό σου.
-Τι λες ρε μάγκα; του λέω. Μου κόστισε ένα και σαράντα. Για δε ζητάς από κάποιον άλλον. Το τρόλεϊ είναι γεμάτο. -Είμαι ο ελεγκτής μού λέει με τουπέ.
Εντάξει. Αυτός που κάθεται αραχτός σε μια πολυθρόνα του δημοσίου, δικαιολογείται να έχει και λίγο τουπέ. Αλλά ετούτος που ξημεροβραδιάζεται στο ποδαρόδρομο και την ορθοστασία, γιατί;
-Κι εγώ είμαι κύριος, του αντιλέγω. Αν θες εισιτήριο πρέπει να το ζητήσεις με τρόπο μπιούτιφουλ.
– Το εισιτήριό σας κύριε, επιμένει αυτός.
– Ορίστε, κολλαριστό κι ολοκαίνουργιο.
Το κοιτάζει από δω, το κοιτάζει κι από κει…
-Δεν είναι χτυπημένο. Γιατί δεν το χτυπήσατε κύριε; μου τη λέει στο ειρωνικό.
-Από ευγένεια, του απαντάω σε ύφος αντάξιο. Επίσης δεν χτυπώ γυναίκες και παιδιά.
Το ακροατήριο του τρόλεϊ, παρά τη δυστυχία του, το γλεντάει χαχανίζοντας. Ο τσαντάκιας υποφέρει, αλλά δεν το βάζει κάτω.
-Θα πληρώσετε πρόστιμο. Αν δεν έχετε θα πάμε στο τμήμα, βρυχάται και βγάζει το μπλοκάκι του.
Στο μεταξύ φτάσαμε στη πλατεία. Ανοίγουν οι πόρτες κι αδειάζει το τρόλεϊ. Η πελατεία του, έκανε φτερά.
-Πώς λέγεστε κύριε; ρωτάει χαιρέκακα.
-Λεων(ίδας) ο τελευταίος, του λέω και του δίνω το χτυπημένο μου εισιτήριο.

Αριβάρω με 10 πρώτα καθυστέρηση. Ο Σταύρος είναι ήδη τοποθετημένος στη μπάρα. Προωθούμαι δίπλα του και του ξηγιέμαι τη φάση με τον ελεγκτή. Γελάμε. Ο μπάρμαν, καθότι πελάτες, μας πασάρει τα καθιερωμένα: Τζι- μπι διπλό ον δι ροκς για την αφεντιά μου και Τζόνυ με άνευ για το Σταύρο.
-Πάμε καλύτερα έξω, του λέω.
-Γιατί; Δεν τη βρίσκεις εδώ;
-Για πολλούς λόγους, του ξαναλέω. Πρώτον, έχει πολύ βαβούρα και θα ξελαρυγγιαστούμε. Δεύτερον, είναι ακόμα καλοκαίρι και τρίτον, το μαγαζί είναι γεμάτο καθρέπτες και δεν θα γουστάρεις να βλέπουν όλοι τη φάτσα σου μετά το τρίτο ποτό.

