«Χαρμάνης κι άφραγκος, μεσάνυχτα, Αθήνα…» έπιασε ένας να τραγουδάει και κάποιος, στο βάθος, του φώναξε «πιάσε τίποτα χαρούμενο ρε σειρά!».
«Την πριγκηπέσσα! Την πριγκηπέσσα!» ξεκίνησε να φωνάζει μια παρέα κι εγώ τους κοίταξα, κρατώντας το κινητό μου στα χέρια, μασώντας το φιλτράκι του στριφτού απ’ τα νεύρα που μου προκαλούσε η αναμονή.
Τετρακόσιες ψυχές ντυμένες στα χακί, με τα μπερεδάκια τους και τις γυαλισμένες τους αρβύλες, είχαν παραταχτεί, όπως – όπως, στον σταθμό Λαρίσης και περίμεναν το τρένο της μετάθεσης. Οι παρέες χαιρετιούνταν θλιμμένα· «να τα πούμε στην απόλυση ρε γείτονα» μου φώναξε το παλικάρι που κοιμόταν από πάνω μου, «να ‘σαι σίγουρος» του απάντησα. Οι μοναδικές κουβέντες που ανταλλάξαμε με τον τρελό τον παγουρά όσο καιρό τον γνώριζα.
Ο Σταύρος, δίπλα μου, μάλωνε τηλεφωνικά με την αρραβωνιαστικιά του. Στα τριάντα τρία με διδακτορικό κι έτοιμος να ανοίξει σπιτικό, αναγκάστηκε να γυρίσει στην πατρίδα για να βγάλει την υποχρέωση. Τον σκούντηξα δυνατά με τον αγκώνα γιατί μου ‘χε πάρει τα αυτιά. Όχι μόνο αυτός, αλλά όλοι τους. Έκανε να φύγει, αλλά δεν πρόλαβε, του έκλεισε το τηλέφωνο από μπαταρία. «Έ, ρε γκρίνια…» δήλωσε πικραμένα ο Σταύρος κι άναψε κι εκείνος τσιγάρο.
«Διακόσιες εβδομήντα τέσσερεις και βράδιασε, κουφάλες!» φώναξε κάποιος στην απόσταση κι όλοι βάλαμε τα γέλια. Ο κόσμος μας κοιτούσε παράξενα. Μανάδες αγκάλιαζαν τα παιδιά τους, κοπέλες έδιναν παθιασμένα φιλιά στους συντρόφους τους· στους συναδέλφους μου. Κι εγώ, μόνος, να κλείνω τα μάτια μου μπροστά σ’ εκείνες τις σουρεάλ εικόνες· «σαν να ‘ναι βγαλμένες απ’ την δεκαετία του ’70» μουρμούρισα καγχάζοντας κάποια στιγμή· και να σκέφτομαι όσα άφησα πίσω μου. Να σκέφτομαι την ζωή μου που κόπηκε, εν μία νυκτί, στην μέση. Να σκέφτομαι το «προνόμιο» της υπηρεσίας· αντιρρησίας εκ πεποιθήσεως, απ’ τον γιακά με βούτηξαν, φίλοι, σόι και γυναίκα για να υπηρετήσω. «Θα περάσει» μου είπαν, αλλά, το ρημάδι, δεν περνούσε.
Μία παρά ήταν όταν έφτασε το τρένο κι αρχίσαμε να φορτώνουμε. Βοηθήσαμε τον κόσμο να ανέβει, λειτουργούσαμε λες και ήμασταν προγραμματισμένοι γι αυτή τη δουλειά. «Νέος, θα φας καλά» μου είπε, γελώντας, ένας πενηντάρης με σκαμμένο πρόσωπο, αλλά τον αγνόησα χαμογελώντας. Ανέβηκα κι έψαξα θέση. Τίποτα. Γεμάτα όλα τα βαγόνια.
