Ο Μιχάλης είχε καταφέρει να περάσει σε σχολή στην επαρχία και να αποφοιτήσει, ενώ η κοπέλα του σπούδασε και τέλειωσε σε άλλη πόλη, δέκα ώρες απόσταση με το τρένο. Άντεξαν αυτά τα χρόνια χωριστά κάνοντας ταξίδια πάνω – κάτω, διασχίζοντας τη χώρα οριζοντίως και καθέτως από γη και ουρανό. Στο τέλος βρέθηκαν με τη σχέση τους ακόμα κραταιή και γυρίζοντας στην Αθήνα σ΄ένα χρόνο παντρεύτηκαν. Ξεκίνησαν να δουλεύουν σχεδόν ταυτόχρονα, αυτός σαν ελεύθερος επαγγελματίας και η Ιωάννα σε δημόσια υπηρεσία και σε τρία χρόνια γεννήθηκε και η κόρη τους. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους ευτυχισμένο ζευγάρι με κάποια ίσως μικροπληγή στο γάμο τους που ήταν όμως πια παρελθόν, ήταν θέμα για το οποίο δεν είχαν ξαναμιλήσει ποτέ από τότε. Ο Μιχάλης το σκεφτόταν κάπου κάπου, στην πραγματικότητα ήταν πρόθυμος να παραδεχτεί ότι το σκεφτόταν όλο και περισσότερο. Ήξερε πως η Ιωάννα τον είχε προδώσει για ένα διάστημα τον καιρό που σπούδαζαν.
Απόψε όμως ήταν μια ανοιξιάτικη βραδιά, η μικρή κοιμόταν κι αυτός χάζευε στην τηλεόραση μισοξαπλωμένος στον καναπέ κι άκουγε το ράδιο να παίζει απ΄την κουζίνα όπου η Ιωάννα πάσχιζε να μαγειρέψει. Εμφανίστηκε στην πόρτα και της χαμογέλασε.
“Κοντεύει να με πάρει ο ύπνος.”
“Κάτσε λίγο εδώ κοντά μου.”
Αυτός μ΄ ένα σφίξιμο στο στομάχι το τόλμησε.
“Τον σκέφτεσαι ακόμα εκείνο τον συμφοιτητή σου, στ΄αλήθεια πόσο καιρό κράτησε αυτή η ιστορία;”
“Ένα, ενάμισι χρόνο περίπου. Μα γιατί άνοιξες τώρα τέτοια κουβέντα;”
Με το τέλος της φράσης μια βροντή ακούστηκε. Πλησίασε στο παράθυρο και μες στη νύχτα ο ουρανός του φάνηκε τώρα ασυνήθιστα μαύρος. Κάποιες πρώτες σταγόνες έπεφταν ήδη πλαγιαστά στο τζάμι, μακρινή αστραπή φώτισε για λίγο κι ακολούθησε πάλι βροντή. Άναψε τσιγάρο. Το σπίρτο καιγόταν αργά, κοίταξε τη φλόγα που προχωρούσε κατά το δάχτυλό του και με απότομη κίνηση πέταξε το σπιρτόξυλο από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και την έκλεισε. Κάθισαν στο σαλόνι. Την είδε για λίγο με άλλο μάτι, σαν να ήταν μια ξένη. Το ντύσιμο, οι κινήσεις της του φάνηκαν πιο θελκτικά.
“Λοιπόν τι άλλο πρέπει να ξέρω;”
“Μα δεν υπάρχει κάτι άλλο.”
Εκείνος επέμεινε με ελαφρύ εκνευρισμό στη φωνή και αρκετά ανυπόμονα. Ξαφνικά η μπόρα ξέσπασε, σε λίγα λεπτά το νερό έπεφτε με ασίγαστη ορμή, ο ήχος σκέπαζε τις φωνές τους και ήδη αναγκάζονταν να ανεβάσουν τον τόνο για να ακούγονται.
