Ακόμα μια νύχτα άγρυπνη. Τα βλέφαρα προσπαθούν να εκτονώσουν την ανάγκη μου για ύπνο, τα κλείνω, αλλά αντί να σφραγίσουν το επιθυμητό σκληραίνουν την ανησυχία και φτιάχνουν τη βεβαιότητα μιας τραχιάς αγρύπνιας. Αν ήταν η δημιουργία μια μορφή λύτρωσης θα ήταν η πιο τέλεια δικαιολογία για τις αϋπνίες μου. Όμως μένω καιρό άπραγος, τόσο καιρό που αναπνέω πια μόνο τη σκόνη των αντικειμένων, που στέκονται απειλητικά αναπολώντας κι αυτά την καθαρότητα της σύστασής τους.
Μα τάχα κι όταν δημιουργούσα δεν έμενα και τότε ξάγρυπνος; Ήταν οι κραδασμοί όλων των θορύβων της ημέρας που τους συσσώρευα στους μυς μου και προσδοκούσαν την εκτόνωση στις κινήσεις του μολυβιού. Όσο άθλια κι αν γράφω, όσο περιττολογίες κι αν συγκεντρώνω σε λίγες προτάσεις, εκείνη η έκφραση με έκανε καλύτερο. Διαμόρφωνα τα πράγματα με τρόπο υλικό, με μια αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα και ο κόσμος μου ήταν ένα καταφύγιο που με έθρεφε, διατηρώντας τα μάτια μου ανοιχτά. Και το πρωί, παρά την κούραση και την έλλειψη ύπνου αισθανόμουν ξελαφρωμένος και γέμιζα πάλι το κορμί μου με δονήσεις και φασαρία, καταλήγοντας τη νύχτα ξανά να τις μετατρέπω σε γραμμικές αρμονίες.
Τώρα όμως έχω καιρό να γράψω. Και η αϋπνία είναι απλά μια παθολογική κατάσταση, μια κούραση που αποκάμει τη λειτουργικότητά μου για την υπόλοιπη ημέρα. Και ο θόρυβος είναι απλά θόρυβος, τόσο αποκρουστικός όσο και η ησυχία της νύχτας. Η ημέρα είναι γεμάτη από εικόνες, από κίνηση, από ομιλίες. Μοιάζει ο κόσμος τεράστιος να τον διαχειριστώ, καθώς εγώ χάνω σε ύψος σε κάθε απόπειρά να υψώσω το ανάστημά μου. Αναγκάζομαι να σηκώνω τους ώμους, μα το κεφάλι χαμηλώνει, σάμπως και δε δύναμαι να ελέγξω την κίνηση του λαιμού μου.
Τώρα που περιφέρομαι στο δωμάτιο, λυπάμαι τα αντικείμενα που κοιτώ, να χάνουν τη χρησιμότητά τους στην αδράνεια που τα παράτησα να στέκουν. Μα και για μένα, τα ίδια αυτά αντικείμενα δε θα έπρεπε να νιώθουν λιγότερο οίκτο. Όποιος με τοποθέτησε εδώ, λησμόνησε να δώσει περισσότερη ενέργεια, έναν κινητήριο σκοπό που θα με αφύπνιζε να αντιμετωπίσω τη νύχτα με γενναιότητα και την κάθε ημέρα με έκπληξη και συγκατάβαση. Αλίμονο, αφού απομακρύνομαι από τα λίγα και ελάχιστα θαύματα, τουλάχιστον, γιατί στερούμαι την αποποίηση της πραγματικότητας με την έλλειψη του ύπνου;
Σκέφτομαι, γιατί δε μπορώ πια να ονειρεύομαι. Αντικαθιστώ τις φυσικές εικόνες που παράγει ο ύπνος και ζορίζω το μυαλό μου με σκηνές που πλέουν όπως εγώ ορίζω. Αλλά και πάλι, πολλά δεν καταφέρνω. Η ομορφιά δεν έχει ούτε το χρόνο ούτε το χώρο να πραγματοποιηθεί και να απλώσει. Στεγασμένη από λάσπη και άχυρα, χαμένη από μένα δεν υπάρχει σε μένα. Αντίθετα, η διαδικασία της σκέψης μου αναδύει μόνο τα άσχημα, που αγκιστρώνονται στις στιγμές μου και σε μια άπλετη σάλα χορογραφούν με σκληρότητα και βία.
Τι απομένει άλλο; Μια νύχτα που τελειώνει και μια ημέρα που αρχινά; Ή μάλλον, μια ακόμα νύχτα και μια ακόμα ημέρα. Μέχρι πόσο; Αν χάραζα στο μέτωπό μου με στιλέτο, πάνω σε μια ρυτίδα ιχνηλατώντας τη γραμμή της, θα ξεχείλιζε λίγος ύπνος να έπινα και να κοιμόμουν; Θα έπαιρναν σχήμα οι σκέψεις μου, εικόνα τα όνειρά μου, οι ιδέες μου μορφή με το μολύβι; Γιατί όλα ανηφορικά, γιατί δεν κινούμαστε με τη φορά της γης, γιατί αποπνέει άνεμος που τσακίζει και δε δροσίζει;
Κι όμως θυμάμαι. Μια φορά σκίρτησε η καρδιά μου από χαρά. Ήταν ένα σήμα, πώς έπρεπε να ανθίσω. Προσπάθησα, το χιόνι δεν είχε λιώσει ακόμα. Ένας ψεύτικος συναγερμός για την άνοιξη, μια επίφαση ανθοφορίας. Τότε κατάλαβα, γιατί αυτές τις μέρες τις ονομάζουν αλκυονίδες.
_
γράφει ο Άκης Παρισιάδης
0 Σχόλια