Πήγα κι έκατσα στο σκαλάκι του βαγονιού του κυλικείου μαζί με την προίκα μου. Εγώ στην μια πλευρά και δυο αφρικανοί στην άλλη. Φοβισμένοι κι εκείνοι, σαν κι εμένα, μιλούσαν σχεδόν ψιθυριστά σε μια περίεργη γλώσσα που ηχούσε τραγουδιστά στ’ αυτιά μου. Κέρασα τσιγάρα και συνεννοηθήκαμε με νοήματα και σπαστά αγγλικά. Σομαλοί πρόσφυγες, ρημαγμένοι απ’ τον εμφύλιο, έψαχναν ένα καλύτερο μέλλον στην Ευρώπη αλλά δεν τους κάθισε, κι έτσι, παρέμειναν σ’ αυτό το στρατόπεδο ψυχών, προσπαθώντας να επιβιώσουν. «Πρόσφυγας κι εγώ, μα σ’ άλλο κολαστήριο» ψιθύρισα στον εαυτό μου και χάθηκα στις σκέψεις μου.
Κι ανέβηκαν κι άλλες ψυχές ντυμένες στο χακί. Στην Θήβα. Στην Λαμία. Ανέβαινε κόσμος και γεμίζαμε ασφυκτικά. Ξημέρωνε. Πήρα μια μπύρα απ’ το κυλικείο κι είδα μια κοπέλα να με κοιτάζει παράξενα. Δεν έδωσα σημασία. Για μένα δεν είχε πια τίποτα σημασία. Μόνο το «μάλιστα» και το «διατάξτε».
Γύρισα στην θέση μου, άνοιξα την μπύρα κι άναψα τσιγάρο. Κοίταζα τον ουρανό που άλλαζε χρώματα σιγά – σιγά· φτάναμε στην Λάρισα κι ήλπιζα να μην πάρει άλλο κόσμο. Μου φαινόταν εκείνη την στιγμή, πως τα βαγόνια ήταν σαν εκείνα τα περίεργα λεωφορεία της Σαλονίκης, που έπρεπε να κάνεις mosh pit για να μπεις μέσα. «Στην Σαλονίκη…» μονολόγησα και γέλασα μόνος μου.
«Γιατί γελάς;» άκουσα κάποια να μου λέει. Γύρισα απότομα κι είδα εκείνη την κοπέλα που μου χαμογελούσε νωρίτερα, να στέκει δίπλα μου με μια μπύρα στο χέρι.
«Σκεφτόμουν την Σαλονίκη…» της απάντησα αόριστα κι εκείνη κάθισε δίπλα μου.
«Σαλονίκη πας;» με ρώτησε μ’ εκείνο το χαρακτηριστικά παχύ λάμδα στην προφορά της κι έγνεψα αρνητικά. «Κάποτ’ έφυγα από ‘κει και μου στοίχισε ακριβά» της απάντησα απρόθυμα.
«Το ίδιο κι εγώ» μου είπε. Συστηθήκαμε και πιάσαμε την κουβέντα. Αν με ρωτήσεις πως την λένε, θα σε γελάσω. Δεν το θυμάμαι. Ανοίξαμε ο ένας στον άλλον τις ψυχές μας, εμπιστευτήκαμε τα σκοτεινότερά μας μυστικά, αλλά τα βασικά, τα στοιχειώδη, τα ουσιώδη, δεν τα θυμάμαι πια. Ήταν σίγουρα μελαχρινή, είχε μια παράξενη θλίψη και υγρά μάτια, σαν να δάκρυζε μόνιμα. Ήμασταν μια παράταιρη εικόνα μέσα στην βουή του τρένου, μέσα στις πλάκες των φαντάρων και τις φωνές των πολιτών που προσπαθούσαν να κοιμηθούν. Ταξιδεύαμε προς την βόρεια Ελλάδα, μέσα στις αναμνήσεις μας κι όχι μέσα σ’ εκείνο το βαγόνι που κόντευε να πνιγεί απ’ τον καπνό και τα γέλια. Όχι μέσα στο ρυθμικό ήχο του τρένου που προσπαθούσε, ανεπιτυχώς, να μας νανουρίσει.
Μαζί κατεβήκαμε στην Σαλονίκη, εκείνη για να γυρίσει σπίτι της κι εγώ για να πάρω το επόμενο τρένο. Μαζί δώσαμε αμοιβαίες υποσχέσεις. Εγώ πως θα πήγαινα να την βρω, όταν θα τελείωνα μ’ εκείνον τον βραχνά που ονομάζονταν «στρατός» κι εκείνη πως θα με περίμενε να τελειώσω. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε σταυρωτά κι ύστερα χάθηκε μέσα στον σταθμό.