Αράζουμε έξω. Η Φωκίωνος είναι μια πασαρέλα. Σουλατσάρουν κάτι γκομενάκια με κοντά 7,5 της κλίμακας ρίχτερ. Αυτός ήταν ο τέταρτος λόγος που παρέλειψα εξ’ επί τούτου.
Ο Σταύρος μού φαίνεται λίγο ντισταγκέ, γι’ αυτό κι εγώ μπαίνω αμέσως στο ψητό.
-Χωρίζει ρε κάνεις σ’ αυτή την ηλικία;
-Αυτή με παράτησε, μου λέει παραπονιάρικα και αποσπά έτσι την αμέριστη συμπάθεια μου. Εγώ την είχα στα ώπα – ώπα. Στα πούπουλα. Στις πιστωτικές. Δεν πλήρωνα το ΦΠΑ για να πάμε Μύκονο και Σαντορίνη διακοπές. Κι αυτή μια ωραία πρωία, στα καλά του καθουμένου, μετά από δεκαπέντε χρόνια και δύο κουτσούβελα, μου λέει: «Δεν αντέχω άλλο, χωρίζουμε».
-Και συ, σαν καλός μαλάκας, έβαλες τη τζίφρα σου;
-Δεν υπέγραψα τίποτα. «Δεν υπογράφω το διαζύγιο», της λέω, «αν δεν μου πεις τι συμβαίνει. Σ΄ αγαπάω, ρε Ουρανία. Δεν μπορώ στιγμή χωρίς εσένα, εκτός όταν είμαι με τα φιλαράκια μου. Πεθαίνω για σένα, κι εσύ με τα καπρίτσια σου θες να με ξεκάνεις».
-Έχει και παρακάτω;
Δεν μ΄ αγαπάς», μου λέει μυξοκλαίγοντας. «Αν μ΄ αγαπούσες θα μου το έδειχνες. Ο Γεράσιμος δέρνει τη Φρόσω άπαξ το μήνα. Αυτό είναι έρως».
-Για λέγε…για λέγε…
Τι λες βρε Ουρανία μου», της λέω. «Γιατί να σε δείρω. Αφού σε λατρεύω. Άσε που είσαι και γυνή». «Ναι αλλά τα παΐδια τα βαράς», μου λέει. «Τα παιδιά είναι παιδιά, Ουρανία. Το κάνω για το καλό τους. Για να γίνουν άνθρωποι χρήσιμοι στην κοινωνία. Από αγάπη το κάνω». «Να βλέπεις; Ακούς τι λες; Άρα δεν μ΄ αγαπάς. Αν μ΄ αγαπούσες έστω και τόσο δα, θα μου τις έβρεχες στο κάθε τόσο», μου τη βγαίνει με κόκκινο. «Ε… αν είναι να ξαναφτιάξουν τα πράγματα. Απορώ γιατί δεν το είπες νωρίτερα. Τόσα έχω κάνει για σένα. Θα το κάνω κι αυτό». Και την πλακώνω στις μπάφλες. Με τρυφερότητα.
-Για δες η Ουρανία… Άρα όλα καλά.
-Πού τα βλέπεις τα καλά ρε Λεωνίδα. Έγινε γης μαδιάμ. Την έκανα σενιάν. Μας χώρισαν οι γείτονες. Ήρθαν οι μπάτσοι. Με μπουζουριάσαν στο αυτόφωρο. Η καριόλα έκανε μήνυση. Βγήκε το διαζύγιο σε βάρος μου για… πώς το λένε… ενδοοικογενειακή στραπατσάδα… Μου πήρε και τα παιδιά.
-Μα καλά, αυτή δεν στο ζήτησε;
-Αυτήηηη. Αυτή η πουτάνα. Έτσι της είπε ο δικηγόρος. Ήταν παγίδα. Α, ρε Λεωνίδα. Κι εμείς τελειώσαμε πανεπιστήμιο, αλλά αυτές έχουν κάνει δικτατορικό.
Τελικά τα ποτά ξεπέρασαν τα τρία. Ξεπέρασαν και τα δεκατρία. Εγώ επέμενα να πάρουμε το τρόλεϊ. Αυτός ήθελε να γυρίσουμε με τ΄ αυτοκίνητο. Είδε τις φάτσες μας ο αρχιμπάτσος και δεν χαμπάριασε μία με το ανθρώπινο δράμα. Έτσι τη βγάλαμε στο αυτόφωρο. Ήταν και Σαββατοκύριακο.

Να, πως γράφονται οι τραγωδίες. Άδικη, κοινωνία ψεύτρα.

