-Έλεος, ρε φίλε… Έναν καφέ είπα να πιω…
Ο Λεωνίδας μιλούσε σ΄έναν θλιβερό τυπάκο που πούλαγε στυλό. Παρ’ όλα αυτά έβγαλε πενήντα λεπτά και του τα ΄δωσε. Ο τυπάκος κοίταξε με περιφρόνηση τα πενήντα λεπτά. Δεν φάνηκε καθόλου ευχαριστημένος. Έφυγε χωρίς ν΄ αφήσει στυλό, μουρμουρίζοντας κάτι κατάρες .
Ο Λέλος, ο μαγαζάτορας, σέρβιρε τον καφέ στον Λεωνίδα που ξεφυσούσε.
– Έναν καφέ κάθεσαι να πιεις κι όλοι νομίζουν ότι είσαι εκατομμυριούχος…
Ο Λέλος γέλασε με κατανόηση.
– Δεν σου είπα να κάτσεις μέσα;
– Μέσα κάθονται όλα τα γερόντια. Άλλωστε έχει ωραία μέρα!
Ο Λέλος αναχώρησε πετώντας ένα ειρωνικό: ”Όπως θέλεις, νεαρέ μου”.
Ήταν όντως ωραία μέρα. Ο ήλιος σου ζέσταινε το κορμί κι ένα ελαφρό αεράκι στο χάιδευε με τρυφερότητα. Ο Λεωνίδας απλώθηκε στην καρέκλα του σαν τεμπέλικος γάτος. Πριν όμως προλάβει να πιει μια γουλιά από τον καφέ του, πήρε πρέφα κάποιον νεοφερμένο που μπαστακώθηκε δίπλα του. Για μια στιγμή σκέφτηκε να μην σηκώσει καν το κεφάλι του. Στα πέντε λεφτά που ήταν εκεί είχαν περάσει κιόλας άλλοι τέσσερις.
– Πουλάω χαρτομάντιλα κύριε… Έχω μεγάλη ανάγκη.
Ο Λεωνίδας μόλις άκουσε χαρτομάντιλα, έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα πενηνταράκι. Από νεαρός υπέφερε από μια χρόνια ιγμορίτιδα και φρόντιζε να έχει πάντα χαρτομάντιλα μαζί του.
Ακούμπησε το πενηνταράκι στο τραπέζι και άπλωσε το χέρι του να πάρει το πακέτο με τα χαρτομάντιλα.
– Κύριε, δεν πουλάω ένα, πουλάω τρία.
Ο Λεωνίδας γύρισε και τον παρατήρησε. Είδε έναν πενηντάρη καλοντυμένο με μια σακούλα γεμάτη χαρτομάντιλα.
– Τι να τα κάνω τα τρία, ρε φίλε; Πού να τα βάλω; Ένα παντελόνι με δύο τσέπες φοράω. Βλέπεις να έχω μάρσιπο;
Ο μικροπωλητής ακίνητος τον κοίταζε χωρίς να πει κουβέντα.
Ο Λεωνίδας έβαλε πάλι το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε άλλο ένα ευρώ. Το ακούμπησε στο τραπέζι δίπλα στο πενηνταράκι.
– Συγνώμη, κύριε, αλλά τα τρία κάνουν δυο ευρώ, πρόσθεσε ο μικροπωλητής.
– Τι λες, ρε φίλε; Πουλάς πιο ακριβά κι από το περίπτερο, του πετάει με έκπληξη ο Λεωνίδας.
– Δηλαδή δεν έχετε δυο ευρώ; αυθαδίασε ο μικροπωλητής.
– Να τα μας… τα πήρε ο Λεωνίδας.
– Λογαριασμό θα σου δώσω, ρε φίλε… Αν το φυσούσα δε θα ‘πινα εδώ τον καφέ αλλά εκεί, απέναντι, που έχει κι ωραίο κήπο. Εκεί όμως ο καφές κάνει τριάμισι ευρώ, ενώ εδώ, πάνω στο δρόμο με το καυσαέριο και τα ξεκούτια, κάνει δυο και το μπουκάλι με το νεράκι κερασμένο. Μη με τσιγκλίζεις πρωί – πρωί… Έναν καφέ είπα να πιω.
Ο μικροπωλητής δεν κουνήθηκε ρούπι. Ούτε ξεστόμισε κάτι. Συνέχισε να τον κοιτάζει σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Ο Λεωνίδας ξεφύσηξε μια φορά να ηρεμήσει και μετά…
– Φιλαράκο, κερνάω καφέ… Θες; Κάτσε. Πώς τον πίνεις;
Ο μικροπωλητής έκατσε. Μεσολάβησε λίγη ώρα σιωπής. Ο Λέλος σέρβιρε το δεύτερο καφέ. Ο Λεωνίδας ήπιε μια τζούρα από τον καφέ του κι άναψε τσιγάρο. Για πιο φτηνά αγόραζε λαθραία. Κάτι βουλγάρικα στούκας, απ’ αυτά που σε στέλνουν αδιάβαστο χωρίς καμιά προειδοποίηση. Άλλα ο Λεωνίδας ήταν σκληρό καρύδι γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν Λέων ο τελευταίος. Φύσηξε τον καπνό, ήπιε ακόμα μια τζούρα καφέ και…
– Άκου να δεις, φιλαράκο. Αυτό που κάνεις είναι εμπόριο. Ο έμπορας είσαι εσύ. Πουλάς χαρτομάντιλα που τα αγοράζεις από το σούπερ μάρκετ ένα ευρώ τα δέκα. Ο περιπτεράς τα πουλάει πενήντα λεπτά το ένα, αλλά τα τριάντα λεπτά είναι φύρα. Ενοίκιο, δημοτικά τέλη, συντήρηση περιπτέρου, ΔΕΗ, διάφορα πάγια και πληρώνει και φόρο. Παρ΄ όλα αυτά διπλασιάζει το κέρδος του. Εσύ, που δεν έχεις στο πούτσο έξοδα καθόλου αν τα πουλάς στην τιμή τού περιπτέρου πενταπλασιάζεις το κεφάλαιό σου… Κατάλαβες μέχρις εδώ;
Ο μικροπωλητής έγνεψε καταφατικά κι ο Λεωνίδας συνέχισε ακάθεκτος.
– Αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο είναι ότι δεν παίρνεις υπ΄όψιν σου καθόλου τον ανταγωνισμό. Πουλάς ακριβότερα. Τα τρία χαρτομάντιλα δύο ευρώ. Εγώ όμως, σαν πελάτης, γιατί ν΄ αγοράσω από σένα και να μην πάω στο περίπτερο;
Εδώ ο Λεωνίδας έκανε μια παύση για τσιγάρο και καφέ, που άρχισε να κρυώνει.
– Τώρα πάμε στο τρίτο. Επιπλέον ο πελάτης, δηλαδή εγώ, δεν θέλω τρία χαρτομάντιλα αλλά ένα. Είτε δεν μου φτάνουν τα λεφτά είτε γιατί έτσι γουστάρω. Εσύ δεν δέχεσαι να διαπραγματευτείς, γιατί δεν χαμπαριάζεις ότι αυτοί που θέλουν μόνο ένα πακέτο είναι κι οι περισσότεροι και δεν κόβει η γκλάβα ότι μόνον όσο πουλάς βγαίνεις κερδισμένος.
Οι πελάτες στα διπλανά τραπέζια σταμάτησαν να μιλάνε κι άκουγαν το απλό μάθημα ελεύθερης οικονομίας
– Και τώρα πάμε στο τέταρτο και σημαντικότερο. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Δεν γίνεται να τη λες στον πελάτη και μάλιστα στα καλά του καθουμένου. Γκέγκε; Ο πελάτης θέλει μαλαγανιά. Αν είσαι διπλωμάτης θ αγοράσει κι ας μην το χρειάζεται. Αλλιώς δεν θα σου ξαναμοστράρει τη μούρη του ποτέ.
Ο μικροπωλητής στο μεταξύ είχε τελειώσει τον καφέ του.
– Δε μου λες, φιλαράκο, τι δουλειά κάνεις;
– Έκανα, ψέλλισε αυτός αμήχανα. Είκοσι χρόνια υπάλληλος στο Δήμο.
– Α, ώστε γι αυτό δεν σκαμπάζεις γρι από ελεύθερη οικονομία, απεφάνθη ο Λεωνίδας γελώντας.
– Το καφεδάκι κερασμένο από μένα, πρόσθεσε, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η διάλεξη πήρε τέλος κι ότι ο μικροπωλητής θα μπορούσε άνετα να την κάνει.
Αυτός σηκώθηκε, πήρε τα χαρτομάντιλα με το ένα χέρι και το νερό με το άλλο.
– Δηλαδή δεν θα πάρεις χαρτομάντιλα, ρώτησε τον Λεωνίδα πριν φύγει.
– Όχι βέβαια, τι λέμε τόση ώρα; Θα τα πάρω από το περίπτερο. Αν έχω διάθεση μπορεί να πάω και μέχρι το σούπερ μάρκετ. Για να μην σου πω ότι μου την σπάει που δεν πληρώνεις φόρους.
Ο μικροπωλητής, φανερά δυσαρεστημένος ξεκίνησε να φύγει αλλά το μετάνιωσε.
– Δε μου λες κύριε, τι δουλειά κάνεις;
– Έκανα. Το βλέπεις αυτό το μεγάλο κατάστημα απέναντι; Ήταν δικό μου για τριάντα περίπου χρόνια. Χρωματοπωλείο. Αλλά ήμουν παλιοσκερβελές. Άρχισα να κάνω τέτοιες μαλακίες, όπως εσύ, κι έριξα φαλιμέντο…
– Και τώρα;
– Τώρα περιμένω να με καλέσουν στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Στο μεταξύ είπα να πιω το καφεδάκι μου, γιατί έχει καλό καιρό, αλλά δεν μ΄ αφήνετε σε ησυχία.
Ο μικροπωλητής αυτή τη φορά έφυγε και πήγε στο σουβλατζίδικο παρακάτω. Οι θαμώνες του καφενείου ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ο Λέων ο Τελευταίος σηκώθηκε κι έκανε μια θεατρική υπόκλιση. Ύστερα ξανακάθισε κι απλώθηκε πάλι σαν γάτος. Ο Λέλος ήρθε να μαζέψει τα λερωμένα τ άπλυτα.
– Λεωνίδα, σοβαρά τώρα, θα σε πάρουν στο οικονομικό επιτελείο;
– Ναι, ρε μαλάκα, Λέλο… Τι παραπάνω είχε ο Βερουφάκης;
_
γράφει ο
0 Σχόλια