“Ήταν την εποχή που εσύ ασχολιόσουν με την οργάνωση, θυμάσαι; Είμασταν μαζί στο ίδιο έτος. Ήταν από τη Συρία. Με βοήθησε στην διπλωματική μου εργασία, αυτό ήταν που μας έφερε κοντά. ΄Όταν όλα τέλειωσαν με τη σχολή και πήραμε τα πτυχία μας, αποχαιρετιστήκαμε κι αυτό ήταν όλο.”
Την κοιτούσε σαν άψυχος.
“Συνέχισε, σε ακούω.”
“Έχεις ανάψει για το τίποτα. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να σου πω.”
Έκανε να τον αγκαλιάσει.
“Μη μ΄αγγίζεις!”
Προσπάθησε να τον σταματήσει.
“Έλα, ξέχασέ το τώρα, σε παρακαλώ!” φώναξε.
Βγήκε τρέχοντας από την είσοδο της πολυκατοικίας και όρμησε μέσα στη νύχτα σε έξαλλη κατάσταση και χωρίς κάποιο σκοπό, το νερό έτρεχε κιόλας με χειμαρρώδη ορμή στα ρείθρα του δρόμου. Τσαλαβουτώντας σε λασπόνερα, κατηφόρισε προς τη λεωφόρο κι άρπαξε το πρώτο λεωφορείο που βρήκε για το κέντρο. Φοβήθηκε να πάρει το αμάξι, να οδηγήσει στην κατάσταση που βρισκόταν. Δεν σκεφτόταν αυτήν, το παιδί σκεφτόταν, να το έπαιρνε ήθελε στην αγκαλιά του και να εξαφανιζόταν μαζί της. Κατέβηκε από το λεωφορείο. Ο δρόμος του τον οδήγησε σε περιοχή με συνεχόμενα μπαράκια κι άρχισε να τα παίρνει με τη σειρά κατεβάζοντας τα ποτά το ένα μετά το άλλο. Δεν ήταν του χαρακτήρα του και γρήγορα άρχισε να παραπαίει στα στενάκια της περιοχής, με το στομάχι του να χαλάει όλο και πιο πολύ. Στο μυαλό του σαν στιγμιότυπα από ταινία, έβλεπε τις σκηνές που ακολούθησαν στο σπίτι μετά την κουβέντα.
Φωνάζοντας και χειρονομώντας είχαν φτάσει στην κουζίνα για να απομακρυνθούν από το δωμάτιο του παιδιού. Πρέπει να τη χτύπησε, ίσως όχι πολύ δυνατά, ένα γερό, όμως, χορταστικό χαστούκι πρέπει να εκτινάχτηκε προς το μάγουλό της. Σαν σε όνειρο θυμόταν το κεφάλι της να χτυπάει πίσω στα ντουλάπια, πάνω από το νεροχύτη της κουζίνας. Είχε ανοίξει και η μύτη της; Θολά θυμόταν το αίμα να τρέχει μικρό ρυάκι πάνω στο όμορφο στόμα της και να στάζει στο πλαστικό πλακάκι. Την είχε δει όρθια μετά, την είχε αφήσει κάτω στο δάπεδο, δεν μπορούσε να θυμηθεί. Την βοήθησε καθόλου ή είχε μόνη σηκωθεί να πάει στην τουαλέτα, όλα γύριζαν στο κεφάλι του αβέβαια. Μήπως και δεν κουνήθηκε καθόλου και παρέμενε εκεί σωριασμένη σαν άδειο σακί;
Πλησίασε σε κάποιον θάμνο κι άδειασε το στομάχι του που από ώρα τον βασάνιζε. Με καθαρότερο τώρα το κεφάλι αποφάσισε πως έπρεπε το συντομότερο να επιστρέψει να δει πώς είχε αφήσει τα πράγματα εκεί.