Πέρασε σχεδόν ένας μήνας, κι ο Σταύρος είναι ακόμα βουτηγμένος στα σεκλέτια. Η καψούρα του για την Ουρανία κτυπάει συνέχεια κόκκινο. «Σπίτι, δουλειά, λιώνουν οι μέρες σαν τα κεριά», που λέει κι ο αοιδός. Καρντάσης ο Σταύρος κι ευαίσθητη ψυχή. Κάνουμε σύσκεψη τα κολλητάρια, τέσσερις κι έχει ο Θεός, να τον ανασύρουμε απ’ το ντάουν που βιώνει. Έτσι που είναι μόνος κι ακοινώνητος κινδυνεύει να ξεπέσει σε μονοπάτια δύσβατα και πονηρά, γεμάτα λάσπες και σκατά. Και η απόφασις ελήφθη ομοφώνως. Μπάτσελορ πάρτι σαρπράιζ, για διαζευγμένους. Κι επειδή ο Φίλιππας δε κατέχει το αγγλικό, μεταφράζω: ‘Μπάτσελορ’, σημαίνει ‘σύναξη’. Είναι κάτι σαν τα «σαράντα» του μακαρίτη, αλλά χωρίς γυναίκες και αποκλειστικά για αντρικό κοινό.

Ρεζερβάρουμε τραπέζι στο ταβερνείο της Καισαριανής, «Άγονη γραμμή», και το βραδάκι της Πέμπτης , τέσσερις και ο Σταύρος πέντε, σαβουρώνουμε τα μεζεδάκια μας και φτιάχνουμε κεφάλι με ρετσίνα και τσικουδιά από παράνομο αποστακτήρα των Ζωνιανών. Εγώ επιμένω στην τσικουδιά. Δεν μπορώ τη ρετσίνα ολωσδιόλου, γιατί έχω αλλεργία στα βιολιά.
Η βραδιά ξεκινάει, όπως και στα «σαράντα», με τα λυπητερά των χωρισμών. Μετά η αισιοδοξία καταλαμβάνει περισσότερο έδαφος καθώς προσπαθούμε να πείσουμε το Σταύρο ότι η ζωή είναι όρθια κι αντιστέκεται. Ότι μαζί με τη γυναίκα, παίρνει δρόμο κι η μουρμούρα, κι ο αρσενικός μπορεί απερίφραστα να εκδηλώσει το βαθύτερο ‘είναι’ του, εκπληρώνοντας, αλογόκριτα, τις επιθυμίες που τον ολοκληρώνουν σαν προσωπικότητα, όπως π.χ. ν΄ αγοράσει μοτοσυκλέτα αντί για κουρτίνες στο σαλόνι, να τριγυρνάει στο σπίτι με τα σώβρακα, να πίνει μπύρες και να τρώει πίτσες μπροστά στη τηλεόραση και να κλάνει χωρίς ενοχές και χωρίς να χρειάζεται ν’ ανοίγει τα παράθυρα μετά. Άλλωστε, ο ντουνιάς είναι τίγκα στο θηλυκό που ανυπομονεί να τρίψει τη μούρη του στο τριχωτό δασώδες στήθος του αρσενικού εισβολέα.