Ανέβηκα στο επόμενο τρένο για να συνεχίσω το ταξίδι μου κι αυτή τη φορά είχα θέση. Όμως είχε χαθεί κάτι, η μαγεία του ταξιδιού δεν ήταν η ίδια, δεν ήξερα τι έφταιγε τότε. Το κατάλαβα πολύ καιρό αργότερα, όταν απολύθηκα και γύρισα πίσω στην ζωή μου.
Έκτοτε, πάντοτε ταξιδεύω με το βραδινό. Πάντοτε την βγάζω στο σκαλάκι, στο βαγόνι του κυλικείου, στην ίδια ακριβώς θέση μ’ εκείνο το βράδυ. Μ’ ένα πακέτο τσιγάρα και μια μπύρα, ευελπιστώντας πως θα συναντήσω εκείνη την παράξενη ψυχή που μου ψιθύρισε στ’ αυτί, δευτερόλεπτα πριν την χάσω για πάντα, «μέρα που περνάει, πίσω δεν γυρνάει».
_
γράφει ο Αλέξανδρος Κουτρούλης
Μερα που περναει πισω δεν γυρναει…. πραγματι…μεγαλη αληθεια…να τη ζουμε λοιπον την καθε μερα …. πολυ ομορφη η ιστορια σας.
Τι κρίμα….
Πόσο μέσα στην ιστορία χώθηκα….
Ομορφες περιγραφές…
Όμορφη και αυθεντική η ιστορία σας!!!
Εικόνες ολοζώντανες!
Καλό σας βράδυ!!!
Μου άρεσε πολύ μπράβο
Εξαιρετική ροή με γρήγορη εξέλιξη που κρατάει το ενδιαφέρον!
Επεισόδια της ζωής,γεμάτα απώλειες γι’αυτό και τόσο άξια λόγου.Εύγε!
Congrats Alexandros Koutroulis ,αυτό που οι ιστορίες σου έχουν πάντα ένα ηθικό δίδαγμα κ σου προκαλούν μια ταύτιση.. Κeep up the good job my dear!
gratz alex
Θα ήθελα να απαντήσω προσωπικά στον κάθε έναν απο εσάς, μόνο που με κρατάει πίσω ο πληθυντικός σας. Αντί σχολίου θα αφήσω μια μικρή ιστορία, βιωματική αυτή τη φορά. Αγάπησα και μίσησα τον γραπτό λόγο στο Λύκειο. Τον αγάπησα γιατι μ’ έμαθε να αλητεύω στην φαντασία μου, τον μίσησα γιατί πάτωσα στις εξετάσεις. Χρόνια αργότερα, συνέχισα ν’ αλητεύω. Κι οι εξετάσεις δεν μ’ αγγίζουν πια, είμαι σαν τον φαντάρο που απολύθηκε, μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε την οικογένειά του και κοίταξε τον νέο στα μάτια, μόνο και μόνο για να του πει, εκείνο το παλιό αστείο. «Θα φας καλά…».
Ιδιαίτερα ευχαριστώ στους φίλους της καθημερινότητας, σ’ εκείνους που πίνουμε τα κρασιά μας στις ταβέρνες της Λάρισας και τον κύριο Μποσκαίνο με την περίεργη κι αξιαγάπητη πένα, που δεν άφησα ούτε μισό ευχαριστώ στα όσα έχει γράψει
Δεν έβαλα καν αριθμό πόσο μάλλον πληθυντικό… Είχα τόσο μα τόσο χωθεί στην ιστορία σου…. Ίσως γιατί βίωσα κάτι παρόμοιο Αθήνα – Λάρισα… Το λοιπόν συνέχισε να αλητεύεις με τον νου… Η κρίση ενός καθηγητή στην 3η Λυκείου αποδείχτηκε η μόνη σωστή για μένα… Και το αποτέλεσμα της έκθεσης στις πανελλήνιες όπου δεν ξέρει ο βαθμολογητής ποιός είναι ο μαθητής τον δικαίωσε διαψεύδοντας όλους τους άλλους που έτυχα στα χέρια τους και ψαλίδιζαν τα φτερά μου…. Εγώ συνέχιζα να αλητεύω σαν εσένα… Και αν και διάλεξα άλλη κατεύθυνση πολλοί εκπλήσσονται όταν τους λέω ότι δεν έχω σχέση με τα φιλολογικά…