Έφτασε επιτέλους στο σπίτι του. Η νεροποντή είχε κοπάσει αρκετά, θαμένα σκουπίδια είχαν ξεθαφτεί και προχωρώντας γρήγορα σκόνταφτε πάνω τους και τα κλωτσούσε. Από το δρόμο κάτω είδε το φως της βεράντας αναμμένο. Στο σπίτι επικρατούσε ησυχία και τα φώτα ήταν όλα κλειστά. Έριξε μια γρήγορη ματιά στην κουζίνα. Κομματάκια από μικρά κουζινικά ήταν σκορπισμένα γύρω γύρω, σαν κάποιος να συμμάζεψε βιαστικά τα βασικά και να άφησε το χώρο μισοτακτοποιημένο. Ένιωσε αμήχανος για το τι έπρεπε να κάνει και μέσα στις σκέψεις του δεν άκουσε τη μικρή που πλησίασε τρέχοντας με γυμνά ποδαράκια από πίσω του και τον αγκάλιασε. Οι φωνές τους δεν άργησαν να ξυπνήσουν την Ιωάννα, που ξεπρόβαλε δειλά από την πόρτα του δωματίου τους και βλέποντάς τον έτρεξε προς το μέρος του.
“Για όνομα του θεού, πού ήσουν; Ανησύχησα, έτσι που έφυγες, θα μπορούσες να πάθεις κανένα ατύχημα.”
Χώθηκε στο μπάνιο για να ανασυγκροτήσει τον εαυτό του, να πλύνει τα μούτρα του, να κάνει ένα ζεστό μπάνιο, να διώξει την υπερένταση που του προξενούσε στους κροτάφους χτύπους σαν από σφυρί. Την άκουσε να περιφέρεται στην κουζίνα, να συμμαζεύει τις χθεσινοβραδινές ζημιές και μετά να ξεκινά το πρωινό για να ταΐσει το παιδί και μετά κάτι για τους δυο τους.
“Όταν τελειώσεις έλα κάτι να φας, το χρειάζεσαι, έτσι θα συνέρθεις”, την άκουσε να του φωνάζει.
“Δεν πεινάω, έχω να πάω και στη δουλειά έχω ήδη αργήσει.”
“Τους τηλεφώνησα ήδη ότι σήμερα το πρωί ξύπνησες άρρωστος, δεν χρειάζεται να βιαστείς για τίποτα.”
Βγήκε από το μπάνιο και σωριάστηκε βαρύς στην καρέκλα της κουζίνας με το πρωινό πλούσια απλωμένο μπροστά του. Η Ιωάννα σκυμμένη πάνω από την κουζίνα κάτι ανακάτευε, ενώ το κεφάλι με τα πλούσια σκούρα μαλλιά της κόντευε να χωθεί κάτω από τον απορροφητήρα. Ο Μιχάλης παρακολουθούσε σιωπηλός τις κινήσεις της, ενώ παρατηρούσε με μεγαλύτερη προσοχή κι ανανεωμένο ενδιαφέρον την τόσο οικεία μικροκαμωμένη σιλουέτα της, τις απαλές αναλογίες του γνώριμου κορμιού της.
Σηκώθηκε διστακτικά στην αρχή, με πιο σίγουρο βήμα σε λίγο και στάθηκε από πίσω της. Αγκάλιασε με τα χέρια του τη μέση της και μετά την έσφιξε πάνω του κλείνοντας τις παλάμες του μπροστά στην κοιλιά της. Αυτή αιφνιδιάστηκε στην αρχή, σφίχτηκε σαν να αμύνθηκε, αλλά μετά της ξέφυγε σιγανός αναστεναγμός ανακούφισης και αφέθηκε στην αγκαλιά του χαλαρή. Έχωσε το πρόσωπό του στα πυκνά μαλλιά της κι ανέπνευσε τη μυρωδιά τους που ήταν κάτι ανάμεσα σε σαμπουάν και κρεμμύδι, του φάνηκε καθησυχαστικός ο συνδυασμός κι άρχισε να γαληνεύει.
_
γράφει η Βασιλική Ζαφειροπούλου
Πολύ όμορφη η ιστορία σας…Με ενδιαφέρον από την αρχή ως το αίσιο τέλος!
ΜΠΡΑΒΟ ΒΑΣΙΛΙΚΗ!!!!!!!!!!!!!