-Σαν τη Ουρανία αποκλείεται να βρω άλλη, κλαψουρίζει ο Σταύρος.
-Σταύρο, μη γίνεσαι δυσκοίλιος, τον μαλώνω εγώ.
-Τι λες ρε Λεωνίδα, και πώς το πιάνεις αυτό το άλλο θηλυκό; μου προσβάλει τότε την αυθεντία ο Σταύρος.
-Μ’ εφευρετικότητα. Από το πάνω κεφάλι.
-Κάτι δηλαδή όπως έκανες κι εσύ με τη Μάρω; πετάγεται ο Σάκης ο εργολάβος. 
Μια γενική απορία καταλαμβάνει τη σεμνή μας ομήγυρη, και πάνω που ήμουν έτοιμος να επαναφέρω στη μνήμη των παρισταμένων το ιδιοφυές της ενέργειας, με πρόλαβε πάλι ο Σάκης.
-Το φιλαράκι μας ο Λεωνίδας, ήταν τσιμπημένος με τη Μάρω. Την έβλεπε να κουνάει τα οπίσθια της όταν περνούσε και κόντευε να πάθει Πάρκινσον. Για να την καλοπιάσει της έστελνε λουλουδικό και σοκολάτες, αλλά η Μάρω βράχος. Είχε και τα κιλάκια της. Μια μέρα, λοιπόν, που η Μάρω απολάμβανε καλλωπισμό στο κομμωτήριο, την περίμενε απ’ έξω με τ’ αυτοκίνητο και μόλις έσκασε μύτη, του έβαλε φωτιά. Έτρεξε τότε η Μάρω να τον σώσει απ’ τις φλόγες, καθότι πυροσβέστης, και το ειδύλλιο συνετελέσθη. 
Χα… χα… Έσκασαν όλοι στα γέλια.
-Έβαλες, ρε άθλιε, φωτιά στη Μερσεντές, για να ρίξεις τη Μάρω; ρώτησε εντυπωσιασμένος ο Φίλιππας, ο ταξιτζής.
-Ποια Μερσεντές και κουραφέξαλα. Ένα σαράβαλο ήταν που πήρα από μια μάντρα και μου βγήκε ο αντίχριστος μέχρι να το σπρώξω έξω απ’ το κουρείο. Χα… χα….
Μετά απ’ αυτό επεκράτησε γενική ευθυμία. Έβγαλε το μπουζουκάκι του ο Ρένος ο στοιχηματζής και πιάσαμε τα άσματα και τα ωραία. Η ώρα ήταν πρώτη πρωινή κι εκεί που λέγαμε τον ύμνο της μαγκιάς:

” Τούτοι οι μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα
τι γυρεύουν τέτοιαν ώρα
Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια
μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρχίδια! “

…πλάκωσε το εκατό και καταλήξαμε στο αστυνομικό Καισαριανής για αναταραχή κοινής ησυχίας.
-Μάγκες, κρατάμε χαμηλό προφίλ, έριξα σύρμα.
Για καλή μας τύχη, αξιωματικός υπηρεσίας ήταν ο Μήτσος, αρχιμπάτσος και πρώτο ξαδελφάκι του κουμπάρου μου του Τάκη. Μπεσαλής, περπατημένος και δεκτικός στην επικοινωνία με τον πολίτη και τις μαλακίες του, άκουσε με προσοχή όλο το στόρι και συγκινήθηκε. Μετά φώναξε ένα ψάρακα να φέρει καρέκλες, έβγαλε και δυο μπουκαλάκια λαθραίο απ’ το συρτάρι και μας τράταρε σε πλαστικά ποτηράκια.
-Ας πιούμε στις γυναίκες, άνοιξε τη συζήτηση, που μας έχουν κάνει τη ζωή ποδήλατο, αλλά έχουν ένα βασικό προσόν. Είναι πολλές και βρίσκονται παντού γύρω μας. Εσένα Λεωνίδα σε θυμάμαι ιδιαιτέρως. Αυτό που έκανε η δικιά σου ήταν άκαρδο έως τελευταίας ρανίδας.
-Τι δηλαδή; ρώτησε Φίλλιπας.
– Η Μάρω τον έκανε τσακωτό με την κομμώτρια την ώρα που του ‘φτιαχνε στοματικό περμανάντ και του ‘καψε τη Μερσεντές, αυτή τη φορά αλήθεια, εξηγήθηκε ο Σταύρος. Χα…χα…
-Εμένα η δικιά μου, προσθέτει ο Μήτσος, γέμισε με γαρίδες τα κουρτινόξυλα και χρειάστηκε να ξηλώσω όλο το σπίτι μέχρι να βρω από πού βγαίνει η βρώμα. Και να σκεφτείτε ότι ήταν διαζύγιο συναινετικό. Χα… χα…
-Θεόμουρλη η γυναίκα σου διοικητά μου, σχολιάζει ο Φίλιππας.
-Πρόσεχε πώς μιλάς για τη γυναίκα μου, του λέει αυστηρά ο αρχιμπάτσος, και μετά ξεσπάει στα γέλια. Πιο μουρλός όμως είναι ο αδελφός της, ο κουνιάδος μου. Ψηφίζει Σύριζα. Χα… χα…

Η βραδιά ξαναβρήκε το ξεχασμένο δρόμο της. Έβγαλε το μπουζουκάκι ο Ρένος και πιάσαμε πάλι τους κελαηδισμούς, άρχοντος με την ωδή του αείμνηστου: «Τα πήρες όλα κι έφυγες». Ξεσηκώσαμε κέντρο και περίχωρα. Αλλά ποιος τολμάει να κάνει μήνυση στην αστυνομία…
-Με τόσο που έχουμε πιει αύριο δεν θα θυμόμαστε τίποτα, συμπεραίνει ο Σάκης.
-Πολύ πιθανόν λεβέντες μου. Αλλά εσάς θα σας θυμάται όλη η γειτονιά, τον αποστομώνει ο Μήτσος. Χα… χα…

Στο σημείο αυτό, όλα τα πνεύματα πήραν μια κλειστή φιλοσοφική στροφή.
Συμφωνήσαμε ότι τα διαζύγια έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από το γάμο.
Ότι όποιος εξακολουθεί να ζει μετά τα 50 είναι ηλίθιος.
Αλλά όποιος χωρίζει μετά τα 50 είναι για τα μπάζα.
Ότι στο μεσαίωνα ξεπάστρευες ένα δράκο άπαξ για να πάρεις το γυναικάκι, ενώ τώρα πρέπει να ξεπαστρεύεις δράκους κάθε μέρα.
Ότι όπως έχει ο Αύγουστος δυο φεγγάρια, όλοι δικαιούνται δεύτερης ευκαιρίας.
Και το κυριότερο: Ότι δεν πρέπει να το ξανακάνουμε αυτό που κάναμε, όποιο κι αν είναι. 

Τα ξημερώματα, ο Μήτσος, αφού μας κέρασε καφεδάκια, μας συνόδεψε στην έξοδο. Αποχαιρετιστήκαμε με κομψότητα κι ευγένεια και τον ευχαριστήσαμε για το κιμπαριλίκι του. Μετά πήγαμε σπίτι και κλάψαμε, ο καθένας μόνος του, αγκαλιά με το μαξιλάρι του και την ανυπόφορη μοναξιά του.

Να πως προκύπτουν οι κωμωδίες. Άκαρδη, κοινωνία θεομπαίχτρα…

_

γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος
Σκηνοθέτης – Παραγωγός

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 29 – 30 Μαρτίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 29 – 30 Μαρτίου 2025

Real News https://youtu.be/J6Vxwpb3jugΚαθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να...

Επιστροφή στο χωριό

Επιστροφή στο χωριό

Ήθελε πολύ να κλάψει, να ξεσπάσει. Μα όσο κι αν προσπάθησε να βγάλει από μέσα του αυτό που του άδραχνε σφιχτά την καρδιά και του έκοβε την ανάσα, δεν το κατάφερνε. Τα κόκκινα από την αγρύπνια μάτια του παράμεναν στεγνά, σαν τα χωράφια που τα είχε ζεματίσει η αναβροχιά...

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

1 σχόλια

1 Σχόλιο

  1. Μάχη Τζουγανάκη

    Εγώ πάλι ανάποδα θα έβγαζα τα συμπεράσματα ανάμεσα σε τραγωδία και κωμωδία…!
    Ωραίες περιγραφές…το έζησα μαζί τους το κωμικοτραγικό δράμα ολονών και τον οδυρμό κυρίως του ταλαίπωρου πλην όμως αφελή Σταύρου και για άλλη μια φορά συνειδητοποίησα πόσο πολύ διαφέρουμε άντρες γυναίκες και πόσο ίδιοι είμαστε…

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου